Είχα τους λόγους μου που βρισκόμουν εδώ. Αλλά ήμουν σίγουρος ότι αν τους έλεγα στον καλόγερο θα με είχε πετάξει έξω. Είπα ψέματα. “Λένε ότι εδώ είναι το ιερότερο μέρος τη γης”, είπα.
Είχα φτάσει στην Αθήνα λίγες μέρες πριν, ακριβώς μια βδομάδα πριν τις επόμενες προγραμματισμένες ταραχές και μερικές μέρες μετά τη δήλωση κάποιων Γερμανών πολιτικών ότι η Ελλάδα, για να ξεπληρώσει τα δάνειά της, θα έπρεπε να ξεπουλήσει τα νησιά της και, γιατί όχι, να ρίξει και μερικά αρχαία στο τραπέζι του παζαρέματος. Ο νέος σοσιαλιστής πρωθυπουργός της Ελλάδος, ο Γιώργος Παπανδρέου, αισθάνθηκε υποχρεωμένος να διαψεύσει ότι όντως σκεφτόταν να πουλήσει νησιά. Η Moody’s, ο οίκος αξιολογήσεων, είχε μόλις υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδος σε τέτοιο επίπεδο, που τα ελληνικά κρατικά ομόλογα είχαν γίνει παλιόχαρτα, και άρα ακατάλληλα προς κατοχή από τους επενδυτές που ήδη τα κατείχαν. Το μαζικό ξεφόρτωμα ελληνικών ομολόγων στην αγορά που επακολούθησε, δεν είχε βραχυπρόθεσμες συνέπειες, επειδή το ΔΝΤ και η ΕΚΤ είχαν συμφωνήσει να δανείσουν στην Ελλάδα (μια χώρα 11 εκ. κατοίκων, δηλαδή με 2 εκ. λιγότερα από το ευρύτερο Λος Αντζελες) 145 δις δολάρια. Βραχυπρόθεσμα αυτό που συνέβη είναι ότι η Ελλάδα βγήκε από τις ελεύθερες αγορές και πέρασε στην κηδεμονία άλλων χωρών.
Αυτά ήταν τα καλά νέα. Η μακροπρόθεσμη εικόνα όμως ήταν πολύ πιο δεινή. Εκτός από τα περίπου 400 δις δολάρια ανοιχτού κρατικού χρέους (που ολοένα μεγαλώνει), οι Έλληνες λογιστές είχαν μόλις καταλήξει ότι το κράτος τους χρωστούσε κι άλλα 800 δις δολάρια σε συντάξεις. Αν κάνετε την πρόσθεση θα βγάλετε περίπου 1,2 τρις δολάρια, δηλαδή πάνω από 250.000 δολάρια ανά εργαζόμενο Έλληνα. Μπροστά στο χρέος των 1,2 τρις, τα 145 δις της βοήθειας ήταν μάλλον χειρονομία παρά λύση. Και αυτά ήταν τα επίσημα νούμερα ― η αλήθεια είναι σίγουρα χειρότερη. “Ο άνθρωποί μας που πήγαν εκεί δεν πίστευαν αυτά που βρήκαν”, μου είπε ένας ανώτερος αξιωματούχος του ΔΝΤ λίγο μετά την επιστροφή του από την πρώτη αποστολή του ΔΝΤ στην Ελλάδα. “Το πώς κρατούσαν τους λογαριασμούς τους ― ήξεραν πόσα είχαν συμφωνήσει να ξοδέψουν, αλλά κανείς δεν κρατούσε λογαριασμό για το τι ξοδεύτηκε πραγματικά. Δεν ήταν καν αυτό που θα λέγαμε αναδυόμενη οικονομία. Ήταν μια τριτοκοσμική χώρα.”
Όπως φάνηκε, αυτό που ήθελαν οι Έλληνες να κάνουν όταν έσβησαν τα φώτα και βρέθηκαν μόνοι στο σκοτάδι με μια στίβα δανεικά λεφτά, ήταν να μετατρέψουν το κράτος τους σε μια κούκλα παραγεμισμένη με απίστευτα ποσά, και να αφήσουν όσο περισσότερους πολίτες να ορμάνε επάνω της για να αρπάξουν κάτι. Μόλις μέσα στην περασμένη δεκαετία οι μισθοί του Ελληνικού δημόσιου τομέα διπλασιάστηκαν σε πραγματικά ποσά, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι δωροδοκίες που εισέπραξαν δημόσιοι λειτουργοί. Μια θέση στο δημόσιο αποφέρει κατά μέσο όρο τριπλάσια από μια θέση στον ιδιωτικό τομέα. Ο εθνικός σιδηρόδρομος έχει ετήσια έσοδα 100 εκ. ευρώ και 400 εκ. μισθοδοσία συν 300 εκ. ευρώ άλλα έξοδα. Οι μέσες αποδοχές των υπαλλήλων του ΟΣΕ είναι 65.000 ευρώ το χρόνο. Πριν 20 χρόνια, ένας πετυχημένος επιχειρηματίας που κατέληξε Υπουργός Οικονομικών ονόματι Στέφανος Μάνος, είχε πει ότι θα ήταν φτηνότερο να πληρώναμε όλους τους επιβάτες του σιδηροδρόμου για να πηγαίνουν στον προορισμό τους με ταξί. Ισχύει ακόμη. “Έχουμε έναν σιδηρόδρομο χρεωκοπημένο σε ασύλληπτο βαθμό”, μου είπε ο Μάνος. “Και δεν υπάρχει ούτε μια ιδιωτική εταιρεία στην Ελλάδα με τέτοιο μέσο μισθό”. Τα Ελληνικά δημόσια σχολεία είναι τόσο αναποτελεσματικά που σου κόβεται η ανάσα: ένα από τα χειρότερα σχολικά συστήματα στην Ευρώπη απασχολεί τετραπλάσιο αριθμό δασκάλων ανά μαθητή από ό,τι το κορυφαίο της Φινλανδίας. Οι Έλληνες που στέλνουν τα παιδιά τους στα δημόσια σχολεία απλώς αποδέχονται ότι θα πρέπει να προσλάβουν και ιδιωτικούς δασκάλους για να μάθουν ίσως κάτι τα παιδιά τους. Υπάρχουν τρεις κρατικές επιχειρήσεις στον αμυντικό τομέα: τα συνολικά χρέη τους είναι δις δολάρια και οι ζημίες τους όλο καιαυξάνονται. Η ηλικία συνταξιοδότησης για τις λεγόμενες “βαριές” δουλειές είναι τα 55 για τους άνδρες και τα 50 για τις γυναίκες. Και, τη στιγμή που το κράτος αρχίζει να μοιράζει γενναίες συντάξεις, πάνω από 600 επαγγέλματα κατάφεραν με κάποιον τρόπο να χαρακτηριστούν βαρέα: κομμώτριες, εκφωνητές ραδιοφώνου, σερβιτόροι, μουσικοί, κλπ, κλπ. Το δημόσιο σύστημα υγείας ξοδεύει σε υλικά πολύ περισσότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και δεν είναι καθόλου σπάνιο, μου λένε Έλληνες, να βλέπει κανείς νοσοκόμες και γιατρούς να φεύγουν από τη δουλειά με τα χέρια γεμάτα χαρτοπετσέτες, πάνες, ή ό,τι άλλο μπόρεσαν να βουτήξουν από τα ντουλάπια.
Δεν έχει σημασία πού σταματάει η σπατάλη και πού αρχίζει η κλοπή. Το ένα καλύπτει ―και άρα επιτρέπει― το άλλο. Είναι αποδεκτό, για παράδειγμα, ότι όποιος δουλεύει στο δημόσιο δωροδοκείται. Όσοι πάνε σε δημόσια νοσοκομεία δέχονται ότι θα πρέπει να δωροδοκήσουν τους γιατρούς ώστε όντως να τους φροντίσουν. Υπουργοί που πέρασαν όλη τους τη ζωή στη δημόσια διοίκηση έχουν τη δυνατότητα, αφήνοντας τις θέσεις τους, να είναι ιδιοκτήτες επαύλεων αξίας πολλών εκατομμυρίων δολαρίων, και δύο ή τριών εξοχικών.
Περιέργως, ο χρηματοοικονομικός τομέας στην Ελλάδα παραμένει λίγο-πολύ αλώβητος. Ποτέ δεν έγιναν κάτι καλύτερο από κοιμισμένοι εμπορικοί τραπεζίτες. Ουσιαστικά ήταν οι μόνοι ευρωπαίοι τραπεζίτες που δεν αγόρασαν αμερικάνικα τοξικά ομόλογα, ούτε παραφούσκωσαν, ούτε έβαλαν στην μπάντα τεράστια ποσά για λογαριασμό τους. Το μεγαλύτερο πρόβλήμά τους
ήταν ότι δάνεισαν στη χώρα περίπου 30 δις ευρώ τα οποία εκλάπησαν ή κατασπαταλήθηκαν. Στην Ελλάδα τη χώρα δεν τη βούλιαξαν οι τράπεζες. Η χώρα βούλιαξε τις τράπεζες.
Και εφευρέθηκαν τα μαθηματικά!
Το επόμενο πρωί της άφιξής μου πήγα να δω τον υπουργό των οικονομικών Γιώργο Παπακωνσταντίνου, του οποίου δουλειά είναι να ξεκαθαρίσει αυτό το απίστευτο μπάχαλο. Η Αθήνα μπορεί και είναι ταυτόχρονα λαμπερή και σκοτεινή. Ωραιότατα, φρεσκοβαμένα νεοκλασικά κτίρια βανδαλίζονται πάραυτα με νέα γκράφιτι. Αρχαία ερείπια φυσικά υπάρχουν παντού, αλλά μοιάζουν τελείως αποκομμένα από οτιδήποτε άλλο. Κάτι σαν Λος Άντζελες με παρελθόν.
Στη στενή, σκοτεινή είσοδο του Υπουργείου Οικονομικών ένα τσούρμο φρουροί σε τσεκάρουν καθώς μπαίνεις, αλλά στη συνέχεια δεν δίνουν σημασία που έκανες τον ανιχνευτή μετάλλων να χτυπήσει. Στον προθάλαμο του υπουργού, έξι κυρίες, όλες όρθιες, τακτοποιούν το πρόγραμμά του. Δείχνουν έξαλλες, βιαστικές και ξεθεωμένες … και παρόλα αυτά αυτός είναι αργοπορημένος. Το μέρος μοιάζει σαν, ακόμα και οι καλύτερες μέρες του να μην ήταν εξαιρετικές. Τα έπιπλα είναι φθαρμένα, το δάπεδο μουσαμάς. Το εμφανέστερο χαρακτηριστικό του είναι πόσο πολλά άτομα απασχολεί. Ο υπουργός Παπακωνσταντίνου (“μπορείς να με λες Γιώργο”) φοίτησε στο NYU και το London School of Economics στη δεκαετία του 80, κι ύστερα πέρασε 10 χρόνια δουλεύοντας για τον ΟΟΣΑ στο Παρίσι. Είναι ανοιχτός, φιλικός, φρεσκοξυρισμένος, με καθαρό πρόσωπο, και, όπως πολλοί κορυφαίοι της νέας Ελληνικής κυβέρνησης, μοιάζει περισσότερο Αγγλοσάξονας παρά Έλληνας ― για την ακρίβεια μοιάζει σχεδόν Αμερικανός.
Όταν ο Παπακωνσταντίνου ήρθε εδώ τον περασμένο Οκτώβρη, η Ελληνική κυβέρνηση είχε εκτιμήσει το έλλειμμα του 2009 σε 3,7%. Δυό βδομάδες αργότερα το νούμερο επανεκτιμήθηκε προς τα πάνω σε 12,5% και τελικά κατέληξε να είναι σχεδόν 14%. Ήταν ο άνθρωπος που έπρεπε να εξηγήσει στον κόσμο το γιατί. “Τη δεύτερη μέρα κάλεσα σύσκεψη για να δω τον προϋπολογισμό”, λέει. “Φώναξα εδώ όλο το γενικό λογιστήριο και αρχίσαμε αυτή τη διαδικασία της ανακάλυψης”. Κάθε μέρα ανακάλυπταν και κάποια απίστευτη παράλειψη. Ένα χρέος συντάξεων 1 δις δολαρίων το χρόνο με κάποιον τρόπο δεν εμφανιζόταν στα κρατικά βιβλία και όλοι υποκρίνονταν ότι δεν υπήρχε ενώ η κυβέρνηση το πλήρωνε. Η τρύπα στο ταμείο των αυτοαπασχολούμενων δεν ήταν τα 300 εκ. που νόμιζαν, αλλά 1,1 δις ευρώ ― και ούτω καθεξής. “Στο τέλος κάθεμέρας ρωτούσα ‘εντάξει παιδιά, αυτά είναι όλα;’ κι αυτοί έλεγαν ‘ναι’. Το επόμενο πρωί ακουγόταν μια φασαρία στο βάθος του δωματίου: ‘Για την ακρίβεια, κ, υπουργέ, υπάρχει κι αυτή η διαφορά των 100-200 εκ. ευρώ.’ “.
