ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΞΕΧΝΙΕΤΑΙ ΠΙΑ

Μοίρασε το

του JEFFREY ROSEN, των New York Times

Πριν 4 χρόνια η Stacy Snyder, 25χρονη τότε ασκούμενη καθηγήτρια σε Λύκειο του Lancaster ανέβασε μια φωτογραφία της στο MySpace με την ίδια σε ένα πάρτι να φορά ένα πειρατικό καπέλο και να πίνει από ένα πλαστικό κυπελάκι με την λεζάντα «μεθυσμένος πειρατής».

Ο υπεύθυνός της στο Λύκειο θεώρησε ότι η φωτογραφία ήταν αντιεπαγγελματική, ενώ και ο κοσμήτορας του πανεπιστημίου Millersville δήλωσε ότι με την ενέργειά της αυτή προωθούσε την κατανάλωση αλκοόλ στους ανήλικους μαθητές της. Σαν αποτέλεσμα μέρες πριν την αποφοίτησή της το πανεπιστήμιο της αρνήθηκε το πτυχίο.

Η Snyder προχώρησε σε μήνυση υποστηρίζοντας ότι το ίδρυμα είχε παραβιάσει τα δικαιώματά της, όπως αυτά απορρέουν από την πρώτη Συνταγματική Τροποποίηση, ποινικοποιώντας την απολύτως νόμιμη συμπεριφορά της στον ελεύθερό της χρόνο. Το 2008 όμως ένας ομοσπονδιακός δικαστής απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό δηλώνοντας ότι καθώς η Snyder ήταν δημόσια λειτουργός της οποίας η φωτογραφία δεν σχετιζόταν με θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος, το post του “μεθυσμένου πειρατή” δεν προστατευόταν από την ελευθερία του λόγου.

Όταν οι ιστορικοί του μέλλοντος θα κοιτάζουν πίσω στους κινδύνους της πρώιμης ψηφιακής εποχής η περίπτωση της Snyder ίσως και να αποτελεί ορόσημο. Το πρόβλημα που αντιμετώπισε είναι ένα μόνο παράδειγμα μιας ευρύτερης παγκόσμιας πρόκλησης: πώς να ζήσουμε καλύτερα σε έναν κόσμο όπου το διαδίκτυο καταγράφει τα πάντα και δεν ξεχνά τίποτα – όπου κάθε online δραστηριότητα μπορεί να αποθηκεύεται για πάντα. Με ιστοσελίδες όπως η LOL Facebook Moments που συλλέγει και διαμοιράζει στιγμές προσωπικής αμηχανίας από χρήστες του Facebook, φωτογραφίες που μας εκθέτουν και οnline κουτσομπολιό έρχονται να στοιχειώσουν την προσωπική ζωή των ανθρώπων μήνες ή και χρόνια μετά το γεγονός. Τα παραδείγματα πληθαίνουν καθημερινά. Μια 16χρονη βρετανίδα που απολύθηκε επειδή παραπονέθηκε στο Facebook «βαριέμαι τόσο πολύ!!», ένας 66χρονος καναδός ψυχοθεραπευτής που του αρνήθηκαν την είσοδο στις ΗΠΑ και του απαγορεύτηκε εφ’ όρου ζωής να επισκεφτεί τη χώρα μετά την ανακάλυψη από έναν συνοριοφύλακα ενός άρθρου που είχε δημοσιευθεί πριν 30 χρόνια στο οποίο ο θεραπευτής περιγράφει τα πειράματά του με LSD.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Microsoft, 75% των υπαλλήλων σε υπηρεσίες στρατολόγησης και διαχείρισης ανθρώπινων πόρων αναφέρουν ότι οι εταιρίες τους απαιτούν από τους ίδιους να «ψάχνουν» online τους υποψηφίους χρησιμοποιώντας ευρεία γκάμα ιστοσελίδων από μηχανές αναζήτησης και ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης μέχρι σελίδες φωτογραφικού και βιντεοσκοπικού περιεχομένου, προσωπικές ιστοσελίδες, blogs, Twitter και online παιχνιδιών. Το δε 70% δηλώνει ότι έχει απορρίψει υποψηφίους βασισμένο σε πληροφορίες που βρήκε στο διαδίκτυο όπως φωτογραφίες , συζητήσεις σε φόρα και συμμετοχές σε αμφισβητήσιμες ομάδες.

Δεν είναι βέβαια πρώτη φορά που οι τεχνολογικές εξελίξεις παρουσιάζονται ως απειλές για την ιδιωτικότητα. Το 1890 στο διασημότερο ίσως άρθρο πάνω στην ιδιωτικότητα που γράφτηκε ποτέ οι Samuel Warren και Liouis Brandeis εκφράζουν τα παράπονά τους για τη νέα τεχνολογία – όπως η φωτογραφική Kodak και ο σκανδαλοθηρικός τύπος – «το κουτσομπολιό δεν είναι πια η διέξοδος των αργόσχολων και των κακοήθων αλλά έχει γίνει εμπόριο». Το ήπιο όμως κοινωνικό σχόλιο της Επίχρυσης Εποχής* ωχριά μπροστά στον όγκο των αποκαλύψεων του σύγχρονου διαδικτύου. Το Facebook, το οποίο ξεπέρασε το MySpace το 2008, συνιστά τη μεγαλύτερη ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης με σχεδόν 500εκ μέλη ή το 22% όλων των χρηστών στο διαδίκτυο. Οι χρήστες του Facebook διαμοιράζονται πάνω από 25εκ στοιχεία περιεχομένου το μήνα. Όσο για το Twitter, που αριθμεί 100εκ εγγεγραμμένους, η Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ανακοίνωσε ότι πρόκειται να αποκτήσει και να αποθηκεύσει μόνιμα το σύνολο του αρχείου δημόσιων μηνυμάτων του Twitter από το 2006.

