Η απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να τροποποιήσει το νόμο του 2008 περί μειονοτικών ευαγών ιδρυμάτων, των λεγόμενων βακουφίων, είναι σοβαρή εξέλιξη. Απαιτεί ψύχραιμη αξιολόγηση.
Κάθε εσπευσμένη ευφορία ή αβασάνιστη απαξίωση θα ήταν λάθος. Θα εμπόδιζε την διακρίβωση των πραγματικών της διαστάσεων.
Η νέα ρύθμιση προβλέπει αφενός την επιστροφή ακίνητης περιουσίας στα ελληνικά κοινοτικά ευαγή ιδρύματα της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, αφετέρου την αποζημίωση για περιουσίες τους που χάθηκαν αφού μεταπωλήθηκαν από το τουρκικό κράτος.
Έχουμε λοιπόν μια βελτιωτική κίνηση την οποία όμως χρωστούσε η Τουρκία στην ελληνική μειονότητα επί σχεδόν ογδόντα χρόνια. Από την εποχή του διαβόητου «Δηλωτικού του ΄36», που οδήγησε στην υφαρπαγή της περιουσίας των ελληνικών βακουφίων. Συνιστά έμμεση παραδοχή προηγούμενων αφόρητων αδικιών και απόπειρα αποκατάστασής τους. Κάτι που επίμονα ζητούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η Ευρωπαϊκή Ένωση και όλα τα μη μουσουλμανικά ιδρύματα στην Τουρκία.
Το γεγονός δεν είναι αμελητέο. Όχι βέβαια γιατί μπορεί να επανορθώσει ή να στείλει στη λήθη αδικίες, αρπαγές, διωγμούς και εγκλήματα δεκαετιών. Αλλά γιατί εμφανίζεται σαν ψηφίδα σε μια νέα στρατηγική του Ερντογάν, που θα πρέπει να μελετηθεί με δέουσα προσοχή.
Τώρα πρέπει να διανυθεί η – συχνά αστρονομική – απόσταση μεταξύ υποσχέσεων, νομικής πρόβλεψης και πραγματικής εφαρμογής. Έχουμε δε κάθε λόγο να είμαστε επιφυλακτικοί αφού μόνον λευκό δεν είναι το «ποινικό μητρώο» της Τουρκίας σε θέματα σεβασμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θρησκευτικών ελευθεριών.
Άλλωστε και η πρόσφατη ρύθμιση είναι ατελής. Αφήνει άλυτα σημαντικά ζητήματα όπως εκείνο της επιστροφής των κατειλημμένων ιδρυμάτων. Ούτε υπάρχει ακόμα κάποια πρόοδος στην αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας του Πατριαρχείου, της διαδικασίας εκλογής του Οικουμενικού Πατριάρχη και της επαναλειτουργίας της Σχολής της Χάλκης.
Από την άλλη, θα ήταν παράλειψη να αγνοήσουμε ότι η πρόσφατη απόφαση προστίθεται σε ανάλογες κινήσεις του Ερντογάν προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την ελληνική μειονότητα.
Τι συνετέλεσε σε αυτές τις εξελίξεις;
– Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που όπως εξελίσσεται επιφέρει δυσβάστακτο πολιτικό, διπλωματικό και οικονομικό κόστος στην Τουρκία.
– Η ισχυροποίηση του Ερντογάν και η επιδίωξή του να αποσείσει τις εντός και εκτός Τουρκίας, κατηγορίες και υπόνοιες, ότι ο έχει κρυφή ισλαμική ατζέντα, και βέβαια
– Η συνεχής πίεση των απαιτήσεων και υποχρεώσεων που επιβάλλει στην Τουρκία η ευρωπαϊκή ενταξιακή διαδικασία.
Τονίζω ιδιαίτερα την βαρύτητα της ευρωπαϊκής διάστασης. Σειρά εκθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και – πολύ πιο κατηγορηματικά – του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπογραμμίζουν την υποχρέωση της Τουρκίας να αλλάξει πολιτική. Να ακολουθήσει το ευρωπαϊκό πρότυπο. Να εφαρμόσει το κεκτημένο, να σεβαστεί τις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο σεβασμός των ανθρωπίνων, μειονοτικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων είναι ζήτημα ευρωπαϊκό, όχι ελληνο-τουρκικό. Οι τελευταίες εξελίξεις δεν πρέπει να μας παρασύρουν σ’ ένα διμερές «πάρε-δώσε» όπως συστηματικά επιδιώκει η Τουρκία.
Όσον αφορά, τέλος, στα επόμενα βήματα. Ιδιαίτερη σημασία έχουν η επιστροφή των κατειλημμένων Ιδρυμάτων και η αλλαγή της θεσμικής οργάνωσης της ελληνικής μειονότητας ώστε να ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα αποφεύγοντας έτσι τον οργανωτικό κατακερματισμό της.
Το σημαντικότερο όλων είναι να αξιοποιηθούν οι όποιες θετικές εξελίξεις προς την σωστή κατεύθυνση. Οφείλουμε να δούμε τους Έλληνες που ζουν στην Τουρκία όχι ως τους τελευταίους του χθες αλλά ως τους πρώτους του αύριο.
Το άρθρο δημοσιεύεται στην εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”