Αυτό συνεχίστηκε επί μια εβδομάδα. Μεταξύ των άλλων που προέκυψαν, ήταν κι ένα σωρό εξωλογιστικά προγράμματα δήθεν δημιουργίας θέσεων εργασίας. “Το Υπουργείο Γεωργίας είχε δημιουργήσει μια εξωλογιστική μονάδα με 270 άτομα προσωπικό για να ψηφιοποιήσει τις φωτογραφίες των δημόσιων κτημάτων”, μου λέει ο Υπουργός Οικονομικών. “Το πρόβλημα είναι ότι ούτε ένας από τους 270 δεν είχε σχέση με ψηφιακή φωτογραφία. Τα πραγματικά επαγγέλματα των ατόμων αυτών ήταν, πχ κομμώτριες”.
Την τελευταία μέρα της αποκάλυψης, αφού είχε σηκωθεί και το τελευταίο χεράκι στο βάθος του δωματίου, το εκτιμώμενο έλλειμμα των 7 δις ευρώ είχε γίνει πάνω από 30 δις. Το φυσιολογικό ερώτημα ―πώς είναι δυνατόν;― απαντάται εύκολα: “Δεν είχαμε γραφείο προϋπολογισμού στη Βουλή”, εξηγεί ο Υπουργός Οικονομικών. “Δεν υπήρχε ανεξάρτητη στατιστική υπηρεσία.” Το κυβερνών κόμμα έβαζε ό,τι νούμερα το βόλευαν, για τους δικούς του σκοπούς.
Μόλις ο Υπουργός Οικονομικών είχε τα νούμερα, ξεκίνησε για τις τακτικές μηνιαίες συναντήσεις του με τους υπουργούς οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Του δόθηκε ο λόγος μια που ήταν νέος υπουργός. “Όταν τους είπα το νούμερο, έμειναν με το στόμα ανοιχτό”, λέει. “Καλά, πώς μπορεί να έγινε αυτό; Είπα κάτι σαν, κι εσείς θα έπρεπε να είχατε καταλάβει ότι τα νούμερα δεν ήταν σωστά. Αλλά το πρόβημα ήταν ότι καθόμουν πίσω από μια ταμπέλα που έλεγε ‘Ελλάδα’ κι όχι ‘Νέα Κυβέρνηση της Ελλάδος’ “. Μετά τη συνάντηση, ήρθε ο Ολλανδός και μου είπε, “Γιώργο, ξέρουμε ότι δεν φταις εσύ, αλλά δεν πρέπει κάποιος να πάει φυλακή;”.
Καθώς τελειώνει την ιστορία του, ο υπουργός των οικονομικών τονίζει ότι δεν πρόκειται απλώς για μια υπόθεση όπου η κυβέρνηση έλεγε ψέματα για τα έξοδα. “Δεν ήταν απλά μια υπόθεση εσφαλμένων αναφορών”, λέει. “Το 2009 ο μηχανισμός είσπραξης φόρων αποδιαρθρώθηκε επειδή ήταν εκλογική χρονιά”.
―“Πώς είπατε;”
Χαμογελάει.
―“Το πρώτο μέλημα μιας κυβέρνησης σε χρονιά εκλογών είναι να μαζέψει τους εφοριακούς.” ―“Πλάκα μου κάνετε.”
Τώρα με κοροϊδεύει εκείνος. Είμαι εντελώς αφελής.
Η Φιλάδελφος Εφορία*
* ΣτΜ: στο πρωτότυπο παραποιείται το Internal Revenue Service (η αμερικάνικη εφορία), ως Fraternal Revenue Service.
Οι δημόσιες δαπάνες είναι το ένα μόνο σκέλος της λειψής εξίσωσης: υπάρχει και το σκέλος των δημοσίων εσόδων. Ο εκδότης μιας από τις μεγαλύτερες ελληνικές εφημερίδες, μου είχε αναφέρει κάποια στιγμή ότι οι ρεπόρτερ του διατηρούσαν σχέσεις μέσα στις εφορίες. Δεν το έκαναν τόσο για να αποκαλύψουν περιπτώσεις φοροδιαφυγής ―είναι τόσο διαδεδομένη στην Ελλάδα που δεν αξίζει να γράφει κανείς γι’ αυτήν― όσο για να βρίσκουν βαρόνους ναρκωτικών, λαθρεμπόρους ανθρώπων, και άλλες πιο σκοτεινές τάξεις. Μια χούφτα εφοριακών όμως, ήταν εξοργισμένοι από τη συστηματική διαφθορά στην υπηρεσία τους. Δύο από αυτούς, μάλιστα, ήταν πρόθυμοι να συναντηθούν μαζί μου. Το πρόβλημα ήταν ότι, για λόγους που κανένας από τους δύο δεν ήθελε να συζητήσει, δεν άντεχαν ο ένας να βλέπει τον άλλο. Αυτό, όπως θα με διαβεβαίωναν έκτοτε πολλοί άλλοι Έλληνες, ήταν τελείως Ελληνική συμπεριφορά.
Το βράδι της συνάντησής μου με τον Υπουργό των Οικονομικών ήπια καφέ με έναν από τους εφοριακούς σε ένα ξενοδοχείο, κι ύστερα περπάτησα και ήπια μια μπύρα με τον άλλο εφοριακό σε ένα άλλο ξενοδοχείο. Και οι δύο είχαν υποβαθμιστεί επειδή προσπάθησαν να ξεμπροστιάσουν συναδέλφους τους που τα είχαν πάρει χοντρά για να συναινέσουν σε φορολογικές παρανομίες. Και οι δύο είχαν απομακρυνθεί από την ενεργό ελεγκτική δράση και είχαν τοποθετηθεί σε δευτερεύουσες εργασίες γραφείου, όπου δεν θα μπορούσαν πλέον να είναι μάρτυρες φορολογικών εγκλημάτων. Και οι δύο ένιωθαν κάπως άβολα κανένας τους δεν ήθελε να μάθει κανείς ότι μου μίλησαν, επειδή φοβόντουσαν μήπως χάσουν τη δουλειά τους στην εφορία. Ας τους βαφτίσουμε Εφοριακός Α και Εφοριακός Β.
Εφοριακός Α: στα εξήντα, κουστούμι εργασίας, αναδιπλωμένος αλλά όχι εμφανώς νευρικός. Ήρθε με σημειωματάριο γεμάτο ιδέες για την επανόρθωση της εφορίας. Θεώρησε δεδομένο ότι ήξερα πως, οι μόνοι Έλληνες που πλήρωναν φόρους ήταν όσοι δεν μπορούσαν να το αποφύγουν, δηλαδή οι υπάλληλοι των εταιριών που ο φόρος τους παρακρατείται από τις αποδοχές τους. Η αχανής τάξη των αυτοαπασχολούμενων, από γιατρούς μέχρι περιπτεράδες, κλέβουν ― κι αυτός είναι ο βασικός λόγος που η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων από κάθε Ευρωπαϊκή χώρα. “Έχει καταντήσει έθιμο”, είπε. “Οι Έλληνες δεν έμαθαν ποτέ να πληρώνουν τους φόρους τους. Και δεν το έμαθαν ποτέ επειδή κανείς δεν τιμωρείται. Κανείς δεν έχει τιμωρηθεί ποτέ. Θεωρείται κάτι σαν παράβαση του ιπποτικού κώδικα ― όπως όταν ο τζέντλεμαν δεν ανοίγει την πόρτα σε μια κυρία”.
Η κλίμακα της φοροδιαφυγής ήταν τουλάχιστον εξίσου απίστευτη με την έκτασή της: κατά μία εκτίμηση, τα δύο τρίτα των Ελλήνων γιατρών δηλώνουν εισόδημα κάτω από 12.000 ευρώ το χρόνο, πράγμα που σημαίνει, αφού αυτό είναι το αφορολόγητο όριο, ότι ακόμη και πλαστικοί χειρουργοί που βγάζουν εκατομμύρια ευρώ το χρόνο δεν πληρώνουν καθόλου φόρο. Το πρόβλημα δεν ήταν ο νόμος ―στα χαρτιά υπήρχε νόμος που προέβλεπε κάθειρξη για φοροδιαφυγή πάνω από 150.000 ευρώ―, αλλά η εφαρμογή του. “Αν εφαρμοζόταν ο νόμος,” είπε ο εφοριακός, “όλοι οι Έλληνες γιατροί θα ‘πρεπε να μπούνε φυλακή”. Γέλασα κι αυτός μού έριξε ένα επίμονο βλέμμα. “Σας μιλώ απολύτως σοβαρά.” Ένας λόγος που κανείς δεν δικάζεται ―πέραν του ότι κάτι τέτοιο θα φαινόταν αυθαίρετο, αφού όλοι φοροδιαφεύγουν― είναι ότι στα Ελληνικά δικαστήρια οι εκδικάσεις φορολογικών υποθέσεων μπορεί να πάρουν ίσως και 15 χρόνια.
“Όποιος δεν θέλει να πληρώσει φόρους και συλλαμβάνεται, απλώς πηγαίνει στα δικαστήρια”, λέει. Κάτι μεταξύ 30% και 40% της οικονομικής δραστηριότητας που ενδεχομένως υπόκειται σε φορολογία, παραμένει ‘μαύρη’, λέει, σε σχέση με το 18% που ισχύει στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ο πιο εύκολος τρόπος να φοροδιαφύγει κανείς είναι να επιμείνει να πληρωθεί με μετρητά, και να μην εκδώσει απόδειξη για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες. Ο πιο εύκολος τρόπος ξεπλύματος μαύρου χρήματος είναι να αγοράσει ακίνητα. Πολύ βολικά για το μαύρο χρήμα, και μόνη ανάμεσα στις Ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα δεν έχει κτηματολόγιο που να λειτουργεί. “Πρέπει να ξέρεις που αγόρασε ο άλλος το ακίνητο, πρέπει να ξέρεις τη διεύθυνση, για να βρεις την άκρη και να φτάσεις μέχρι αυτόν”, λέει ο εφοριακός. “Και ακόμη και τότε, όλα είναι χειρόγραφα και είναι πολύ δύσκολο να βγάλεις άκρη”. Ναι, λέω, αλλά αν ένας πλαστικός χειρουργός πάρει ένα εκατομμύριο μετρητά και αγοράσει ένα οικόπεδο σε κάποιο νησί και χτίσει εκεί μια βίλα, θα υπάρχουν άλλα έγγραφα ― ας πούμε οικοδομικές άδειες. “Αυτοί που εκδίδουν τις οικοδομικές άδειες δεν ενημερώνουν την εφορία”, λέει ο εφοριακός. Στην όχι και τόσο σπάνια περίπτωση που η φοροδιαφυγή θα συλληφθεί, μπορεί απλά να λαδώσει τον εφοριακό και να τελειώνει. Φυσικά καιυπάρχουν νόμοι κατά της δωροληψίας, εξηγεί ο εφοριακός, “αλλά, αν συλληφθείς, ίσως περάσουν και 7 ή 8 χρόνια προτού γίνει η δίκη. Οπότε, στην πράξη κανείς δεν δίνει σημασία”.
Η συστηματική απόκρυψη εισοδημάτων οδήγησε την πολιτεία να στηρίζεται όλο και περισσότερο σε φόρους που είναι δύσκολο να αποφευχθούν: φόρο ακινήτων και ΦΠΑ. Για να βγούν από το παιχνίδι οι εφοριακοί, τα ακίνητα φορολογούνται με μαθηματικό τύπο ο οποίος παράγει την λεγόμενη “αντικειμενική αξία” κάθε σπιτιού. Η έκρηξη της Ελληνικής οικονομίας την τελευταία δεκαετία οδήγησε τις πραγματικές αξίες των ακινήτων σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από τις αντικειμενικές. Μόλις τροφοδοτηθεί με υψηλότερες πραγματικές τιμές πώλησης, ο τύπος ήταν φτιαγμένος ώστε να ανεβάζει και τις αντικειμενικές. Ο μέσος Έλληνας πολίτης έλυσε το πρόβλημα με το να μη δηλώνει την πραγματική τιμή της αγοραπωλησίας, αλλά να δηλώνει αντ αυτής μια εικονική χαμηλότερη τιμή, που τυχαίως ήταν ίδια με την πρόβλεψη του παρωχημένου μαθηματικού τύπου. Αν ο αγοραστής έπρεπε να πάρει δάνειο, έπαιρνε δάνειο ίσο με την αντικειμενική και πλήρωνε τη διαφορά με μετρητά ή με δάνειο από τη μαύρη αγορά. Ως αποτέλεσμα, οι αντικειμενικές αξίες υπολείπονται κατά πολύ των πραγματικών αξιών των ακινήτων. Όσο κι αν είναι εκπληκτικό, πιστεύεται ότι και τα 300 μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου δηλώνουν ότι οι αξίες των ακινήτων τους είναι ίσες με τις αντικειμενικές. Ή, όπως μου το έθεσαν τόσο ο εφοριακός όσο και ένας τοπικός μεσίτης, “δεν υπάρχει ούτε ένας βουλευτής που δεν έχει πει ψέματα για να γλυτώσει φόρους”.