Στην εποχή του Brandeis και μέχρι πρόσφατα και στη δική μας έπρεπε να ήσουν διασημότητα για να βρεθείς στο επίκεντρο του κοινωνικού σχολιασμού. Σήμερα όλοι μαθαίνουμε να αναμένουμε την αδιακρισία που παλαιότερα αφορούσε μόνο τους διάσημους ή τους κακόφημους. […]

Είναι γνωστό από χρόνια ότι ο παγκόσμιος ιστός αφήνει πολλά περιθώρια για άνευ προηγουμένου ηδονοβλεψία, επιδειξιομανία,και ακούσια αδιακρισία. Ωστόσο μόλις πρόσφατα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε το κόστος μιας εποχής στην οποία τόσα πολλά από όσα λέμε ή οι άλλοι λένε για μας καταγράφονται άπαξ διά παντός σε δημόσια ψηφιακά αρχεία. Το γεγονός ότι το διαδίκτυο φαίνεται να μην ξεχνά απειλεί, ακόμα και στο υπαρξιακό επίπεδο, τη δυνατότητα διαχείρισης της ταυτότητάς μας, της προσωπικής αναγέννησης, της νέας αρχής, του να ξεπερνάμε το ταραχώδες παρελθόν.

Σε πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο «Διαγραφή: Η Αρετή της Λήθης στην Ψηφιακή Εποχή», ο κυβερνο-διανοούμενος Viktor Mayer- Schönberger αναδεικνύει την περίπτωση της Stacy Snyder ως επισήμανση της σημασίας της κοινωνιολογικά εννοούμενης ικανότητας να ξεχνάμε (societal forgetting). «Διαγράφοντας εξωγενείς αναμνήσεις», αναφέρει στο βιβλίο του, «η κοινωνία μας αποδέχεται ότι τα ανθρώπινα πλάσματα εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου, έχοντας την ικανότητα να μαθαίνουν από τα λάθη τους και να προσαρμόζουν ανάλογα τη συμπεριφορά τους». «Στις παραδοσιακές κοινωνίες όπου τα στραβοπατήματα γίνονται αντιληπτά χωρίς όμως απαραίτητα να καταγράφονται, τα όρια της ανθρώπινης μνήμης διασφαλίζουν ότι οι αμαρτίες των ανθρώπων τελικά θα ξεχαστούν». Αντίθετα, σημειώνει ο συγγραφέας, μια κοινωνία που καταγράφει τα πάντα «μας δένει πισθάγκωνα και αναπόδραστα με πράξεις του παρελθόντος». Καταλήγει δε στο ότι «χωρίς κάποιο είδος λήθης η συγχώρεση καθίσταται δύσκολο εγχείρημα».

Λέγεται συχνά ότι εποχή μας είναι αυτή της ανεκτικότητας και των απεριόριστων δεύτερων ευκαιριών. Η αλήθεια είναι όμως ότι ουκ ολίγοι άνθρωποι δεν έχουν ούτε μία δεύτερη ευκαιρία – καμία πιθανότητα να ξεφύγουν από κάποιο άλικο γράμμα στο παρελθόν τους, εξαιτίας της ανεξίτηλης μνημονικής παρακαταθήκης του παγκόσμιου ιστού. Πλέον, το χειρότερο πράγμα που μπορεί να έχεις κάνει είναι το πρώτο που οι άλλοι γνωρίζουν για σένα.

Η κρίση – και η διέξοδος;

Όλο αυτό φαίνεται να έχει δημιουργήσει ένα είδος συλλογικής κρίσης ταυτότητας. Στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας η ιδέα της προσωπικής αναγέννησης ή της ελεύθερης διαμόρφωσης του εαυτού – της παρουσίας με διαφορετικές ταυτότητες ανάλογα με τις συνθήκες (σπίτι, δουλειά, διασκέδαση) ήταν δύσκολο να διερευνηθεί καθώς οι ταυτότητες των ανθρώπων ήταν συνυφασμένες με τους ρόλους τους στο πλαίσιο μιας ανελαστικής κοινωνικής ιεραρχίας.

Δεδομένης της περιορισμένης κοινωνικής ή γεωγραφικής κινητικότητας απουσίαζε ο αυτοπροσδιορισμός, ενώ επικρατούσε ο προσδιορισμός του εαυτού με βάση το χωριό, την κοινωνική τάξη, την εργασία ή τη συντεχνία. Η κατάσταση αυτή άρχισε να μεταβάλλεται στα τέλη του Μεσαίωνα και τις αρχές της Αναγέννησης, όταν ένας αυξανόμενος ατομικισμός ήρθε να ανανοηματοδοτήσει την ανθρώπινη ταυτότητα. Καθώς οι άνθρωποι ολοένα και περισσότερο θεωρούσαν εαυτούς ως άτομα, η κοινωνική τους κατάσταση άρχισε να στηρίζεται στις προσωπικές τους προσπάθειες και κατακτήσεις παρά σε κληρονομούμενες ιδιότητες.

