Η έντονη επιθετικότητα και προκλητικότητα της Τουρκίας και οι δηλώσεις Ερντογάν περί αμφισβήτησης και κατάργησης της Συνθήκης της Λωζάννης (οι οποίες συνεχίζονται σχεδόν ανά βδομάδα με τελευταίες τις χθεσινές), σε συνδυασμό με την έντονη και απρόβλεπτη ρευστότητα των γεωπολιτικών συσχετισμών στην ευρύτερη περιοχή, επαναφέρουν με δριμύτητα στο προσκήνιο τα «χαίνοντα» μείζονα εθνικά μας θέματα, του άξονα, δηλαδή, Θράκης, Αιγαίου και Κύπρου.
Η βαθύτερη αιτία αυτού του διπλωματικού Τουρκικού «εξτρεμισμού», που εμφανίζει συστηματικά το τελευταίο διάστημα ο Τούρκος Πρόεδρος, είναι η κρίση του ιδεολογικού αφηγήματος του Νεοθωμανισμού, που διατυπώθηκε από τον Νταβούτογλου το 2002, όταν ξεκινούσε την κυριαρχία του στο πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας ο Ερντογάν. Κεντρικό στοιχείο αυτού του αφηγήματος ήταν η επιδίωξη αποκατάστασης της Τουρκίας στον ρόλο, που έπαιζε η παλιά Οθωμανική Αυτοκρατορία, διατηρώντας «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες». Η πολιτική αυτή έχει καταρρεύσει, τόσο στην Συρία, όσο και στην Αίγυπτο, που προσπάθησε να εγκαταστήσει ένα «φιλικό» καθεστώς των αδελφών Μουσουλμάνων, καθώς και στην επιδιωκόμενη επίλυση του Κουρδικού, το οποίο βρίσκεται, πλέον, σε ανεξέλεγκτη όξυνση. Η κατάρρευση αυτής της στρατηγικής προκάλεσε έντονες εξελίξεις εντός της Τουρκικής κοινωνίας, απόρροια των οποίων υπήρξε το αποτυχημένο πραξικόπημα, το οποίο αποτέλεσε, στην κυριολεξία, το «σωσίβιο δώρο» στον Ερντογάν. Ο τελευταίος έχει επιδοθεί, στο μεν εσωτερικό, στο «ξήλωμα» του Κεμαλισμού, που αποτέλεσε ένα ανελεύθερο αυταρχικό καθεστώς, θεμελιωμένο επάνω στην καταπίεση «εσωτερικών εχθρών», εκείνων, δηλαδή, των πολιτισμικών και κοινωνικών ομάδων, που δεν εντάσσονταν στην δημιουργηθείσα κοσμική, σωβινιστική κρατική ιδεολογία περί «τουρκικότητας», ενός Κράτους, δηλαδή, που διασφάλιζε την ενότητά του, εξάγοντας τις εσωτερικές του αντιθέσεις και παραμένοντας επιθετικό απέναντι στις υποτιθέμενες «εξωτερικές απειλές».
Κατά περίεργο τρόπο, ο Ερντογάν, ως εκφραστής του Νεοθωμανισμού, ενώ επιχειρεί το «ξήλωμα» του Κεμαλισμού, χρησιμοποιεί τον ίδιο ακριβώς τρόπο λειτουργίας για την πολιτική του κυριαρχία και την ηγεμονία του «ήπιου Ισλάμ», την εξαγωγή, δηλαδή, των εσωτερικών προβλημάτων προς τα έξω, προκειμένου να καλύψει την πλήρη αποτυχία και την κατάρρευση του αρχικού ιδεολογήματός του και να προλάβει, με επιθετικό τρόπο, στέλνοντας μηνύματα ότι, σε περίπτωση μειώσεως της Τουρκίας με την δημιουργία Κουρδικού Κράτους, έχει απαιτήσεις, που ξεπερνούν τις ρυθμίσεις της Συνθήκης της Λωζάννης και φθάνουν στα σύνορα, που είχε πριν την κατάρρευσή της η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Αυτό, όμως, αποτελεί μείζονα κίνδυνο για την Ελλάδα, διότι βασικό στοιχείο της Νεοθωμανικής στρατηγικής, που είχε αρχίσει να εφαρμόζεται από τον Οζάλ στα τέλη της δεκαετίας του 1980, αποτελούν τα Βαλκάνια, όπου η Τουρκία έχει τακτικά πλεονεκτήματα, λόγω της διαφοράς ισχύος μεταξύ αυτής και των υπολοίπων Χωρών της περιοχής και λόγω των Μουσουλμανικών διάσπαρτων μειονοτήτων (Ελλάδα, Βουλγαρία, Κόσοβο, Βοσνία και, φυσικά, Αλβανία, που αποτελεί το «μακρύ της χέρι» στην ευρύτερη περιοχή). Σε περίπτωση, δε, που παγιωθούν οι αποτυχίες της Τουρκικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, είναι βέβαιο ότι θα προσπαθήσει να «ισοφαρίσει» αυτές τις απώλειες, μέσω της επιθετικής ηγεμονικής – επεκτατικής πολιτικής, κυρίως έναντι της Ελλάδος.
Οι νέες αυτές διαγραφόμενες συνθήκες είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες για τον μείζονα Ελληνισμό της Μεσογείου, καθόσον, την ίδια στιγμή, βιώνουμε την δραματική αποδυνάμωση του ευρύτερου Ελληνισμού, εξαιτίας του μνημονιακού «οδοστρωτήρα» και της μετατροπής της Ελλάδος σε «αποικία χρέους», με εκχώρηση σημαντικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στους τοκογλύφους δανειστές, σε συνδυασμό με την «τριπλή αποικιοποίηση» της Κύπρου (Αγγλικές βάσεις, Τουρκικός στρατός κατοχής και μνημονιακή κηδεμονία της Κύπρου).
Το κρίσιμο ζήτημα για την Ελλάδα, η οποία αποδυναμώνεται συνεχώς, κάτω από την «μνημονιακή μπότα», είναι η έλλειψη μακρόπνοης εθνικής στρατηγικής, που θα βασίζεται, αποκλειστικά και μόνο, στα συμφέροντα της Χώρας και του Ελληνικού Λαού, λαμβάνοντας υπόψη τις εκάστοτε αντικειμενικές συνθήκες του ευρύτερου περίγυρου και τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Η συνεχιζόμενη έως σήμερα (και διευρυνόμενη μάλιστα) έλλειψη στρατηγικής αποτελεί την πλέον άφρονα μεταπολεμική πράξη της οικονομικής «ολιγαρχίας» και της «θεραπαινίδας» αυτής, που είναι η πλειοψηφία του μνημονιακού πολιτικού προσωπικού. Έτσι, μέχρι σήμερα, εξαιτίας του έντονου «φοβικού συνδρόμου» στα εθνικά θέματα, και κυρίως έναντι της Τουρκικής επιθετικότητας, από το οποίο διακατέχεται αυτό και της πλήρους εξάρτησής του από ξένα κέντρα, δρα ως «σύστημα παρακμής», αντικειμενικά, σε βάρος του Ελληνικού και Κυπριακού Λαού και των διαχρονικών συμφερόντων του Ελληνισμού στην περιοχή.