Συνέχισε περιγράφοντας ένα σύστημα που ήταν, με τον τρόπο του, έργο τέχνης. Εμιμείτο τα φοροεισπρακτικά συστήματα μιας προηγμένης οικονομίας ―και απασχολούσε έναν τεράστιο αριθμό εφοριακών―, ενώ στην πραγματικότητα ήταν σχεδιασμένο ώστε να επιτρέπει σε μια ολόκληρη κοινωνία να κλέβει την εφορία. Όταν σηκώθηκε για να φύγει σημείωσε ότι η σερβιτόρα δεν μας έφερε απόδειξη για τους καφέδες μας. “Υπάρχει λόγος που συμβαίνει αυτό”, είπε. “Ακόμη κι αυτό το ξενοδοχείο δεν πληρώνει τους φόρους που του αναλογούν”.
Περπάτησα λίγο παρακάτω και βρήκα να με περιμένει στο μπαρ ενός άλλου εφετζίδικου τουριστικού ξενοδοχείου, ο δεύτερος εφοριακός. Ο Εφοριακός Β ―άνετοι τρόποι και ντύσιμο, πότης μπύρας, αλλά τρομοκρατημένος μήπως μάθει κανείς ότι μου μίλησε― ήρθε κι αυτός με έναντοσιέ χαρτιά, μόνο που το δικό του ήταν γεμάτο πραγματικά παραδείγματα, όχι πολιτών, αλλα εταιριών που έκλεβαν την εφορία. Άρχισε να ξεφουρνίζει παραδείγματα (“μόνο περιπτώσεις που είδα ο ίδιος”). Το πρώτο ήταν μια κατασκευαστική εταιρία των Αθηνών που είχε χτίσει επτά γιγαντιαία κτίρια με διαμερίσματα και είχε πουλήσει περί τα 1000 σπίτια στην καρδιά της πόλης. Ο φόρος που έπρεπε να πληρώσει ήταν κατά τον έντιμο υπολογισμό 15 εκ. ευρώ, αλλά η εταιρία δεν είχε πληρώσει τίποτε. Μηδέν. Για να φοροδιαφύγει είχε κάνει διάφορα πράγματα. Πρώτον, δεν είχε γίνει ποτέ ανώνυμη εταιρία. Δεύτερον, χρησιμοποιούσε κάποια από τις δεκάδες εταιρίες που εκδίδουν εικονικά τιμολόγια για υπηρεσίες που ποτέ δεν παρασχέθηκαν, και τέλος, όταν κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο εφοριακός, θέλησε να τον λαδώσει. Ο εφοριακός το κατήγγειλε στους ανωτέρους του και αμέσως βρέθηκε να παρακολουθείται από ιδιωτικό ντέτεκτιβ και να έχουν βάλει κοριούς στα τηλέφωνά του. Τελικά η υπόθεση διευθετήθηκεκαι η κατασευαστική εταιρεία πλήρωσε 2.000 ευρώ. “Μετά από αυτό εξαιρέθηκα από όλες τις φορολογικές έρευνες”, είπε ο εφοριακός, “επειδή έκαμνα καλά τη δουλειά μου”.
Ξαναγύρισε στο χοντρό του ντοσιέ που ήταν γεμάτο υποθέσεις. Γύρισε τη σελίδα. Κάθε σελίδα του ντοσιέ είχε μια ιστορία παρόμοια με αυτή που μόλις μου είχε διηγηθεί, και είχε σκοπό να μου τις πει όλες. Τον σταμάτησα. Κατάλαβα ότι αν τον άφηνα να συνεχίσει θα μέναμε εκεί όλη τη νύχτα. Η έκταση της φοροδιαφυγής ―η ποσότητα της ενέργειας που πήγαινε εκεί― ήταν ασύλληπτη. Στην Αθήνα μου δημιουργήθηκε πολλές φορές ένα συναίσθημα πρωτόγνωρο για μένα ως δημοσιογράφο: μια πλήρης αδιαφορία μπροστά σε τρανταχτές υποθέσεις. Καθόμουν με ανθρώπους που ήξεραν τα θέματα από μέσα: έναν μεγαλοτραπεζίτη, έναν εφοριακό, έναν υφυπουργό Οικονομικών, έναν τέως βουλευτή. Έβγαζα το σημειωματάριό μου και άρχιζα να γράφω τις ιστορίες που μου έβγαζαν. Σκάνδαλα επί σκανδάλων. Είκοσι λεπτά μετά είχα χάσει κάθε ενδιαφέρον. Ήταν απλώς πάρα πολλά. Μπορούσαν να γεμίσουν βιβλιοθήκες ολόκληρες, πόσω μάλλον ένα άρθρο περιοδικού.
Το Ελληνικό κράτος, όχι μόνο ήταν διεφθαρμένο, αλλά διέφθειρε κιόλας. Μόλις έβλεπες πώς δουλεύει, καταλάβαινες ένα φαινόμενο που υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχε νόημα: τη δυσκολία που έχουν οι Έλληνες να πούνε μια καλή κουβέντα ο ένας για τον άλλο. Ατομικά οι Έλληνες είναι εξαιρετικοί: αστείοι, ζεστοί, ξύπνιοι, καλή παρέα. Έφυγα από δυό ντουζίνες συνεντεύξεων λέγοντας στον εαυτό μου “τι υπέροχος λαός!”. Μεταξύ τους όμως δεν το συμμερίζονται αυτό. Το πιο δύσκολο πράγμα είναι να καταφέρεις έναν Έλληνα να πει μια καλή κουβέντα για κάποιον άλλο πίσω από την πλάτη του. Κανενός είδους επιτυχία δεν αντιμετωπίζεται χωρίς καχυποψία. Όλοι είναι απόλυτα σίγουροι ότι οι άλλοι φοροδιαφεύγουν, δωροδοκούν πολιτικούς, δωροδοκούνται, ή δηλώνουν χαμηλότερα την αξία των ακινήτων τους. Αυτή η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης του ενός προς τον άλλο είναι αυτοενισχυόμενη. Η επιδημία του ψεύδους, της απάτης και της κλεψιάς, καθιστούν ανέφικτο κάθε είδος δημόσιου βίου, και η κατάρρευση του δημόσιου βίου οδηγεί σε περισσότερα ψέματα, απάτες και κλεψιές. Καθώς δεν έχουν πίστη ο ένας στον άλλο, κλείνονται στον εαυτό τους και τις οικογένειές τους.
Η δομή της Ελληνικής κοινωνίας είναι συλλογική, αλλά το πνεύμα της χώρας είναι αντίθετο προς την ομαδικότητα. Η πραγματική δομή της είναι ‘ο καθένας για την πάρτη του’. Σε αυτό το σύστημα οι επενδυτές έριξαν εκατοντάδες δις δολάρια. Και η πιστωτική έκρηξη έσπρωξε τη χώρα πέρα απ΄τα όρια, ρίχνοντάς την σε απόλυτη ηθική κατάρρευση.
Η οδός της απωλείας
Μη ξέροντας τίποτε άλλο για το Βατοπαίδι εκτός του ότι είχε με κάποιον τρόπο ταυτιστεί με την ψυχή της διαφθοράς μιας τελείως διεφθαρμένης κοινωνίας, πήρα το δρόμο προς τη βόρεια Ελλάδα αναζητώντας μια χούφτα μοναχών που είχαν βρει νέους, βελτιωμένους τρόπους για να αξιοποιήσουν την Ελληνική οικονομία. Το πρώτο βήμα ήταν πολύ απλό: αεροπλάνο προς τη δεύτερη μεγαλύτερη Ελληνική πόλη, τη Θεσσαλονίκη, αυτοκίνητο που το οδηγούσαν με φρενήρη ταχύτητα σε στενούς δρόμους, και μια νύχτα παρέα με ένα τσούρμο Βούλγαρων τουριστών σε ένα απρόσμενα εξαιρετικό ξενοδοχείο στη μέση του πουθενά, το Eagles Palace. Εκεί, η φιλικότερη υπάλληλος ξενοδοχείου που συνάντησα στη ζωή μου (ζητήστε την Όλγα) μου έδωσε μια στίβα βιβλία και είπε με καημό πόσο τυχερός ήμουν που μπορούσα να πάω εκεί. Η Μονή Βατοπαιδίου, μαζί με άλλες 19, χτίστηκε τον 10ο αιώνα σε μια χερσόνησο 37 επί 6 μιλίων στη βορειοανατολική Ελλάδα, που λέγεται Άθως. Ο Άθως είναι αποκλεισμένος από την υπόλοιπη χώρα με έναν μακρύ φράχτη και ο μόνος τρόπος να φτάσεις εκεί είναι με πλοίο, γεγονός που δίνει στη χερσόνησο μια αίσθηση νησιού. Στη χερσόνησο αυτή δεν επιτρέπονται γυναίκες ― δεν επιτρέπεται κανένα θηλυκό ζώο, για την ακρίβεια, εκτός από γάτες. Η επίσημη εκδοχή αποδίδει την απαγόρευση στη διάθεση της εκκλησίας να τιμήσει την Παρθένο. Η ανεπίσημη στονσκανδαλισμό των μοναχών από τις γυναίκες επισκέπτες. Η απαγόρευση ισχύει εδώ και μια χιλιετία.
Έτσι εξηγούνται οι τσιρίδες του επόμενου πρωινού, καθώς το αρχαίο πορθμείο αφήνει το μώλο γεμάτο καλόγερους και προσκυνητές. Δεκάδες γυναίκες μαζεύονται εκεί και φωνάζουν με όλη τους τη δύναμη, αλλά οι τσιρίδες τους είναι τόσο καλές, που δεν είναι σαφές αν θρηνούν ή πανηγυρίζουν που δεν μπορούν να συνοδεύσουν τους άντρες τους. Η Όλγα μου είχε πει ότι μάλλον θα έπρεπε να κάνω ένα μέρος της διαδρομής προς το Βατοπαίδι με τα πόδια, και ότι όσους είχε δει να πηγαίνουν στο Άγιον Όρος συνήθως δεν κουβαλούσαν μαζί τους κάτι τόσο έντονα συνδεδεμένο με τον σύγχρονο υλικό κόσμο, όσο μια τσάντα με ρόδες. Ως εκ τούτου, όλα κι όλα που είχα μαζί μου ήταν μια πλαστική σακούλα για άπλυτα από το Eagles Palace με μια αλλαξιά, οδοντόβουρτσα και ένα μπουκαλάκι υπνωτικά χάπια.
Το πλοίο αγκομαχάει επί τρεις ώρες παραπλέοντας μια βραχώδη, θαμνόφυτη, αλλά κατά τα άλλα άγονη ακτή, σταματώντας για να ξεφορτώσει μοναχούς, προσκυνητές και εργάτες σε άλλα μοναστήρια. Η θέα του πρώτου μου κόβει την ανάσα. Δεν πρόκειται για κτίριο, αλλά για θέαμα: είναι σαν κάποιος να πήρε την Ασίζη ή το Τόντι ή κάποια άλλη παρόμοια κωμόπολη της κεντρικής Ιταλίας και να την φύτεψε σε μια παραλία στη μέση του πουθενά. Εκτός αν ξέρεις τι να περιμένεις στο Άγιον Όρος ―εδώ και μία χιλιετία η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία το θεωρεί το ιερότερο μέρος της γης, και έχει απολαύσει επί μεγάλο διάστημα μια συμβιωτική σχέση με τους βυζαντινούς αυτοκράτορες―, αυτά τα μέρη σε σοκάρουν. Δεν αποπνέουν καμιά σεμνότητα• είναι μεγαλοπρεπή, περίπλοκα και στολισμένα, και προφανώς σε κάποια σχέση ανταγωνισμού μεταξύ τους. Τα παλιά χρόνια οι πειρατές τα κούρσευαν τακτικά και είναι φανερό το γιατί: θα ήταν ντροπή να τα αφήσει άθικτα ένας πειρατής.
Υπάρχουν πολλά μέρη στον κόσμο που δεν τρέχει τίποτε αν δεν μιλάς ελληνικά. Η Αθήνα είναι ένα από αυτά. Το αγιορείτικο φέρι δεν είναι. Με σώζει ένας αγγλομαθής νέος άντρας, ο οποίος, στο ανεξάσκητο μάτι μου μοιάζει σαν ένας ακόμη καλόγερος: μακριά σκούρα ράσα, μακριά ατημέλητη γενειάδα, και μια διάχυτη ψυχρότητα που εξατμίζεται μόλις διατρηθεί. Με βλέπει να έχω έναν χάρτη με σχεδιάκια των μοναστηριών προσπαθώντας να καταλάβω πού πρέπει να κατεβώ απ’ το πλοίο, και μου συστήνεται. Λέγεται Καίσαρ και είναι ρουμάνος, γιός ενός αστυνομικού της αντικατασκοπείας επί εποχής Τσαουσέσκου. Με κάποιον τρόπο έχει διατηρήσει την αίσθηση του χιούμορ, που μετράει σαν θαύμα. Μου εξηγεί ότι αν ήξερα κάτι για οτιδήποτε, θα είχα καταλάβει ότι δεν είναι μοναχός, αλλά ένας ακόμη ρουμάνος ιερέας σε διακοπές. Είχε έρθει από το Βουκουρέστι με δυό τεράστια μπαούλα με ρόδες για να περάσει το καλοκαίρι σε κάποιο μοναστήρι. Την ιδέα του για τις ιδανικές διακοπές ―τρεις μήνες με ψωμί και νερό χωρίς ούτε θέα γυναίκας― οι εκτός Αγίου Όρους μάλλον θα την έβρισκαν κάπως στερημένη.