Αυτή η νέα σύλληψη περί μιας εύπλαστης και ρευστής ταυτότητας βρήκε την πληρέστερη και αγνότερη έκφρασή της στο Αμερικάνικο ιδανικό του αυτοδημιούργητου άνδρα, ενός όρου που διαδόθηκε στο ευρύ κοινό από τον Henry Clay το 1832. Ανάμεσα στα τέλη του 18ου και ως τις αρχές του 20ου αι. εκατομμύρια Ευρωπαίων μετανάστευσαν από τον Παλιό στον Νέο Κόσμο και συνέχισαν να κινούνται δυτικά διασχίζοντας την Αμερική, μια εξέλιξη που οδήγησε σε αυτό που ο ιστορικός Frederick Jackson Turner ονόμασε «η σημασία του συνόρου», κατά την οποία η δυνατότητα διαρκούς μετανάστευσης από τον πολιτισμό στην «Άγρια Δύση» έκανε τους Αμερικανούς δύσπιστους απέναντι στην ιεραρχία και ταγμένους σε μια διαρκή προσωπική αναγέννηση.

Τον 20ο αιώνα ωστόσο το ιδανικό του αυτοδημιούργητου άνδρα τέθηκε σε πολιορκία. Το τέλος του Δυτικού Συνόρου προκάλεσε ανησυχία ότι οι Αμερικανοί δεν θα μπορούσαν πλέον να αναζητήσουν μια νέα αρχή αφήνοντας πίσω το παρελθόν τους, ένα είδος επανίδρυσης σχετιζόμενης με τη φράση “Gone to Texas” (Πήγε στο Τέξας). Η αυγή όμως της εποχής του Διαδικτύου επανέφερε στο προσκήνιο το ιδανικό του, κατά τον ψυχίατρο Robert Jay Lifton καλούμενου “protean self” (πολυσχιδή εαυτού). Αν δεν μπορούσες να αποδράσεις στο Τέξας, μπορούσες πάντα να αναζητήσεις ένα νέο chat room και ένα καινούριο προφίλ. Για ορισμένους ζηλωτές της τεχνολογίας, ο Ιστός υποτίθεται πως θα αντιπροσώπευε τη δεύτερη άνοιξη του ανοιχτού συνόρου και τη δυνατότητα να τεμαχίζουμε τις ταυτότητές μας με μια απεριόριστη γκάμα ψευδώνυμων, avatars, κατηγοριοποιήσεων, που υποτίθεται πως θα επέτρεπαν να παρουσιάζουμε διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητάς μας σε μεταβαλλόμενα πλαίσια, δηλαδή σαν το Πρωτέα, με μια απόλυτη δύναμη μετασχηματισμού.

Ωστόσο η ελπίδα ότι θα μπορούσαμε προσεκτικά να ελέγξουμε τον τρόπο που οι άλλοι μας βλέπουν κάτω από διαφορετικές συνθήκες αποδείχθηκε ένας ακόμα μύθος. Καθώς οι ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης επεκτείνονταν δεν ήταν πλέον τόσο απλό να έχει κανείς πολλαπλές ταυτότητες. Όταν τόσοι πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν μία μοναδική πλατφόρμα για να αποστέλλουν «status updates» και φωτογραφίες για τις προσωπικές και δημόσιες δραστηριότητές τους η διατήρηση ενός εαυτού για κάθε χρήση όχι μόνο πρακτικά είναι ανέφικτη αλλά επιπλέον κινεί την υποψία. Επιπλέον, το διαδίκτυο αντίθετα με την αίσθηση ελέγχου πάνω στη δημόσια εικόνα μας που φαίνεται να μας παρέχει, μας αλυσοδένει στην πράξη σε οτιδήποτε έχουμε πει ή κάποιος είπε για μας, κάνοντας άπιαστο ιδανικό μιας άλλης εποχής την ψηφιακή «προσωπική επανίδρυση».

Η ανησυχία γι’ αυτές τις εξελίξεις εντάθηκε φέτος καθώς το Facebook έκανε κινήσεις για να δώσει έναν περισσότερο δημόσιο παρά ιδιωτικό χαρακτήρα στο ψηφιακό προφίλ των χρηστών. Τον περασμένο Δεκέμβρη η εταιρία ανακοίνωσε ότι τμήματα του προφίλ χρήστη που ήταν προηγουμένως ιδιωτικά, συμπεριλαμβανομένων της λίστας φίλων, σχέσεις –προσωπικές και οικογενειακές – θα μετατρέπονταν σε δημόσια με πρόσβαση και σε άλλους χρήστες. Κατόπιν, τον Απρίλιο, το Facebook εγκαινίασε ένα διαδραστικό σύστημα με την ονομασία «Open Graph» που επιτρέπει το διαμοιρασμό πληροφοριών προφίλ και φίλων με φιλικές ιστοσελίδες.