Ο Καίσαρ μου φτιάχνει έναν μικρό χάρτη για να φτάσω στο Βατοπαίδι και μου δίνει μια γενικότερη ιδέα της περιοχής. Και μόνο το ότι δεν έχω γενειάδα δείχνει ότι δεν είμαι πολύ άγιος άνθρωπος, μου εξηγεί, αν βέβαια δεν με προδώσει πριν απ’ αυτό το μοβ Brooks Brothers πουκάμισό μου. “Πάντως είναι συνηθισμένοι στους επισκέπτες”, είπε, “οπότε μάλλον δεν θα έχεις πρόβλημα”. Ύστερα σταματάει και ρωτάει “ποιά είναι η θρησκεία σου;”
― “Δεν έχω θρησκεία”
― “Πιστεύεις όμως στο θεό;”
― “Όχι”
Το σκέφτεται.
― “Τότε είμαι βέβαιος ότι δεν θα σε βάλουν μέσα”.
Αφήνει τη σκέψη να κατακάτσει κι ύστερα λέει. “Απ΄την άλλη βέβαια, πόσο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα για σένα;” λέει και γελάει.
Μια ώρα αργότερα κατεβαίνω από το φέρι κρατώντας τη σακούλα του Eagles Palace και τον μικρό χάρτη του Καίσαρα, ενώ αυτός εξακολουθεί να επαναλαμβάνει την ίδια του την ατάκα ― “πόσο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα για σένα;” ― και να γελάει πιο τρανταχτά κάθε φορά.
Ο καλόγερος που με συναντάει στην πύλη του Βατοπαιδιού ρίχνει μια ματιά στη σακούλα μου και μου δίνει ένα χαρτί να συμπληρώσω. Μια ώρα αργότερα και αφού προσπάθησα να υποκριθώ ότι βολεύτηκα στο περιέργως άνετο κελί μου, παρασυρμένος από ένα ποτάμι γενειοφόρων μοναχών περνάω την πόρτα της εκκλησίας. Φοβάμαι μήπως με πετάξουν έξω απ’ το μοναστήρι πριν καν πάρω χαμπάρι πού βρίσκομαι και κάνω ό,τι μπορώ για να μη δίνω στόχο. Ακολουθώ τους μοναχούς στην εκκλησία τους. Ανάβω κεριά και τα στριμώχνω σε ένα κουτάκι με άμμο. Κάνω το σταυρό μου ακατάπαυστα. Αεροφιλώ τα εικονίσματα. Κανένας δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για τον εμφανώς αλλοδαπό τύπο με το μοβ πουκάμισο, αν και, σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας, ένας χοντρός νεαρός καλόγερος που φέρνει κάπως στον Jack Black *, με κοιτάζει λες και παρέλειψα κάποιο βασικό κομάτι της εκπαίδευσης.
* ΣτΜ: ο Jack Black είναι αμερικανός κωμικός.
Κατά τα άλλα η εμπειρία ήταν συγκλονιστική και τη συνιστώ σε οποιονδήποτε θέλει να πάρει μια γεύση της ζωής του 10ου αιώνα. Κάτω από γιγαντιαίους απαστράπτοντες χρυσούς πολυελαίους και περιστοιχισμένοι από φρεσκογυαλισμένες εικόνες, οι μοναχοί τραγούδησαν. Οι μοναχοί έψαλλαν. Οι μοναχοί εξαφανίστηκαν πίσω από παραπετάσματα για να ψιθυρίσουν παράξενα ιερατικά λόγια. Οι μοναχοί κούνησαν κάτι που ακουγόταν σαν κουδουνάκια έλκηθρου. Οι μοναχοί αιωρήθηκαν κουνώντας θυμιατήρια που άφηναν στο διάβα τους καπνό και αρχαία μυρωδιά λιβάνου. Κάθε λέξη που έλεγαν, τραγουδούσαν και έψελναν ήταν βιβλικά ελληνικά (έμοιαζε να έχει να κάνει με τον Ιησού Χριστό), αλλά εγώ έγνεφα καταφατικά έτσι κι αλλιώς. Σταματούσα όταν σταματούσαν, καθόμουν όταν καθόταν: πηγαίναμε πάνω-κάτω σανσούστες επί ώρες. Η όλη εικόνα επετείνετο από τις υπέροχα ατημέλητες γενειάδες των μοναχών.
Ακόμη κι όταν αφήνονται στη φύση, οι γενειάδες δεν μεγαλώνουν όλες με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν τύποι και τύποι: η άπελπις πορώδης μάζα τριχών, η μυτερή τύπου Οσάμα-Μπιν-Λάντεν ή Ασσύριου βασιλέως, η φωλιά πτηνού τύπου Καρλ Μαρξ. Περιέργως, πολλοί από τους μοναχούς έμοιαζαν με τον πιο ενδιαφέροντα άνθρωπο του κόσμου από το διαφημιστικό σποτ τoy Dos Equis *, που “η γενειάδα του και μόνο είχε περισσότερες εμπειρίες από ό,τι ολόκληρο το σώμα ενός κοινού ανθρώπου.”
* ΣτΜ: αναφορά σε διαφημιστικό φιλμάκι μπύρας. http://www.youtube.com/watch?v=8Bc0WjTT0Ps
Οι καλόγεροι του Βατοπαιδιού έχουν τη φήμη ότι ξέρουν πολύ περισσότερα για σένα από όσα φαντάζεσαι ότι ξέρουν, και ότι διαισθάνονται όσα δεν ξέρουν. Η διευθύντρια μιας μεγάλης Ελληνικής εφοπλιστικής εταιρείας μου είπε ενώ δειπνούσαμε μαζί στην Αθήνα ότι πριν λίγο καιρό είχε ταξιδέψει στο αεροπλάνο δίπλα στον πατέρα Εφραίμ, ηγούμενο του Βατοπαιδιού (σε business class). “Ήταν πολύ παράξενη εμπειρία”, είπε. “Δεν ήξερε τίποτε για μένα και τα μάντεψε όλα. Τον γάμο μου. Το πώς ένιωθα για τη δουλειά μου. Ένιωσα ότι με ήξερε απόλυτα”. Μέσα στην εκκλησία τους είχα ακόμη αμφιβολίες για τις δυνάμεις τους ― στη μέση ενός τεράστιου εθνικού σκανδάλου άφησαν έναν ρεπόρτερ του Vanity Fair, αν και δεν συστήθηκε επίσημα, να εμφανιστεί, να κατασκηνώσει και να τριγυρνάει στο μοναστήρι τους χωρίς την παραμικρή ερώτηση.
Βγαίνοντας όμως από την εκκλησία, τελικά πιάστηκα: ένας γεματούλης καλόγερος με γκρίζα γενειάδα και δέρμα καφέ λαδί με πάει σε μια άκρη και μου συστήνεται ως πατήρ Αρσένιος.
Ελληνικές φόρμουλες
Στο μεγαλύτερο διάστημα του 80 και του 90 τα ελληνικά επιτόκια έτρεχαν με 10 μονάδες πάνω από τα γερμανικά, καθώς οι Έλληνες θεωρούνταν λιγότερο ικανοί να αποπληρώσουν το δάνειο.
Δεν υπήρχε καταναλωτική πίστη στην Ελλάδα: οι Έλληνες δεν είχαν πιστωτικές κάρτες. Συνήθως δεν είχαν ούτε στεγαστικά δάνεια. Προφανώς η Ελλάδα ήθελε να την μεταχειρίζονται οι αγορές σαν μια Βορειοευρωπαϊκή χώρα. Στα τέλη του 1990 βρήκε την ευκαιρία: θα πετούσαν το δικό τους νόμισμα για να υιοθετήσουν το ευρώ. Για να συμβεί αυτό έπρεπε να πιάσουν κάποιους εθνικούς στόχους και να αποδείξουν ότι ήταν ικανοί να είναι καλοί ευρωπαίοι πολίτες. Να αποδείξουν, εν τέλει, ότι δεν θα δημιουργούσαν χρέη που θα ήταν υποχρεωμένες να ξοφλήσουν οι άλλες χώρες της ευρωζώνης. Ειδικότερα έπρεπε να παρουσιάσουν έλλειμμα κάτω από 3% του ΑΕΠ και πληθωρισμό σε περίπου γερμανικά επίπεδα. Το 2000, μετά από μια δίνη στατιστικών ακροβασιών, η Ελλάδα έπιασε τους στόχους. Για να μειώσει το έλλειμμα η Ελληνική κυβέρνηση πέταξε έξω από τα βιβλία κάθε είδους έξοδα (συντάξεις, αμυντικές δαπάνες). Για να μειώσει τον πληθωρισμό πάγωσε τα τιμολόγια του ρεύματος, του νερού και άλλων αγαθών που είναι στα χέρια του κράτους, και χαμήλωσε τους φόρους σε καύσιμα, οινόπνευμα και καπνό. Οι επί των στατιστικών υπάλληλοι της ελληνικής κυβέρνησης έκαναν πράγματα όπως να βγάζουν τις (ακριβές) ντομάτες από τον δείκτη τιμών καταναλωτή τη μέρα που γινόταν η μέτρηση του πληθωρισμού. “Πηγαμε να δούμε τον μάγκα που δημιούργησε όλα αυτά τα νούμερα”, μου είπε ένας τέως αναλυτής Ευρωπαϊκών οικονομιών της Wall Street. “Δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε τα γέλια μας. Μας εξήγησε πώς έβγαζε έξω τα λεμόνια κι έβαζε μέσα τα πορτοκάλια. Ο δείκτης ήταν αποτέλεσμα τεράστιου ‘μασάζ’”.
Πρέπει να πούμε ότι ακόμη και τότε κάποιοι παρατηρητές σημείωσαν ότι τα ελληνικά νούμερα δεν βγαίνουν. Ένα τέως στέλεχος του ΔΝΤ που έγινε οικονομική σύμβουλος του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και στη συνέχεια αναλύτρια στην Salomon Brothers ονόματι Μιράντα Ξαφά, είχε σημειώσει το 1988 ότι το άθροισμα όλων των ελλειμμάτων των περασμένων 15 ετών ήταν ίσο με μόλις το μισό χρέος της Ελλάδος. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα είχε δανειστεί για να χρηματοδοτήσει τη λειτουργία της τα διπλά από όσα υποτίθεται ότι της έλειπαν. “Στη Salomon τον αποκαλούσαμε [τον επικεφαλής της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας] ‘Ταχυδακτυλουργό’ ”, λέει η Ξαφά, “επειδή είχε την ικανότητα να εξαφανίζει πληθωρισμούς, ελλείμματα και χρέη κάνοντας μαγικά”.
Το 2001 η Ελλάδα μπήκε στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση, άλλαξε τη δραχμή με το ευρώ, και πήρε Ευρωπαϊκή (διάβαζε Γερμανική) εγγύηση για το χρέος της. Οι Έλληνες μπορούσαν τώρα να δανείζονται μακροπρόθεσμα με περίπου τα ίδια επιτόκια που δανείζονταν οι Γερμανοί ― όχι 18%, αλλά 5%. Για να παραμείνουν στην ευρωζώνη έπρεπε, θεωρητικά, να κρατούν τα ελλείμματά τους κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Πρακτικά, όλο κι όλο που είχαν αν κάνουν ήταν να μαγειρεύουν τα βιβλία ώστε να πιάνουν δήθεν τους στόχους. Το 2001 μπήκε στο κόλπο και η Goldman Sachs, που ξεκίνησε μια σειρά φαινομενικά νόμιμων αλλά παρόλα αυτά κατάπτυστων μεθοδεύσεων προκειμένου να αποκρύψει τον πραγματικό ύψος του χρέους.
Για τις συναλλαγές αυτές η Goldman Sachs ―που σημειωτέον δάνεισε 1 δις δολάρια στην Ελλάδα― έβγαλε 300 εκ. δολάρια σε αμοιβές. Η μηχανή που επέτρεψε στην Ελλάδα να δανείζεται και να ξοδεύει κατά βούληση ήταν ανάλογη με τη μηχανή που δημιουργήθηκε για το ξέπλυμα των δανείων των Αμερικανικών subprimes ― και ο ρόλος του Αμερικανού επενδυτικού τραπεζίτη ήταν ακριβώς ο ίδιος. Οι επενδυτικοί τραπεζίτες έμαθαν στους Έλληνες πώς να μετατρέπουν σε αντισταθμίσματα τα μελλοντικά έσοδα της χώρας από τυχερά παιχνίδια, διόδια, τέλη χρήσης αεροδρομίων, ακόμη και από ευρωπαϊκά κονδύλια. Κάθε αναγνωρίσιμη πηγή μελλοντικών εσόδων ανταλλάσσονταν προκαταβολικά με μετρητά και ξοδευόταν. Όποιος έχει έστω λίγο μυαλό μπορεί να καταλάβει ότι οι Έλληνες μπορούσαν να κρύβουν την πραγματική κατάσταση της χώρας μόνο εφόσον (α) οι δανειστές θεωρούσαν ότι κάθε δάνειο προς την Ελλάδα ήταν σαν να δινόταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση (διάβαζε στη Γερμανία), και (β) κανείς εκτός Ελλάδος δεν έδινε σημασία. Εντός Ελλάδος έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση αποκάλυψης, αφού βασικά όλοι ήταν στο κόλπο.