Αυτό που ακολούθησε ήταν μια χιονοστιβάδα κριτικής από χρήστες, εκπροσώπους ρυθμιστικών αρχών προσωπικών δεδομένων και δικηγόρους σε όλο τον κόσμο. Τέσσερις γερουσιαστές των Δημοκρατικών συνέταξαν επιστολή προς τον εκτελεστικό διευθυντή του Facebook, Mark Zuckerberg, εκφράζοντας την ανησυχία τους για την ρύθμιση «άμεσης προσωποποίησης» και τις νέες ρυθμίσεις απορρήτου. Οι αντιδράσεις στις αλλαγές του Facebook ήταν τέτοιες που, όταν 4 φοιτητές από το κολλέγιο της Ν. Υόρκης ανακοίνωσαν τα σχέδιά τους τον Απρίλιο να φτιάξουν ένα αντίστοιχο σάιτ που όμως δεν θα εξανάγκαζε τους χρήστες να διακινδυνεύσουν προσωπικά τους δεδομένα, συγκέντρωσαν πάνω από 20.000 δολ από περισσότερους από 700 υποστηρικτές σε διάστημα μερικών εβδομάδων. Το Μάιο το Facebook απάντησε στην όλη κριτική εισάγοντας ένα νέο σετ εντολών διαχείρισης προσωπικών δεδομένων που κατά την εταιρία θα διευκόλυνε τους χρήστες να κατανοήσουν τι είδους πληροφορίες μοιράζονται σε διάφορες περιστάσεις.

Η μερική υπαναχώρηση του Facebook δεν καταλάγιασε την επιθυμία για πιο δραστικές λύσεις. Σε όλο τον κόσμο πολιτικοί ηγέτες, ακαδημαϊκοί και πολίτες αναζητούν απαντήσεις στην πρόκληση της διατήρησης του ελέγχου της ταυτότητας του χρήστη σε ένα ψηφιακό κόσμο που δεν ξεχνά ποτέ. Κανείς δεν ξέρει αν οι προσφορότερες λύσεις θα είναι τεχνολογικές, νομοθετικές, νομικές ή ηθικές. ΄Η αν θα προκύψουν σαν αποτέλεσμα αλλαγής πολιτισμικών ή κοινωνικών προτύπων. Ο γάλλος επίτροπος για την προστασία των προσωπικών δεδομένων Alex Turk καλεί σε ένα «συνταγματικό δικαίωμα στη λήθη» που θα επέτρεπε τη διατήρηση σε μεγαλύτερο βαθμό της ανωνυμίας των πολιτών στο διαδίκτυο και σε δημόσιους χώρους.

Στην Αργεντινή οι συγγραφείς Alejandro Tortolini και Enrique Quagliano εγκαινίασαν μια εκστρατεία «επανίδρυσης της λήθης στο διαδίκτυο», διερευνώντας ένα φάσμα πολιτικών και τεχνολογικών μέσων εξαφάνισης δεδομένων. Το Φεβρουάριο η ΕΕ συνέβαλε στη χρηματοδότηση μιας εκστρατείας με τίτλο «Σκέψου πριν αναρτήσεις» (Think B4 U post), που προτρέπει τους νέους να λαμβάνουν υπόψη τις «δυνητικές συνέπειες» της δημοσίευσης προσωπικών φωτογραφιών των ίδιων ή των φίλων τους πριν «το σκεφτούν προσεκτικά» ή ζητήσουν σχετική άδεια. Αλλά και στις ΗΠΑ μια ομάδα τεχνικών ακαδημαϊκών του Νομικού Δικαίου και κυβερνοδιανοούμενων διερευνούν το πεδίο της ψηφιακής λήθης. Οι συγκεκριμένες προσεγγίσεις μοιράζονται τον ίδιο στόχο, αυτόν της επαναδιαμόρφωσης ενός είδους ελέγχου πάνω στις ταυτότητές μας, της δυνατότητας προσωπικής ανανέωσης, απόδρασης από το παρελθόν και βελτίωσης της εικόνας μας προς τους άλλους.

Πτώχευση φήμης και μηνύσεις

Πριν μερικά χρόνια, στην αυγή του Web 2.0 – όπως αποκαλείται η άνοδος της ιδιωτικής προέλευσης ψηφιακού περιεχομένου – πολλοί θεωρητικοί της τεχνολογίας υπέθεσαν ότι οι αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες θα μπορούσαν να διασφαλίσουν, μέσα από την αυτό-διορθωτική σοφία του πλήθους, ότι όλοι οι συμμετέχοντες θα απολάμβαναν τις διαδικτυακές ταυτότητες που τους άξιζαν. Η Wikipedia αποτελεί ενσάρκωση της πεποίθησης αυτής ότι η συλλογική σοφία της μάζας μπορεί να διορθώσει τα περισσότερα λάθη – ότι ένα λήμμα πχ για έναν δήμαρχο επαρχιακής πόλης θα αντανακλά τη φήμη που του αναλογεί. Και αν η μάζα αποτύχει – μετατρεπόμενη πιθανώς σε έναν ψηφιακό όχλο – η Wikipedia προσφέρει και άλλους τρόπους επανόρθωσης. Όσοι θεωρούν ότι τα λήμματα είναι κενά περιεχομένου, επειδή υπερτονίζουν ένα μοναδικό προσωπικό ή επαγγελματικό σφάλμα, μπορούν να υποβάλουν αίτηση σε επιλεγμένους εκδότες – συγγραφείς, οι οποίοι θα αποφανθούν αν ένα δεδομένο γεγονός στο παρελθόν κάποιου έχει αδικαιολόγητα υπερτονιστεί. Αν για παράδειγμα ο εν λόγω δήμαρχος εν μέσω μιας εξέχουσας πολιτικής καριέρας τύχαινε να συλληφθεί επειδή οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ, γεγονός που θα μονοπωλούσε το λήμμα του στη Wikipedia, θα μπορούσε να αιτηθεί το γεγονός αυτό να τεθεί σε συναφές πλαίσιο ή να γίνει λιγότερο εμφανές.