Όλα αυτά άλλαξαν στις 4 Οκτωβρίου πέρισυ, όταν ανατράπηκε η Ελληνική κυβέρνηση. Ένα σκάνδαλο έριξε την προηγούμενη κυβέρνηση και έστειλε τον πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή να φτιάξει βαλίτσες, γεγονός που δεν αποτελούσε έκπληξη. Η έκπληξη ήταν η φύση του σκανδάλου. Στα τέλη του 2008 έσκασε μια ιστορία ότι η Μονή Βατοπαιδίου είχε αποκτήσει μια λίμνη χωρίς ιδιαίτερη αξία και την αντάλλαξε για πολύ ακριβότερη κρατική γη. Ήταν ασαφές πώς τα κατάφεραν οι μοναχοί ― όλοι υπέθεταν ότι πλήρωσαν κάποιο σούπερ μπαξίσι σε κάποιον κυβερνητικό αξιωματούχο. Καμιά δωροδοκία δεν ανιχνεύθηκε, αλλά δεν είχε σημασία. Η φασαρία που ακολούθησε καθόρισε τα ελληνικά πολιτικά πράγματα για τον επόμενο χρόνο. Το σκάνδαλο του Βατοπαιδίου καταγράφηκε στην ελληνική κοινή γνώμη όπως τίποτε άλλο. “Δεν είχαμε ξαναδεί τέτοια μετακίνηση στις δημοσκοπήσεις σαν αυτό που είδαμε όταν ξέσπασε το σκάνδαλο”, μου είπε ο αρχισυντάκτης μιας από τις μεγαλύτερες ελληνικές εφημερίδες. “Χωρίς το Βατοπαίδι ο Καραμανλής εξακολουθεί να είναι πρωθυπουργός και όλα είναι όπως πριν.” Ο Δημήτρης Κοντομηνάς, δισεκατομμυριούχος ιδρυτής μιας Ελληνικής ασφαλιστικής εταιρείας και ιδιοκτήτης του καναλιού που έφερε στο φως το σκάνδαλο του Βατοπαιδίου, μου το έθεσε πιο ωμά: “Οι καλόγεροι του Βατοπαιδιού έφεραν στην εξουσία τον Γιώργο Παπανδρέου.”
Μόλις το νέο κόμμα (το υποτίθεται σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ) αντικατέστησε το παλιό κόμμα(την υποτίθεται συντηρητική ΝΔ), βρήκε τόσο λιγότερα χρήματα στα ταμεία σε σχέση με το τι περίμενε, που αποφάσισε ότι δεν είχε άλλη διέξοδο από το να τη βγάλει καθαρή. Ο πρωθυπουργός ανεκοίνωσε ότι τα ελλείμματα της χώρας είχαν υποτιμηθεί πολύ και ότι θα έπαιρνε λίγο χρόνο μέχρι να προσδιορίσουν τα σωστά νούμερα. Συνταξιοδοτικά ταμεία, funds που επενδύουν σε διεθνή ομόλογα, και διάφορα άλλα είδη επενδυτών που αγόραζαν Ελληνικά ομόλογα, έχοντας δει κάμποσες Αμερικανικές και Βρετανικές τράπεζες να χρεωκοπούν και ξέροντας την εύθραυστη κατάσταση πολλών ευρωπαϊκών τραπεζών, πανικοβλήθηκαν. Τα νέα, υψηλότερα επιτόκια που ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει η Ελλάδα, άφησαν τη χώρα ― που χρειαζόταν τεράστια δάνεια για να χρηματοδοτήσει τη λειτουργία της ― πρακτικά χρεωκοπημένη. Μπήκε μέσα το ΔΝΤ για να εξετάσει τα ελληνικά βιβλία πιο προσεκτικά και ταυτόχρονα εξατμίστηκαν και οι τελευταίες σταγόνες αξιοπιστίας της χώρας. “Πώς γίνεται ένα μέλος της ευρωζώνης να λέει ότι έχει έλλειμμα 3% του ΑΕΠ ενώ έχει 15%;” ρωτάει ένα ανώτερο στέλεχος του ΔΝΤ.
“Πώς μπορέσατε να κάνετε τέτοιο πράγμα;”
Προς το παρόν το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα ασχολείται με το αν οι Έλληνες τελικά θα χρεωκοπήσουν. Υπάρχουν στιγμές που μοιάζει να είναι το μόνο ουσιαστικό ερώτημα, αφού, αν η Ελλάδα απομακρυνθεί από τα 400 δις δολάρια χρέους, τότε οι Ευρωπαϊκές τράπεζες που δανείζουν τα χρήματα θα βουλιάξουν και ενδέχεται να ακολουθήσουν και άλλες χώρες (Ισπανία,
Πορτογαλία) που τώρα φλερτάρουν με τη χρεωκοπία. Αλλά το ερώτημα αν η Ελλάδα θα ξεπληρώσει τα χρέη της είναι το ίδιο σαν να ρωτάμε αν η Ελλάδα θα αλλάξει κουλτούρα, κι αυτό θα γίνει μόνο αν οι Έλληνες θελήσουν να αλλάξουν. Με έχουν ρωτήσει 50 φορές αν μου έχουν πει ποτέ ότι αυτό που ενδιαφέρει τους Έλληνες, αυτό που κάνει το αίμα τους να βράζει, είναι το αίσθημα της αδικίας. Προφανώς σ’ αυτό δεν διαφέρουν από κανέναν άλλο άνθρωπο του πλανήτη, αλλά έχει ενδιαφέρον το τι θεωρούν άδικο οι Έλληνες. Δεν είναι η διαφθορά του πολιτικού τους συστήματος. Δεν είναι που κλέβουν την εφορία ή παίρνουν τα δωράκια τους ενώ υπηρετούν στο δημόσιο. Όχι. Αυτό που τους καίει είναι όταν έρχεται κάποιος εξωτερικός ―κάποιος εμφανώς διαφορετικός απ’ αυτούς, με κίνητρα πέρα από το στενό και ευνόητο προσωπικό συμφέρον― και εκμεταλλεύεται τη διαφθορά του συστήματός τους. Να περάσουν οι καλόγεροι.
Μια από τις πρώτες κινήσεις που έκανε ο νέος Υπουργός Οικονομικών ήταν να υποβάλει αγωγή κατά της Μονής Βατοπαιδίου, ζητώντας την επιστροφή της κρατικής περιουσίας και αποζημιώσεις. Μια από τις πρώτες δουλειές της νέας Βουλής ήταν να ανοίξει δεύτερη έρευνα για την υπόθεση του Βατοπαιδίου, προκειμένου να βρει πώς ακριβώς κατάφεραν οι καλόγεροι το ωραίο
αυτό ντηλ. Ο μοναδικός αξιωματούχος που ζορίστηκε ―του πήραν το διαβατήριο και δεν μπήκε φυλακή μόνο επειδή πλήρωσε εγγύηση 400.000 ευρώ― είναι ο Γιάννης Αγγέλου, βοηθός του πρώην πρωθυπουργού που κατηγορείται ότι βοήθησε τους μοναχούς.
Σε μια κοινωνία που υπέστη κάτι σαν ολική ηθική κατάρρευση, οι μοναχοί της κατά κάποιον τρόπο είχαν γίνει ο μόνος καθολικά αποδεκτός στόχος ηθικής οργής. Κάθε δεξιόστροφος Έλληνας πολίτης είναι ακόμη έξαλλος μαζί τους και με όσους τους βοήθησαν, και, παρόλα αυτά, κανείς ακόμη δεν ξέρει τι ακριβώς έκαναν ή γιατί.
Καλογερίστικες μπίζνες
Ο πατήρ Αρσένιος δείχνει να είναι προχωρημένα πενήντα, αν και κανείς δεν ξέρει ― οι γενειάδες τους μεγαλώνουν όλους καμιά 20αριά χρόνια. Είναι όσο διάσημος μπορεί να είναι ένας μοναχός: δεν υπάρχει κανείς στην Αθήνα που να μην τον ξέρει. Το κορυφαίο νούμερο 2, ο οικονομικός διευθυντής, ο πραγματικός εγκέφαλος της επιχείρησης. “Αν κάνουν τον Αρσένιο υπεύθυνο της δημόσιας περιουσίας”, μου λέει ένας γνωστός Έλληνας μεσίτης, “η χώρα αυτή θα γίνει σαν το Ντουμπάι πριν από την κρίση”. Αν διάκεισαι ευμενώς προς τους μοναχούς, ο πατήρ Αρσένιος είναι ο έμπιστος βοηθός που καθιστά εφικτή την θαυματουργή ηγουμενία του πατρός Εφραίμ. Αν όχι, τότε ο Αρσένιος είναι ο Τζεφ Σκίλινγκ και ο Εφραίμ ο Κένεθ Λέι. **
** ΣτΜ: οι δύο κορυφαίοι πρωταγωνιστές του σκανδάλου Enron .
Του λέω ποιός είμαι και τι κάνω ― και επίσης ότι πέρασα τις προηγούμενες μέρες παίρνοντας συνεντεύξεις από πολιτικούς στην Αθήνα. Χαμογελάει αυθεντικά: είναι χαρούμενος που ήρθα! “Οι πολιτικοί ερχόταν όλοι εδώ”, λέει, “αλλά δεν έρχονται πια εξαιτίας του σκανδάλου. Φοβούνται μήπως τους πάρει κανένα μάτι μαζί μας!”.
Με συνοδεύει στην τραπεζαρία και με βάζει σε μια θέση που μοιάζει να είναι το τραπέζι του τιμώμενου επισκέπτη, ακριβώς δίπλα στο τραπέζι με τους κορυφαίους της μονής. Στην κεφαλή αυτού του τραπεζιού κάθεται ο πατήρ Εφραίμ και ο Αρσένιος δίπλα του.
Τα περισσότερα από αυτά που τρών οι μοναχοί τα καλλιεργούν οι ίδιοι λίγο πιο πέρα από την τραπεζαρία. Βαριά ασημένια μπολ είναι γεμάτα με ωμά, ολόκληρα κρεμμύδια, πράσινα φασόλια, αγγούρια, ντομάτες και παντζάρια. Ένα άλλο μπολ περιέχει ψωμί φτιαγμένο από τους μοναχούς από δικό τους στάρι. Υπάρχει μια κανάτα με νερό και, για επιδόρπιο, κάτι σαν αραιό σορμπέ πορτοκαλιού με σκούρα κερήθρα που αφαιρέθηκε πρόσφατα από κάποια κυψέλη. Αυτό είναι όλο. Αν ήμασταν σε κάποιο εστιατόριο στο Μπέρκλεϊ, οι άνθρωποι θα γιόρταζαν την ένδοξη αυτοεπιβεβαίωση της κατανάλωσης τοπικών προϊόντων. Εδώ η τροφή μοιάζει απλώς απλή. Οι καλόγεροι τρώνε σαν μοντέλα πριν τη φωτογράφηση. Δυό φορές τη μέρα τις τέσσερις μέρες, και μια φορά τις άλλες τρεις: έντεκα γεύματα, όλα πάνω-κάτω σαν αυτό. Γεγονός που εγείρει το ερώτημα: πώς γίνεται κάποιοι απ’ αυτούς να είναι χοντροί; Οι περισσότεροι, ίσως οι 100 στους 110, είναι σαν τη δίαιτά τους: παραπάνω κι από λεπτοί. Στενοί. Αλλά κάποιοι λίγοι, μεταξύ των οποίων και τα δύο αφεντικά, έχουν ένα φάρδος που δεν δικαιολογείται από τα έντεκα ψευτογεύματα ωμών κρεμμυδιών και αγγουριών, όση κερήθρα και να μασάνε μαζί με το φαΐ.
Μετά το δείπνο οι μοναχοί γυρνούν στην εκκλησία, όπου θα παραμείνουν ψέλνοντας και τραγουδώντας και σταυρώνοντας και ραίνοντας λιβάνια μέχρι τη μία το πρωί. Ο Αρσένιος με αρπάζει και με πάει βόλτα. Περνάμε βυζαντινά παρεκκλήσια και ανεβαίνουμε βυζαντινές σκάλες μέχρι που φτάνουμε σε μια πόρτα μιας μακριάς βυζαντινής αίθουσας φρεσκοβαμμένης, αλλά αλλιώς παλιάς: στο γραφείο του. Πάνω στο γραφείο υπάρχουν δύο υπολογιστές και πίσω του ένα ολοκαίνουριο πολυμηχάνημα, φαξ και εκτυπωτής. Πάνω του ένα κινητό και ένα τεράστιο βάζο με χάπια βιταμίνης C. Οι τοίχοι και το πάτωμα λάμπουν σαν καινούρια. Τα ντουλάπια γεμάτα σειρές απο ντοσιέ με τρία δαχτυλίδια. Μόνη ένδειξη ότι δεν βρίσκομαι σε κανονικό γραφείο του 2010 είναι ένα εικόνισμα πάνω στο γραφείο. Πέραν αυτού, αν έβαζες αυτό το γραφείο δίπλα-δίπλα με εκείνο του υπουργού οικονομικών και ρωτούσες σε ποιό κάθεται ο καλόγερος, το μυαλό σου δεν θα πήγαινε σε αυτό εδώ.