Στην πράξη εν τούτοις οι αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες όπως η Wikipedia ή συστήματα με αλγοριθμικό μηχανισμό αυτοεπιδιόρθωσης, όπως η Google, συχνά αφήνουν ανθρώπους με ένα αίσθημα παρανόησης ή εξαπάτησης. Όσοι θεωρούν ότι οι διαδικτυακή φήμη τους σπιλώθηκε άδικα από ένα – δύο μεμονωμένα συμβάντα έχουν πλέον μια πρακτική επιλογή: να συμβουλευτούν μια εταιρία όπως η ReputationDefender (Υπεράσπιση Φήμης) που υπόσχεται να «καθαρίσει» την διαδικτυακή σου εικόνα. Η εταιρία ιδρύθηκε από τον Michael Fertik, έναν απόφοιτο της Νομικής Σχολής του Harvard που προβληματιζόταν από την ιδέα νέοι άνθρωποι να σπιλώνονται για πάντα στο διαδίκτυο από τις νεανικές τους αδιακρισίες. «Έβλεπα άρθρα σχετικά με μια συμπεριφορά τύπου «Ο άρχοντας των μυγών» που όλοι μας υιοθετούμε σε αυτή την ηλικία» μου είπε «και μου μοιάζει μη-Αμερικανικό μια διαδικτυακή συμπεριφορά να έχει μόνιμες επιδράσεις. Το δικαίωμα στο νέο ξεκίνημα και στον αυτοπροσδιορισμό έχουν αποτελέσει τα πιο όμορφα από τα Αμερικανικά ιδανικά».

Η ReputationDefender με πελάτες σε περισσότερες από 100 χώρες είναι η πλέον πετυχημένη από αντίστοιχες νεόκοπες εταιρίες που πολλαπλασιάζονται ταχύτατα μετά τις ανησυχίες περί ιδιωτικότητας με αφορμή το Facebook και το Google. Με κόστος από 10 δολάρια το μήνα ως 1000 δολάρια το χρόνο ή και δεκάδες χιλιάδες σε απαιτητικές περιπτώσεις η ReputationDefender μπορεί να ελέγχει τη διαδικτυακή φήμη των πελατών της ζητώντας την αφαίρεση προσβλητικών δεδομένων από ιστοσελίδες ή παρεμβαίνοντας στη διαμόρφωση του προφίλ εταιριών στη μηχανή αναζήτησης Google, βομβαρδίζοντας τον ιστό με θετικές ή ουδέτερες πληροφορίες, δημιουργώντας νέες ιστοσελίδες ή πολλαπλασιάζοντας τους συνδέσμους (links). Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται η εμφάνιση συνδέσμων με θετικό περιεχόμενο ψηλά στην κατάταξη των αποτελεσμάτων αναζήτησης και η μετατόπιση αρνητικών συνδέσμων στις τελευταίες σελίδες.

Αν και για την ώρα εταιρίες σαν την ReputationDefender φαίνεται να εξασφαλίζουν πάντα με το αζημίωτο έναν βραχυπρόθεσμο έλεγχο του διαδικτυακού προφίλ, στο εγγύς μέλλον ο νέος Ιστός 3.0 (Web. 3.0), με νέο επίπεδο ενσωμάτωσης και ανάλυσης δεδομένων και live video και με χαρακτηριστικότερη καινοτομία τις τεχνολογίες αναγνώρισης προσώπων (photo finder), η διαχείριση προφίλ και φήμης θα ναι ιδιαίτερα δύσκολη. Στο μέλλον ο καθένας θα μπορεί χρησιμοποιώντας μια απλή φωτογραφία από κινητό να αναζητά μέσω Google όλες τις εικόνες του συγκεκριμένου προσώπου που βρίσκονται καταχωρημένες στον Ιστό, ακυρώνοντας έτσι στην πράξη κάθε έννοια ανωνυμίας.

Στο εγγύς μέλλον οι αναζητήσεις εικόνων στο διαδίκτυο πιθανότατα θα γίνονται με έναν πολυσυλλεκτικό τρόπο αρμέγοντας πληροφορίες από ευρεία γκάμα online πηγών (σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, blogs, YouTube videos, σχόλια, πολιτικές παρεμβάσεις, κτηματολόγιο, φωτογραφικά άλμπουμ), βαθμολογώντας και κατατάσσοντας τελικά τη δημόσια ή την ιδιωτική φήμη των πολιτών, όπως συμβαίνει με το νέο σάιτ Unvarnished, ένα παζάρι φήμης, όπου οι χρήστες μπορούν να καταθέσουν ανώνυμες αναφορές για τον καθέναν.