“Υπάρχει περισσότερη πνευματική δίψα σήμερα”, λέειόταν τον ρωτώ γιατί το μοναστήρι προσέλκυσε τόσο πολλούς σημαντικούς ανθρώπους από τις μπίζνες και την πολιτική. “Είκοσι ή τριάντα χρόνια πριν δίδασκαν ότι όλα τα προβλήματα θα τα λύσει η επιστήμη. Υπάρχουν τόσα υλικά πράγματα κι όμως δεν ικανοποιούν. Οι άνθρωποι έχουν κουραστεί με τις υλικές απολαύσεις και τα υλικά πράγματα. Και συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να βρουν στ’ αλήθεια την επιτυχία σ’ αυτά τα πράγματα”. Και μ’ αυτά τα λόγια πιάνει το τηλέφωνο και παραγγέλνει ποτά και επιδόρπιο. Σε λίγο έρχεται ένας ασημένιος δίσκος με γλυκά και ποτήρια με κάτι σανλικέρ κρέμα μέντας.
Έτσι ξεκίνησε η τρίωρη συνάντηση. Ρωτούσα απλές ερωτήσεις ― Γιατί γίνεται κανείς μοναχός; Πώς ζείτε χωρίς γυναίκες; Πώς γίνεται άνθρωποι που περνούν 10 ώρες τη μέρα στην εκκλησία να βρίσκουν χρόνο να δημιουργήσουν αυτοκρατορίες ακινήτων; Πού βρέθηκε η κρέμα μέντας;― κι αυτός απαντούσε με εικοσάλεπτα λογύδρια, μέσα στα οποία βρισκόταν κάπου χωμένη μια απλή απάντηση. (Για παράδειγμα: “Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά πράγματα που είναι ωραιότερα από το σεξ”). Καθώς έλεγε τις ιστορίες του, χειρονομούσε και πήγαινε πέρα-δώθε και χαμογελούσε και γελούσε: αν ο πατήρ Αρσένιος αισθάνεται ένοχος για κάτι, έχει ένα σπάνιο ταλέντο να το κρύβει. Όπως και πολλοί άλλοι που ήρθαν στο Βατοπαίδι, δεν ήμουν και τόσο σίγουρος για το τι έψαχνα. Ήθελα να δω αν έμοιαζε σαν βιτρίνα κάποιας οικονομικής αυτοκρατορίας (δεν μοιάζει) ή αν οι καλόγεροι έμοιαζαν ανειλικρινείς (καθόλου). Αλλά επίσης αναρωτιό-
μουν πώς μια παρέα παράξενων τύπων που παράτησαν τα εγκόσμια είχαν τέτοια ικανότητα να τα βγάζουν πέρα μέσα στον υλικό κόσμο. Πώς γίνεται να προβάλλονται οι καλόγεροι ως η καλύτερη πιθανότητα της Ελλάδας σε ένα case study του Harvard Business Review;
Αφού πέρασαν περίπου δύο ώρες, βρίσκω τελικά το θράσος να τον ρωτήσω. Προς έκπληξή μου, με παίρνει στα σοβαρά. Μου δείχνει μια ταμπέλα που κόλλησε σε ένα από τα ερμάριά του και μου τη μεταφράζει από τα ελληνικά: ο έξυπνος αποδέχεται, ο ανόητος επιμένει.
Το κατάλαβε, λέει, σε ένα ταξίδι του στο Υπουργείο τουρισμού. “Αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας παντού στον κόσμο κι όχι ειδικά στο μοναστήρι”, λέει και συνεχίζει περιγράφοντας σχεδόν λέξη προς λέξη τον πρώτο κανόνα της αυτοσχεδιαζόμενης κωμωδίας, που βρίσκει εφαρμογή σε κάθε πετυχημένο συλλογικό εγχείρημα. Άδραξε ό,τι σου πετούν και αξιοποίησέ το. “Ναι … και” αντί για “όχι … αλλά”. “Ο ανόητος είναι δέσμιος της υπερηφάνειας του”, λέει. “Όλα πρέπει να γίνονται όπως θέλει αυτός. Το ίδιο ισχύει και για τους απατεώνες ή όσους σφάλλουν: πάντα θέλουν να δικαιολογούνται. Όποιος είναι εξαιρετικός ως προς την πνευματικότητά του, είναι ταπεινός. Δέχεται αυτά που του λένε οι άλλοι, επικρίσεις, ιδέες, και τα αξιοποιεί”.
Μόλις παρατηρώ ότι τα παράθυρά του ανοίγουν σε ένα μπαλκόνι που ατενίζει το Αιγαίο. Οι μοναχοί δεν επιτρέπεται να κολυμπούν στη θάλασσα. Δεν ρώτησα ποτέ γιατί. Έχτισαν ένα παραθαλάσσιο σπίτι κι ύστερα απαγόρευσαν την παραλία. Παρατηρώ επίσης ότι είμαι ο μόνος που έφαγε τα γλυκά και ήπιε την κρέμα μέντας. Μου φαίνεται ότι μόλις κόπηκα σε κάποιο τεστ της ικανότητάς μου να αντισταθώ στον πειρασμό.
“Ολόκληρη η κυβέρνηση λέει ότι είναι θυμωμένη μαζί μας”, λέει, “αλλά εμείς δεν έχουμε τίποτε. Δουλεύουμε για άλλους. Οι Ελληνικές εφημερίδες μας λένε εταιρεία. Αλλά σε ρωτώ, Μάικλ, ποιά εταιρεία έχει κρατήσει μια χιλιετία;”
Τη στιγμή εκείνη εμφανίζεται ο πατήρ Εφραίμ από το πουθενά. Στρογγυλός, με ροδοκόκκινα μάγουλα και άσπρη γενειάδα είναι φτυστός ο Αγιος Βασίλης. Έχει μέχρι και μια ρυτίδα στο μάτι του. Μερικούς μήνες πριν είχε συρθεί ενώπιον του Ελληνικού Κοινοβουλίου για να καταθέσει. Ένας από τους ανακριτές είπε ότι η Ελληνική κυβέρνηση λειτούργησε με απίστευτη αποτελεσματικότητα όταν αντάλλαξε τη λίμνη του Βατοπαιδίου με τα εμπορικά ακίνητα του Υπουργείου Γεωργίας. Ρώτησε τον Εφραίμ πώς το έκαναν.
―“Πιστεύετε στα θαύματα;” είχε απαντήσει ο Εφραίμ.
―“Αρχίζω να πιστεύω” είπε ο Έλληνας βουλευτής.
Καθώς συστηνόμαστε, ο Εφραίμ γραπώνει το χέρι μου και το κρατάει για πολλή ώρα. Νομίζω ότι θα με ρωτήσει τι δώρο θέλω για τα Χριστούγεννα, αλλά ανταυτού ρωτάει “ποιά είναι η θρησκεία σου;” “Επισκοπικός”, πετάω. Γνέφει. Σκέφτεται: μπορούσε να είναι χειρότερα; μάλλον είναι χειρότερα. “Είσαι παντρεμένος;” ρωτάει. “Ναι.” “Παιδιά έχεις;” Γνέφω καταφατικά. Σκέφτεται: αυτό μπορώ να το αξιοποιήσω. Ρωτάει τα ονόματά τους…
Σημειώσεις για ένα σκάνδαλο
Η δεύτερη κοινοβουλευτική έρευνα για την υπόθεση Βατοπαιδίου ξεκινάει τώρα και κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να προκύψει. Πάντως, τα κύρια γεγονότα της υπόθεσης δεν αμφισβητούνται. Το βασικό ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι τα κίνητρα των μοναχών και των δημόσιων λειτουργών που τους βοήθησαν. Στα τέλη του 80 το Βατοπαίδι ήταν απόλυτο ερείπιο ― ένας σωρός πέτρες όπου έτρεχαν πέρα-δώθε τα ποντίκια. Οι τοιχογραφίες ήταν μαυρισμένες. Τα εικονίσματα απεριποίητα. Υπήρχαν καμιά δεκαριά καλόγεροι που περιφέρονταν στις αρχαίες πέτρες, αλλά ήταν αυτόνομοι και ανοργάνωτοι. Κατά το εκκλησιαστικό λεξιλόγιο, το μοναστήρι ήταν “ιδιόρρυθμο” ― που ουσιαστικά σημαίνει ότι η αναζήτηση της πνευματικής ικανοποίησης γινόταν στη βάση του ‘καθένας για την πάρτη του’. Δεν υπήρχε αρχηγός. Δεν είχαν συλλογικό σκοπό. Η σχέση τους με το μοναστήρι τους ήταν, με άλλα λόγια, όπως η σχέση του Έλληνα πολίτη με το κράτος του.
Όλα αυτα άλλαξαν στις αρχές του 90 όταν μια ομάδα δραστήριων νέων Ελληνοκύπριων μοναχών από κάποιο άλλο μέρος του Άθω, υπό την καθοδήγηση του πατρός Εφραίμ, είδε μια ευκαιρία ανακαίνισης: ένα φανταστικό φυσικό περιουσιακό στοιχείο που είχε υποστεί απίστευτη κακοδιαχείριση. Ο Εφραίμ αποδύθηκε στο να μαζέψει χρήματα για να επαναφέρει το Βατοπαίδι στη πρότερη δόξα του. Έγινε βεντούζα στην Ευρωπαϊκή Ένωση για πολιτιστικά κονδύλια. Έκανε κολλητιλίκια με Έλληνες λεφτάδες που ήθελαν συγχώρεση. Καλλιέργησε φιλίες με σημαντικούς πολιτικούς. Σε όλα αυτά επέδειξε απίστευτο θράσος. Για παράδειγμα, όταν ένας διάσημος Ισπανός τραγουδιστής επισκέφτηκε το Βατοπαίδι και άρχισε να ενδιαφέρεται, μετέτρεψε αυτό το ενδιαφέρον σε ακρόαση με κυβερνητικούς αξιωματούχους από την Ισπανία. Τους είπαν ότι είχε γίνει μια απίστετη αδικία: τον 14ο αιώνα κάτι Καταλανοί μισθοφόροι που είχαν κάποιο θέμα με τον βυζαντινό αυτοκράτορα, επέδραμαν στο Βατοπαίδι και προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές. Το μοναστήρι πήρε 240 χιλ. δολάρια από τους αξιωματούχους.
Ένα μέρος της στρατηγικής του Εφραίμ ήταν προφανώς να επαναφέρει το Βατοπαίδι σε αυτό που ήταν στα περισσότερα βυζαντινά χρόνια: μια μονή με παγκόσμια επιρροή. Αυτό το διαφοροποιούσε και από τη χώρα μέσα στην οποία τύχαινε να βρίσκεται. Παρά την είσοδο της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα παρέμενε μια κλειστή οικονομία. Είναι αδύνατον να αγγίξουμε με ένα δάχτυλο την πηγή όλων των προβλημάτων της χώρας, αλλά, αν τα αγγίζαμε με το χέρι, ένα δάχτυλο οπωσδήποτε θα βρισκόταν στον απομονωτισμό της. Ένα σωρό πράγματα που κάποιοι άλλοι τα κάνουν καλύτερα, οι Έλληνες τα κάνουν μόνοι τους. Κάθε είδους σχέσεις με άλλες χώρες, στις οποίες θα μπορούσαν να εμπλακούν με το αζημίωτο, απλώς δεν συμβαίνουν. Σ’αυτή τη γενική εικόνα, η Μονή Βατοπαιδίου αποτελούσε ηχηρή εξαίρεση: καλλιεργούσε σχέσεις με τον έξω κόσμο. Η διασημότερη σχέση μέχρι που έσκασε το σκάνδαλο ήταν με τον πρίγκηπα Κάρολο που είχε επισκεφτεί το Βατοπαίδι τρία καλοκαίρια στη σειρά και έμενε μία βδομάδα κάθε φορά.
Οι σχέσεις με τους πλούσιους και διάσημους ήταν απαραίτητες καθώς το Βατοπαίδι επεδίωκε κυβερνητικές χρηματοδοτήσεις και αποζημιώσεις για επιδρομές, αλλά επίσης για τον τρίτο πυλώνα της στρατηγικής της νέας διευθυντικής του ομάδας: τα ακίνητα. Μακράν η ευφυέστερη κίνηση που έκανε ο πατήρ Εφραίμ ήταν να μαζεύει χαρτιά από τον παλιό πύργο όπου κρατούσαν τα βυζαντινά χειρόγραφα, ανέγγιχτα επί δεκαετίες. Μέσα στους αιώνες, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες είχαν χαρίσει με τίτλους στο Βατοπαίδι διάφορες γαίες, κυρίως στη σημερινή Ελλάδα και Τουρκία. Πριν έρθει ο Εφραίμ, η Ελληνική κυβέρνηση είχε πάρει πίσω το μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιουσίας, αλλά έμενε ένας τίτλος, ένα χρυσόβουλο του 14ου αιώνα, με το οποίο ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος μεταβίβαζε μια λίμνη στη βόρεια Ελλάδα.
Όταν ο Εφραίμ ανακάλυψε τον τίτλο στις κρύπτες του Βατοπαιδιού, η λίμνη ήταν ήδη χαρακτηρισμένη ως προστατευόμενος υγροβιότοπος. Κι ύστερα ξαφνικά, το 1988, δεν ήταν πια: κάποιος άφησε τον χαρακτηρισμό να εκπνεύσει. Λίγο μετά οι καλόγεροι απέκτησαν πλήρη τίτλο ιδιοκτησίας στη λίμνη.