Μπροστά σε αυτές τις προκλήσεις ορισμένοι Νομικοί οραματίζονται νέους νόμους που θα επιτρέπουν στους πολίτες να διορθώνουν ή να ξεφεύγουν από αρνητικές αξιολογήσεις που μπορεί να χειραγωγούν τις προσωπικές ή επαγγελματικές τους συναλλαγές στο μέλλον. Ένας από αυτούς ο Jonathan Zittrain καθηγητής κυβερνοδικαίου στη Νομική Σχολή του Harvard θεωρεί ότι θα έπρεπε να επιτραπεί στους πολίτες να κηρύσσουν «πτώχευση φήμης» κάθε 10 χρόνια, διαγράφοντας με αυτόν τον τρόπο ορισμένες κατηγορίες αξιολόγησης και ευαίσθητα δεδομένα. Στο πλαίσιο αυτό προτείνει ένα μοντέλο σύμφωνα με το οποίο υπηρεσίες πελατολογίου θα είναι υποχρεωμένες να παρέχουν μία ετήσια δωρεάν αναφορά πιστοληπτικής ικανότητας με δυνατότητα προσβολής από τον ιδιώτη, ενώ θα απαγορεύεται να καταχωρούν αρνητικές πληροφορίες σχετικά με πτωχεύσεις, καθυστερήσεις πληρωμών και κατασχέσεις για περισσότερο από μια δεκαετία.

Μια άλλη πρόταση έρχεται από τον Paul Ohm, καθηγητή δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο και συνίσταται στην μετατροπή σε παράνομης της απόλυσης ή άρνησης πρόσληψης λόγω νόμιμης εκτός εργασίας διαγωγής που αποκαλύπτεται στο Facebook ή στα προφίλ της Google.

O Ohm ανησυχεί ότι οι εργοδότες θα μπορούσαν να κάνουν χρήση υπερ-υπηρεσιών κοινωνικής δικτύωσης για να έχουν πρόσβαση σε κινηματογραφικές ή λογοτεχνικές προτιμήσεις των πολιτών ή ακόμα και όρους διαδικτυακής αναζήτησης προκειμένου βασιζόμενοι σε αυτές να προχωρούν σε απολύσεις ή να απορρίπτουν προσλήψεις.

Μια άλλη διέξοδος αποτελεί η μήνυση σύμφωνα με τους τρέχοντες νόμους. Ακόμα όμως κι αν μια δίκη για δυσφήμιση κερδηθεί η ιστοσελίδα δεν είναι υποχρεωμένη να απομακρύνει το προσβλητικό δημοσίευμα ακριβώς όπως και μια εφημερίδα δεν υποχρεούται να αφαιρέσει από το αρχείο της το επίμαχο άρθρο.

Για τον παραπάνω λόγο ορισμένοι ακαδημαϊκοί προτείνουν τη δημιουργία νέων έννομων δικαιωμάτων που θα εξαναγκάζουν τις ιστοσελίδες να αφαιρούν συκοφαντικό ή ψευδές περιεχόμενο μετά από ξεκάθαρη απόδειξη.

Το πρόβλημα είναι ωστόσο ότι αρκετοί άνθρωποι δεν ανησυχούν τόσο για ψευδείς πληροφορίες που προέρχονται από τρίτους όσο για δικές τους αληθινές πληροφορίες που «ανέβασαν» οι ίδιοι, όταν αυτές τεθούν εκτός πλαισίου ή αποκτήσουν αδικαιολόγητη βαρύτητα. Καθώς οι νόμοι περί δυσφήμισης δεν εφαρμόζονται σε περιπτώσεις αληθών γεγονότων ή δηλώσεων ορισμένοι ακαδημαϊκοί προσβλέπουν στην επέκταση της δυνατότητας μήνυσης σε βάρους αληθινών αλλά προσβλητικών παραβιάσεων του απορρήτου, ένα μάλλον δονκιχωτικό εγχείρημα.

Αμερικανοί δικαστές θεωρούν ότι από τη στιγμή που θα εμπιστευτείς κάτι σε ορισμένους ανθρώπους, δεν μπορείς να τους απαγορεύσεις να μοιραστούν αυτές τις πληροφορίες με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτός είναι ο λόγος που οι πλέον υποσχόμενες λύσεις στο πρόβλημα της διαχείρισης υπαρκτών πληροφοριών με προσβλητικό χαρακτήρα δεν είναι νομικού αλλά τεχνολογικού χαρακτήρα. Αντί να μηνύουμε για πρόκληση βλαβών (ή να προσλαμβάνουμε μια εταιρία για να καθαρίζει για εμάς) χρειάζεται να διερευνήσουμε προληπτικές μεθόδους απομάκρυνσης προσβλητικών λέξεων ή φωτογραφιών.

Ημερομηνία λήξης

Ο συγγραφέας Viktor Mayer- Schönberger στο έργο του “Delete” υπερθεματίζει για μια τεχνολογική επίλυση του προβλήματος που θα μιμείται την ανθρώπινη ιδιότητα της λήθης με μια ενσωματωμένη ημερομηνία λήξης των δεδομένων. Στον κόσμο που οραματίζεται οι χρήστες θα μπορούν πριν αποθηκεύσουν οποιαδήποτε πληροφορία, φωτογραφίες, αποστολές σε blog κλπ να επιλέγουν μια ημερομηνία λήξης για τα δεδομένα.