Πίσω στην Αθήνα, έψαξα και βρήκα τον Πέτρο Δούκα, τον αξιωματούχο του Υπουργείου Οικονομικών που πρώτον διπλάρωσαν οι καλόγεροι του Βατοπαιδιού. Ο Δούκας βρίσκεται τώρα στο κέντρο δύο κοινοβουλευτικών ερευνών, αλλά ήταν, περιέργως, το μόνο πρόσωπο που ήταν στην κυβέρνηση και ήθελε να μιλήσει ανοιχτά για το τι είχε συμβεί. (Δεν ήταν γενημμένος Αθηναίος αλλά Σπαρτιάτης, αλλά αυτό μάλλον είναι άλλη ιστορία) Αντίθετα με τους περισσότερους κυβερνητικούς αξιωματούχους, ο Δούκας δεν ήταν εκεί για καριέρα. Είχε κάνει όλη του την περιουσία στον ιδιωτικό τομέα, μέσα και έξω από την Ελλάδα, και ύστερα, το 2004, του ζήτησε ο πρωθυπουργός να αναλάβει ένα πόστο στο Υπουργείο οικονομικών. Ήταν τότε 52 ετών έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του ως τραπεζίτης στη Citigroup στη Νέα Υόρκη. Ήταν ψηλός, ξανθός, φωνακλάς, ωμός και αστείος. Ο Δούκας ήταν αυτός που ήταν υπεύθυνος για το μακροπρόθεσμο χρέος της Ελλάδος. Παλιά, όταν τα επιτόκια ήταν χαμηλά, και κανείς δεν έβλεπε κανέναν κίνδυνο στο να δανείσει την Ελλάδα, έπεισε τους ανωτέρους του να εκδώσουν 40ετή και 50ετή ομόλογα. Ύστερα οι Ελληνικές εφημερίδες βγήκαν με πρωτοσέλιδα να τον κατασπαράξουν (Ο ΔΟΥΚΑΣ ΥΠΟΘΗΚΕΥΕΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΑΣ), αλλά η κίνησή του ήταν εξαιρετικά έξυπνη. Τα 18 δις δολάρια των μακροπρόθεσμων ομολόγων σήμερα εξαργυρώνονται με 50 σεντς στο δολάριο, πράγμα που σημαίνει ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να αγοράσει το χρέος της στην ελεύθερη αγορά. “Τους έβγαλα 9 δις δολάρια κέρδος” λέει ο Δούκας γελώντας. “Θα ‘πρεπε να μου δώσουν μπόνους.”
Όχι πολύ αφότου ο Δούκας ξεκίνησε στη νέα του θέση, δυο καλόγεροι εμφανίστηκαν στο γραφείο του στο Υπουργείο οικονομικών χωρίς ραντεβού. Ο ένας ήταν ο πατήρ Εφραίμ, για τον οποίο ο Δούκας είχε ακουστά. Ο άλλος, άγνωστος στον Δούκα, αλλά εμφανώς ο εγκέφαλος της υπόθεσης, ήταν ένας τύπος που τον έλεγαν πατέρα Αρσένιο. Είχαν αυτή τη λίμνη, είπαν, και ηθελαν να την αγοράσει το Υπουργείο οικονομίας και να τους δώσει τα χρήματα. “Κάποιος τους είχε δώσει πλήρη ιδιοκτησία της λίμνης” λέει ο Δούκας “και τώρα ήθελαν να την εξαργυρώσουν. Ήρθαν σε μένα και μου είπαν ‘Μπορείτε να μας εξαγοράσετε;’ .” Πριν τη συνάντηση ο Δούκας διαισθάνθηκε ότι είχαν έρθει πολύ καλά διαβασμένοι. “Πριν έρθουν να σε δουν ξέρουν πολλά για σένα ― τη γυναίκα σου, τους γονείς σου, το πόσο πιστεύεις”, είπε. “Το πρώτο πράγμα που με ρώτησαν ήταν αν ήθελα να εξομολογηθώ”. Ο Δούκας αποφάσισε ότι θα ήταν μάλλον ανόητο να πει στους μοναχούς τα μυστικά του. Ανταυτού τους είπε ότι δεν θα τους δώσει χρήματα για τη λίμνη τους ― την οποία ακόμη δεν είχε καταλάβει πώς έφτασαν να κατέχουν.
“Έδειχναν να πιστεύουν ότι έχω τόσα λεφτά για ξόδεμα”, λέει ο Δούκας. “Τους είπα, ‘Κοιτάξτε, αντίθετα με το τι νομίζει ο κόσμος, το Υπουργείο Οικονομικών δεν έχει χρήματα.’ Κι εκείνοι είπαν ‘Ωραία, αφού δεν μπορείτε να μας εξαγοράσετε, δώστε μας μερικά από τα κτήματά σας’ .”
Αυτή ήταν η σωστή στρατηγική: να ανταλλάξεις τη λίμνη, που δεν φέρνει κανένα έσοδο, με άλλα κρατικά ακίνητα που δίνουν ενοίκια. Με κάποιον τρόπο οι καλόγεροι έπεισαν τους κυβερνητικούς ότι η γη γύρω από τη λίμνη άξιζε πολύ περισσότερο από τα 55 εκ ευρώ, που ήταν το αποτέλεσμα μιας μεταγενέστερης ανεξάρτητης εκτίμησης, και χρησιμοποίησαν αυτό το μεγαλύτερο νούμερο για να ζητήσουν κρατικά κτήματα αξίας 1 δις ευρώ. Ο Δούκας αρνήθηκε να τους δώσει οτιδήποτε από τα ακίνητα που ήλεγχε το Υπουργείο οικονομίας, αξίας περίπου 250 δις ευρώ. (“Ούτε με σφαίρες”, λέει ότι τους απάντησε.) Οι καλόγεροι πήγαν στην πηγή της επόμενης πιο αποδοτικής γης, στα χωράφια και τα δάση του Υπουργείου Γεωργίας. Ο Δούκας θυμάται “Με πήρε στο τηλέφωο ο υπουργός Γεωργίας και μου είπε ‘Τους δίνουμε όλα αυτά τα κτήματα αλλά δεν φτάνουν. Δεν βάζεις κι εσύ κανένα από τα δικά σου;’ ” Μετά την εκ νέου άρνησή του, ο Δούκας έλαβε ένα τηλεφώνημα από το γραφείο του πρωθυπουργού. Αρνήθηκε και πάλι. Ύστερα έλαβε ένα έγγραφο που έλεγε ότι παραχωρεί στους μοναχούς κρατική γη και το μόνο που είχε να κάνει ήταν να το υπογράψει. “Είπα, ‘Πάτε στο διάολο! Δεν το υπογράφω.’ “Και δεν το υπέγραψε, τουλάχιστον όχι στην αρχική μορφή του. Αλλά από το γραφείο του πρωθυπουργού τον πίεζαν. Ο Δούκας πίστευε ότι οι καλόγεροι κάπως είχαν στο χέρι τον διευθυντή του γραφείου του πρωθυπουργού. Ο τύπος εκείνος, ο Γιάννης Αγγέλου, είχε γνωρίσει τους μοναχούς μερικά χρόνια πριν, μόλις του είχε διαγνωστεί μια απειλητική ασθένεια. Οι μοναχοί προσευχήθηκαν γι’ αυτόν και, αντί να πεθάνει, ανέρρωσε θαυματουργικά. Τον είχαν εξομολογήσει κιόλας.
Όπως είχαν έρθει τα πράγματα, ο Δούκας έτεινε να θεωρεί αυτούς τους καλόγερους, όχι απλούς απατεώνες, αλλά τους ευφυέστερους επιχειρηματίες που είχε ποτέ γνωρίσει. “Τους είπα ότι θα ‘πρεπε να διοικούν το Υπουργείο οικονομικών,” λέει. “Δεν διαφώνησαν.” Στο τέλος, αφού τον πίεσε ο προϊστάμενός του, ο Δούκας υπέγραψε δύο χαρτιά. Στο πρώτο συμφωνούσε να μην αμφισβητήσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς της λίμνης. Στο δεύτερο, επέτρεπε την ανταλλαγή. Δεν έδωσε στους μοναχούς κανένα δικαίωμα σε ακίνητα του Υπουργείου Οικονομίας, αλλά, συμφωνώντας να συμπεριλάβει τη λίμνη τους στο χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Οικονομίας, διευκόλυνε τη συναλλαγή με το Υπουργείο Γεωργίας. Ως αντάλλαγμα για τη λίμνη τους οι καλόγεροι πήραν 73 κρατικά κτήματα, μεταξύ των οποίων το Κέντρο Γυμναστικής των Ολυμπιακών του 2004, που, όπως τα περισσότερα ολυμπιακά ακίνητα, ήταν άδειο και εγκαταλελειμμένο. Ο Δούκας υπέθεσε ότι μέχρις εκεί θα πήγαιναν. “Λες ότι είναι άνθρωποι του Θεού”, λέει. “Μπορεί να θέλουν να φτιάξουν κανένα ορφανοτροφείο εκεί.”
Όπως απεδείχθη, αυτό που ήθελαν να φτιάξουν ήταν μια αυτοκρατορία εμπορικών ακινήτων. Ξεκίνησαν πείθοντας την Ελληνική κυβέρνηση να κάνει κάτι που γίνεται σπάνια: να αποχαρακτηρίσει ένα μη εμπορικό οικόπεδο ώστε να μπορεί να αξιοποιηθεί εμπορικά. Πάνω και πέρα από τα κτήματα που πήραν με την ανταλλαγή ―που αργότερα η Βουλή τα εκτίμησε σε πάνω από 1 δις ευρώ― οι καλόγεροι, ολομόναχοι, έπαιρναν 100% χρηματοδότηση για να αγοράσουν εμπορικά κτίρια στην Αθήνα και για να αναπτύξουν τα οικόπεδα που είχαν αποκτήσει. Το πρώην Ολυμπιακό Κέντρο Γυμναστικής έμελλε να γίνει ιδιωτικό νοσοκομείο πολυτελείας, με το οποίο προφανώς οι μοναχοί είχαν σχέσεις. Ύστερα, με τη βοήθεια ενός Έλληνα τραπεζίτη, οι καλόγεροι σχεδίασαν κάτι που θα ονομαζόταν Επενδυτικό Ταμείο Ακινήτων Βατοπαιδίου. Επενδυτές από τον χώρο των επενδυτικών ταμείων θα εξαγόραζαν τη συμμετοχή της Μονής στα ακίνητα που της έδωσε το Δημόσιο, και οι μοναχοί θα έπαιρναν τα χρήματα για να επαναφέρουν τη Μονή τους στην πρότερη δόξα της.
Από ένα αρχαίο χρυσόβουλο για μια άχρηστη λίμνη, οι δύο μοναχοί είχαν φτιάξει μια περιουσία που ―ανάλογα με το ποιά εφημερίδα έκανε την εκτίμηση― άξιζε από δεκάδες εκατομμυρίων μέχρι κάμποσα δις δολάρια. Αλλά στ’ αλήθεια κανείς δεν γνώριζε την πλήρη έκταση των οικονομικών της Μονής. Ένα από τα παράπονα της πρώτης εξεταστικής ήταν ότι δεν κατάφερε να καταγράψει όλα όσα ανήκαν στη Μονή. Εφαρμόζοντας την αρχή που λέει ότι αν θέλεις να μάθεις πόση περιουσία έχει ένας λεφτάς, ρωτάς τους άλλους λεφτάδες ―και όχι δημοσιογράφους― έκανα ένα τυχαίο γκάλοπ μεταξύ πλούσιων Ελλήνων που είχαν κάνει λεφτά στα ακίνητα ή στις επενδύσεις. Αυτοί υπολόγιζαν το σύνολο των ακινήτων και των διαθεσίμων της Μονής σε κάτω από 2 αλλά πάνω από 1 δις δολάρια, κι όλα αυτά ξεκινώντας από το μηδέν που ήταν όταν ανέλαβαν οι νέοι μάνατζερ. Και να σκεφτείτε ότι η επιχείρηση ξεκίνησε πουλώντας συγχώρεση.
Οι μοναχοί ήταν στην εκκλησία μέχρι τη μία το πρωί. Κανονικά, εξήγηση ο πατήρ Αρσένιος, θα ξεκινούσαν πάλι τα ίδια στις τέσσερις το πρωί. Την Κυριακή χαλαρώνουν λίγο και ξεκινούν στις έξι. Βάλε κι ένα οκτάωρο που δουλεύουν στους κήπους, πλένουν πιάτα ή φτιάχνουν λικέρ κρέμα μέντας και θα καταλάβεις πώς γίνεται ο παράδεισος του ενός να είναι η κόλαση του άλλου. Τα αφεντικά της επιχείρησης, οι πατέρες Εφραίμ και Αρσένιος, ξεφεύγουν από αυτό το επίπονο πρόγραμμα περίπου 5 μέρες το μήνα. Κατά τα άλλα, αυτή είναι η ζωή που κάνουν. “Οι περισσότεροι Έλληνες θεωρούν τον ηγούμενο απατεώνα”, μου λέει ένας άλλος καλόγερος, ο πατήρ Ματθαίος από το Γουισκόνσιν, σε μια στιγμή ειλικρίνειας. “Όλοι οι Έλληνες είναι βέβαιοι ότι ο ηγούμενος και ο πατήρ Αρσένιος έχουν μυστικούς λογαριασμούς σε τράπεζες. Τελείως τρελό αν το σκεφτείς. Τι να τα κάνουν τα χρήματα; Δεν μπορούν να πάρουν άδεια μια βδομάδα και να πάνε στην Καραϊβική. Ο ηγούμενος ζει σε ένα κελί. Ζει σε καλό κελί, αλλά δεν παύει να είναι μοναχός. Άσε που δεν του αρέσει να φεύγει από το μοναστήρι.”