Πρόκειται για κάθε άλλο παρά φαντασίωση καθώς η Google πρόσφατα αποφάσισε να καταστήσει ανώνυμες όλες τις αναζητήσεις μετά πάροδο 9 μηνών, ενώ η νέα μηχανή αναζήτησης Cuil ανακοίνωσε ότι δεν θα αποθηκεύει καμία αναγνωρίσιμη πληροφορία. Επιπλέον υπάρχουν ήδη μικρής εμβέλειας εφαρμογές εξαφάνισης δεδομένων.

Η εφαρμογή της ημερομηνίας λήξης θα μπορούσε να αφορά και στην τεχνολογία αυτοκαταστροφής ηλεκτρονικών δεδομένων που έχει αναπτυχθεί από ερευνητές στο πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον με την ονομασία «Vanish». Η τεχνολογία κωδικοποιεί τα δεδομένα και κατόπιν «τεμαχίζει» το κλειδί. Καθώς τα κομμάτια της πληροφορίας διαβρώνονται ή σκουριάζουν με την πάροδο του χρόνου, έρχεται μια στιγμή που το έγγραφο δεν μπορεί πλέον να «διαβαστεί» από τον υπολογιστή.

Σύμφωνα με τον Tadayoshi Kohno, σχεδιαστή του «Vanish» το Facebook, αν ήθελε, θα μπορούσε να εφαρμόσει παρόμοια πρόσθετα στην πλατφόρμα του. Μέχρι σήμερα όμως ο εκτελεστικός διευθυντής Zuckerberg κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση της διαφάνειας παρά της ιδιωτικότητας, υποστηρίζοντας ότι δεν κάνει τίποτα περισσότερο από τον να υπακούει στο κοινό αίσθημα και τις τρέχουσες κοινωνικές νόρμες που απαιτούν όλο και μεγαλύτερη έκθεση και δημοσιότητα.

Η νέα κανονικότητα της έννοιας του ιδιωτικού

Πρόσφατες δημοσκοπήσεις αλλά και αδημοσίευτα στοιχεία καταδεικνύουν ότι ιδιαίτερα οι νεαρής ηλικίας χρήστες του Facebook στην συντριπτική τους πλειοψηφία όχι μόνο ανησυχούν και ασχολούνται ιδιαίτερα με το προφίλ τους σβήνοντας, διαγράφοντας και αυτολογοκρίνοντας τις προσωπικές πληροφορίες που μοιράζονται αλλά και θεωρούν ότι θα έπρεπε να υπάρχουν νόμοι που να επιτάσσουν την διαγραφή όλων των αποθηκευμένων σε ιστοσελίδες προσωπικών δεδομένων και να δίνουν το δικαίωμα στους χρήστες να πληροφορούνται τι γνωρίζουν οι ιστοσελίδες γι’ αυτούς.

Παρόλα αυτά ο Zuckerberg μπορεί να χει δίκιο όταν αναφέρεται στις μεταβαλλόμενες κοινωνικές νόρμες. Μπαρ και νυχτερινά κέντρα υιοθετούν πλέον πολιτικές που ζητούν από τους πελάτες τους να μην μεταφέρουν τα δρώμενα στους αντίστοιχους χώρους σαν πληροφορίες με τη μορφή blog, φωτογραφιών ή αποστολών στο Twitter.

Η διαμόρφωση συγκεκριμένου ήθους γύρω από την ψηφιακή πληροφορία και το αν αυτή θα πάρει τη μορφή της αδιακρισίας ή στον αντίποδα του σεβασμού μέσω της συγχώρεσης των διαδικτυακών αμαρτιών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από ευρύτερα ζητήματα περί ιδιωτικότητας που άπτονται των μελετών της συμπεριφορικής ψυχολογίας. Ο ακαδημαϊκός Alessandro Acquisti φοβάται ότι «αν σε 20 χρόνια από σήμερα όλοι έχουμε έναν σκελετό στο μπαούλο του Facebook είναι πιθανό οι άλλοι να μην το απαξιώσουν ως αθώο στραβοπάτημα της νεότητας», καθώς προκαταρκτικά συμπεράσματα της ερευνητικής του ομάδας δείχνουν ότι φήμες που στιγματίζουν, όπως οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ αντέχουν περισσότερο στη συλλογική μνήμη από θετικές πληροφορίες όπως η απονομή ενός βραβείου.

Ο Acquisti αναζητά στρατηγικές ήπιας καθοδήγησης που θα παροτρύνουν τους πολίτες να διστάζουν πριν στείλουν πχ μια φωτογραφία τους ως μεθυσμένοι, κάτι που ήδη εφαρμόζει το Gmail το οποίο σε καλεί να λύσεις απλές μαθηματικές πράξεις πριν στείλεις ένα μήνυμα, ως εγγύηση νηφαλιότητας.

Μια αστεία αλλά παραδόξως αποτελεσματική εναλλακτική θα μπορούσε να είναι η χρήση ενός ανθρωπόμορφου εικονιδίου που θα έριχνε μια επικριτική ματιά πριν κανείς πατήσει ένα πλήκτρο αποστολής, κάτι αντίστοιχο με μια αυστηρή εκδοχή του Microsoft Clippy.