Ξέροντας ότι έπρεπε να είμαι πίσω στην εκκλησία στις έξι το πρωί, ήταν λίγο δύσκολο να κοιμηθώ και ξυπνάω στις πέντε. Απόλυτη ησυχία: είναι τόσο σπάνιο να μην ακούγεται τίποτε, που χρειάζεται μια στιγμή για να αναγνωρίσεις την απουσία. Τρούλοι, καμινάδες, πύργοι και ελληνικοί σταυροί εισχωρούν στον γκρίζο ουρανό. Και ένα ζευγάρι γιγάντιοι γερανοί επίσης: από τότε που πάγωσαν τους λογαριασμούς της Μονής, σταμάτησαν και οι εργασίες της αναστήλωσης. Στις 5:15 ακούγονται οι πρώτοι θόρυβοι μέσα από την εκκλησία, σαν κάποιος να μετακινεί τα εικονοστάσια, όλες αυτές οι επίπονες προετοιμασίες πριν από το θέαμα. Στις 5:30 ένας καλόγερος πιάνει το σκοινί και χτυπάει την καμπάνα. Μετά ξανά σιωπή και, λίγες στιγμές μετά, αλλεπάλληλα μπιπ ηλεκτρικών ξυπνητηριών από τη μακριά σάλα με τους κοιτώνες. Μετά από είκοσι λεπτά οι καλόγεροι, ένας-ένας ή δυό-δυό, ξεχύνονται από τους κοιτώνες τους και κατηφορίζουν το καλντερίμι προς την εκκλησία τους. Είναι σαν να βλέπεις να πιάνει δουλειά το εργοστάσιο σε μια πόλη όπου όλοι δουλεύουν εκεί. Το μόνο που λείπει είναι τα φαγητοδοχεία.
Τρεις ώρες αργότερα, καθώς επιστρέφω με αυτοκίνητο στην Αθήνα, χτυπάει το κινητό μου. Είναι ο πατήρ Ματθαίος. Θέλει να μου ζητήσει μια χάρη. Ω όχι!, σκέφτηκα, θα κατάλαβαν τι ετοιμάζω και με παίρνει για να μου βάλουν ένα σωρό περιορισμούς στα όσα θα γράψω. Είχαν καταλάβει μάλλον, αλλά δεν μου ζήτησε τίποτε τέτοιο. Ο Υπουργός Οικονομικών επέμενε να ελέγξει τα αποσπάσματα που του απέδιδα, αλλά οι καλόγεροι με άφησαν να συνεχίσω όπως ήθελα, πράγμα που είναι εκπληκτικό αν σκεφτεί κανείς την έκταση των αγωγών που αντιμετωπίζουν. “Έχουμε έναν σύμβουλο στο Αμερικανικό χρηματιστήριο”, είπε ο καλόγερος. “Λέγεται Ρόμπερτ Τσάπμαν [δεν τον είχα ξανακούσει ― αργότερα προέκυψε ότι γράφει ένα φυλλάδιο για διεθνή χρηματοοικονομικά θέματα]. Ο πατήρ Αρσένιος αναρωτιέται τι γνώμη έχετε γι’ αυτόν. Αν αξίζει να τον ακούμε …”.
Η πυρά του πολιτισμού
Την προηγούμενη της αναχώρησής μου από την Ελλάδα το Ελληνικό Κοινοβούλιο συζήτησε και ψήφισε νόμο για την αύξηση των ορίων ηλικίας, μείωση των συντάξεων, καθώς και άλλεςμειώσεις στα τυχερά της κρατικοδίαιτης ζωής. (“Είμαι απόλυτα υπέρ της μείωσης του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων”, μου είχε πει ένας ερευνητής του ΔΝΤ. “Αλλά πώς να τους μειώσεις όταν δεν ξέρεις καν πόσοι είναι;”) Ο πρωθυπουργός Παπανδρέου εισηγήθηκε το νομοσχέδιο με τον ίδιο τρόπο που έχει εισηγηθεί όλα τα νομοσχέδια από τότε που ανακάλυψε την τρύπα στα λογιστικά της χώρας, ότι δηλαδή δεν πρόκειται για δική του άποψη, αλλά για μη διαπραγματεύσιμη επιταγή του ΔΝΤ. Η βασική ιδέα φαίνεται να είναι ότι, αφού οι Έλληνες δεν πρόκειται ποτέ να πειθαρχήσουν σε κάποιον Έλληνα που θα τους ζητήσει θυσίες, ίσως να πειθαρχήσουν σε κάποιους ξένους. Με άλλα λόγια, οι Έλληνες δεν θέλουν πλέον ούτε να κυβερνήσουν την ίδια τους τη χώρα.
Χιλιάδες επί χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων κατεβαίνουν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για το νομοσχέδιο. Η ελληνική εκδοχή του “Tea Party” (ΣτΜ:) είναι η εξής: εφοριακοί που τα παίρνουν, δάσκαλοι και καθηγητές δημόσιων σχολείων που δεν κάνουν μάθημα, καλοπληρωμένοι υπάλληλοι του χρεωκοπημένου δημόσιου σιδηροδρόμου που τα τρένα του ποτέ δεν είναι στην ώρα τους, υπάλληλοι δημόσιων νοσοκομείων που δωροδοκούνται για να αγοράζουν υπερτιμολογημένα υλικά. Νάτοι και νάμαστε: ένα έθνος ανθρώπων που ψάχνουν να κατηγορήσουν οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον εαυτό τους. Οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι συντάσσονται σε ομάδες που θυμίζουν διμοιρίες στρατιωτών. Στο μέσο κάθε μονάδας είναι δυό-τρεις σειρές νέων ανδρών που κραδαίνουν ρόπαλα μεταμφιεσμένα σε κοντάρια σημαιών. Από τις ζώνες τους κρέμονται μάσκες του σκι και μάσκες αερίων, ώστε να μπορούν να συνεχίσουν και μετά τα αναπόφευκτα δακρυγόνα. “Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης μας είπε ότι ψάχνουν για έναν τουλάχιστον νεκρό”, μου είχε πει ένας πασίγνωστος πρώην υπουργός. “Ζητάνε αίμα.” Δυό μήνες νωρίτερα, στις 5 Μαΐου, στη διάρκεια των πρώτων πορειών διαμαρτυρίας, ο όχλος έδωσε ένα δείγμα του τι ήταν ικανός να κάνει. Βλέποντας ανθρώπους να εργάζονται σε ένα κατάστημα της τράπεζας Μαρφίν, μερικοί νέοι άνδρες πέταξαν κοκτέιλ Μολότοφ μέσα και έριξαν βενζίνη πάνω στις φλόγες φράζοντας την έξοδο. Οι περισσότεροι υπάλληλοι διέφυγαν από την ταράτσα, αλλά η φωτιά σκότωσε τρεις εργαζόμενους, μεταξύ των οποίων μια έγκυο στον τέταρτο μήνα. Καθώς πέθαιναν, οι Έλληνες του δρόμου τους φώναζαν ότι αυτό τους χρειαζόταν επειδή είχαν το θράσος να εργάζονται. Τα γεγονότα συνέβησαν μπροστά στα μάτια της αστυνομίας, η οποία, παρόλα αυτά, δεν έκανε καμιά σύλληψη.
Όπως έγινε και άλλες μέρες, οι διαδηλωτές πρακτικά κατέβασαν τα ρολά της χώρας. Οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας κατέβηκαν επίσης σε απεργία και έκλεισαν τα αεροδρόμια. Στο λιμάνι του Πειραιά ο όχλος εμποδίζει τους επιβάτες των κρουαζιερόπλοιων να κατεβούν στην πόλη και να ψωνίσουν. Στην κορύφωση της τουριστικής περιόδου, τα δολάρια των τουριστών που τόσο απελπισμένα έχει ανάγκη ο τόπος, εμποδίζονται να μπούνε στη χώρα. Κάθε ιδιωτικός υπάλληλος που δεν απεργεί για συμπαράσταση, κινδυνεύει. Σε όλη την Αθήνα τα μαγαζιά και τα εστιατόρια είναι κλειστά. Το ίδιο και η Ακρόπολη.
Η κεφαλή της πορείας συγκεντρώνεται στη μέση μιας φαρδιάς λεωφόρου λίγα μέτρα μακριά από το καμένο και ξεκοιλιασμένο κατάστημα της τράπεζας. Το ότι έκαψαν μια τράπεζα είναι, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, απίστευτο. Αν υπήρχε ίχνος δικαιοσύνης στον κόσμο, οι Έλληνες τραπεζίτες έπρεπε να κάνουν πορεία καταγγέλλοντας το ήθος του μέσου Έλληνα πολίτη. Ο μαρμάρινος εξώστης της Μαρφίν έχει μετατραπεί σε θλιβερό ιερό: μια στίβα παιχνίδια για το αγέννητο παιδί, μερικές φωτογραφίες καλογέρων, μια ταμπέλα με ένα απόσπασμα από τον αρχαίο ρήτορα Ισοκράτη: “Η δημοκρατία αυτοκαταστρέφεται επειδή κάνει κατάχρηση του δικαιώματος ελευθερίας και ισότητας. Επειδή μαθαίνει στους πολίτες της να θεωρούν δικαίωμα το θράσος, ελευθερία την ανομία, ισότητα την ξεδιαντροπιά, και πρόοδο την αναρχία.” Στην άλλη άκρη του δρόμου μια φάλαγγα ΜΑΤ στέκονται, με τις ασπίδες βαλμένες μαζί, σαν Σπαρτιάτες πολεμιστές. Πίσω τους το κτίριο του Κοινοβουλίου. Μέσα η συζήτηση σίγουρα είναι οργισμένη, αλλά το τι λέγεται και γίνεται είναι μυστήριο, αφού απεργούν και οι δημοσιογράφοι. Το πλήθος αρχίζει να τραγουδάει και να κατευθύνεται προς την απείρως ολιγαριθμότερη αστυνομική δύναμη: οι αστυνομικοί σκληραίνουν. Είναι από εκείνες τις στιγμές που νιώθεις ότι όλα μπορούν να συμβούν. Όλα εξαρτώνται από το κατά πού θα πάει ο κόσμος.
Κάπως έτσι είναι τα πράγματα και στις αγορές του χρήματος. Η ερώτηση που όλοι θέλουν να απαντήσουν είναι: θα πτωχεύσει η Ελλάδα; Μια σχολή λέει ότι δεν γίνεται αλλιώς: τα ίδια ταμέτρα που επιβάλλει η κυβέρνηση για να περικόψει δαπάνες και να αυξήσει τα έσοδά της, θα υποχρεώσουν ό,τι απέμεινε από την παραγωγική οικονομία να φύγει από τη χώρα. Οι φόροι είναι χαμηλότεροι στη Βουλγαρία και το εργατικό δυναμικό πιο συνεργάσιμο στη Ρουμανία. Αλλά υπάρχει και μια δεύτερη, πιο ενδιαφέρουσα ερώτηση: ακόμη κι αν είναι τεχνικά εφικτό αυτοί οι άνθρωποι να αποπληρώσουν τα χρέη τους, να ζήσουν με δικά τους μέσα, και να επιστρέψουν σε καλή κατάσταση στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν τα εσωτερικά αποθέματα για να το πετύχουν; Ή μήπως αδυνατούν τόσο πολύ να συνδεθούν με οτιδήποτε έξω από τον μικρόκοσμό τους, που απλώς θα το σκάσουν από τις υποχρεώσεις τους; Εκ πρώτης όψεως, το να κηρύξουν πτώχευση και να το σκάσουν φαίνεται τελείως τρελό: όλες οι τράπεζες θα χρεωκοπήσουν την ίδια στιγμή, η χώρα δεν θα μπορεί να πληρώσει για τα πολλά αγαθά που εισάγει (πετρέλαιο, για παράδειγμα), και η χώρα θα τιμωρηθεί και για πολλά χρόνια με τη μορφή υψηλών επιτοκίων αν και όταν της επιτραπεί να ξαναδανειστεί. Αλλά αυτή η χώρα δεν έχει συμπεριφορά συλλογικότητας ― της λείπουν τα ένστικτα των μοναχών. Συμπεριφέρεται σαν σύνολο μεμονωμένων σωματιδίων, καθένα από τα οποία έμαθε να επιδιώκει το δικό του συμφέρον εις βάρος του γενικού καλού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη τουλάχιστον να προσπαθήσει να ξαναδημιουργήσει στην Ελλάδα δημόσιο βίο. Το μόνο ερώτημα είναι: Μπορεί άραγε κάτι τέτοιο, που κάποτε χάθηκε, να ξαναδημιουργηθεί ποτέ;
Από το Vanity Fair. Διαβάστε το πρωτότυπο: www.vanityfair.com/business/features/2010/10/greeks-bearing-bonds-201010