Συγχώρεση

Η ιδέα της ιδιωτικότητας ως μορφή ελέγχου ακούγεται από πολλούς ακαδημαϊκούς, αλλά φαντάζει ιδιαίτερα σκληρό να καταδικάζεις ανθρώπους σαν την Stacy Snyder να ζουν για πάντα με τις συνέπειες, επειδή κάποια στιγμή δεν χρησιμοποίησαν υπεύθυνα τις ρυθμίσεις απορρήτου. Το απόρρητο μας προστατεύει από μια άδικη κρίση που βασίζεται σε ψηφίδες προσωπικών πληροφοριών που διαρρέουν παρά τη θέλησή μας. Από την άλλη όμως μπορούμε κάλλιστα να κριθούμε για παρόμοιες δημόσιες πληροφορίες που εμείς απερίσκεπτα επιλέξαμε να αποκαλύψουμε σε λάθος ακροατήριο.

Άλλωστε αυτό που φαίνεται να ανησυχεί περισσότερο τους ανθρώπους στο διαδίκτυο δεν είναι απλά ο έλεγχος του τι είναι προσωπικό – τι δημόσιο αλλά ο έλεγχος της φήμης. Η ιδέα όμως ότι η φήμη μπορεί να ελεγχθεί από τον ενδιαφερόμενο ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας. Αν οι άλλοι δεν έχουν την συναίσθηση να συγχωρήσουν τα ατοπήματά μας ή την εμβρίθεια να μας κρίνουν εντός κάθε φορά των ιδιαίτερων συνθηκών που πλαισιώνουν τις πράξεις μας, τίποτα και κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί για το αντίθετο.

Αν όμως δεν μπορούμε να ελέγξουμε τι σκέφτονται ή λένε οι άλλοι για μας μπορούμε κάλλιστα να ελέγξουμε τη δική μας αντίδραση σε περιεχόμενο που νιώθουμε πως δεν μας εκφράζει. Πρόσφατη έρευνα στο Facebook και άλλες ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης και παρά την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη για το αντίθετο, συντείνει στο ότι τα προφίλ των χρηστών αντανακλούν περισσότερο το ποιοι είναι πραγματικά παρά μια εξιδανικευμένη εκδοχή του εαυτού τους.

Ο καθηγητής Gosling είναι αισιόδοξος για τη σημασία της έρευνάς του στην προοπτική της ψηφιακής συγχώρεσης. Καθώς οι τεχνολογίες κοινωνικής δικτύωσης μας εξαναγκάζουν σε μια συγχώνευση ταυτοτήτων –πώς είμαι στο σπίτι, πώς είμαι με την οικογένεια ή τους φίλους, πώς είμαι στη δουλειά- αυτό οδηγεί αναπόφευκτα και σε μια εξοικείωση με τις ενιαίες ταυτότητες των άλλων έτσι που μια φωτογραφία ενός έγκριτου καθηγητή να πίνει μερικά ποτά δεν θα αποτελεί πλέον τόσο μεγάλο σκάνδαλο.

Πολλοί ενδεχομένως καλωσορίζουν το τέλος του κατακερματισμένου εαυτού με την έννοια ότι θα αποθαρρύνει την κακή συμπεριφορά και την υποκρισία. Η αξία όμως της ιδιωτικής ζωής έγκειται στο ότι επιτρέπει στους ανθρώπους να καλλιεργούν διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητας τους κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Τουλάχιστον λοιπόν για την ώρα η βεβιασμένη συγχώνευση ταυτοτήτων που παλιότερα ήταν διακριτές δεν είναι χωρίς απώλειες με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη νεαρή δασκάλα Stacy Snyder και το πλήγμα στην καριέρα της.

Αν και η ίδια αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε δήλωση ο δικηγόρος της με πληροφόρησε σε πρόσφατη συνέντευξη ότι εργάζεται στους ανθρώπινους πόρους. Η επιτυχία της όμως ως ανθρώπου που μπορεί να αλλάζει, να εξελίσσεται μαθαίνοντας από τα λάθη του και ωριμάζοντας δεν έχει σε καμιά περίπτωση να κάνει με το ψηφιακό αρχείο από το οποίο ίσως να μην απαλλαγεί ποτέ ούτε πολύ περισσότερο με την κρίση αγνώστων στη βάση κάποιου ψηφιακού προφίλ. Σε τελική ανάλυση να μας κρίνουν μπορούν μόνο εκείνοι που μας γνωρίζουν και έχουν το χρόνο να αξιολογήσουν τα προτερήματα και τις αδυναμίες μας, πρόσωπο με πρόσωπο, εντός δεδομένων συνθηκών με περίσκεψη και κατανόηση.

*[ΣτΜ] «Επίχρυση εποχή» (Gilded Age) ήταν για τις ΗΠΑ μια εποχή γρήγορης οικονομικής ανάπτυξης, στα χρόνια που ακολούθησαν τον εμφύλιο πόλεμο (1869-1896). Ονομάστηκε έτσι σκωπτικά, από τον τίτλο του βιβλίου του 1873 των Μαρκ Τουέιν και του Τζαρλς Ντάντλεϊ Γουόρνερ The Gilded Age: A Tale of Today, λόγω της υπερβολικής τάσης για επίδειξη πλούτου, που κυριαρχούσε τότε.

Η μετάφραση είναι του Σωτήρη Λάκη σε επιμέλεια της Ανθής Κ., μέλη του μεταφραστικού project του Tvxs.

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP

Download on the App Store

Μοίρασε το

του αρθρογράφου

ideas change society

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Αφήστε μια απάντηση

Σχόλια

Μπες στη συζήτηση

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου