Κάποιοι – αρκετοί μάλιστα – με ρώτησαν χθες:
–Εντάξει, όλοι μας αγαπήσαμε κατά καιρούς τα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου.
Αλλά εσύ, τι έχεις πάθεις και τον επικαλείσαι συχνά;
Απαντώ λοιπόν:
Το «τραγούδι» – με την ευρύτερη έννοια – έχει πολύ κεντρικό ρόλο στην Ελληνική Πολιτιστική Παράδοση.
Και στην διαχρονικότητά της. Και στο γεγονός ότι άντεξε χιλιετίες…
Με μια έννοια ο Όμηρος που καθόρισε διαχρονικά τον χαρακτήρα του Έλληνα, ήταν ένας «τραγουδοποιός» της εποχής του.
Όπως και ο Τυρταίος και τόσοι άλλοι.
Αλλά και οι υμνωδοί της Ορθοδοξίας, κατά κάποιο τρόπο «τραγουδοποιοί» ήταν επίσης.
Σε εντελώς διαφορετικά πλαίσια, βέβαια…
Και ο Βιτσέντζος Κορνάρος στους μεσαιωνικούς χρόνους…
Αλλά και οι ανώνυμοι που μετεξέλισσαν συνεχώς τα δημοτικά τραγούδια.
Και καθόρισαν ανεξίτηλα την ταυτότητα του νεοέλληνα.
Και στην πιο σύγχρονη εποχή, ο Βαμβακάρης και ο Τσιτσάνης και ο Μανώλης Χιώτης και ο Σαββόπουλος και η Αρλέττα, τραγουδοποιοί υπήρξαν.
Τι θα πει «τραγουδοποιός»;
Δεν θα πει «μουσικοσυνθέτης», αν και όλοι τους γνώριζαν καλά μουσική.
Δεν θα πει «ποιητής», αν και πολλές φορές έγραψαν καταπληκτικούς στίχους…
Θα πει αυτό το ταυτόχρονο «τονικό πάντρεμα», ανάμεσα στη μουσική και το στίχο, που κρούει χορδές στο υποσυνείδητο και μπολιάζει τις ψυχές και το αγκαλιάζουν χιλιάδες άνθρωποι και αντέχει χρόνια και χρόνια…
Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει το «μαγικό τρόπο» με τον οποίο λειτουργεί και αποτυπώνεται το τραγούδι…
Αλλά δεν θα ήμασταν ίδιος λαός, αν δεν είχαμε αυτά τα τραγούδια!
Ούτε θα ήμασταν τα ίδια πρόσωπα – ο καθένας μας ξεχωριστά – αν δεν είχαμε ακούσει, δεν είχαμε μερακλώσει, δεν είχαμε συγκινηθεί, δεν είχαμε χορέψει και δεν είχαμε δακρύσει με αυτά τα «τραγούδια».
Από τα δημοτικά μέχρι τα νησιώτικα και τα σμυρναίϊκα, μέχρι το «μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια» του Μάρκου μέχρι τη «τσιγγάνα» του Τσιτσάνη μέχρι τη «Μαύρη Θάλασσα» του Σαββόπουλου και το ανεπανάληπτο «μ’ αεροπλάνα και βαπόρια» που το απογείωσε αργότερα η Μπέλλου μέχρι και τη «Σερενάτα» της Αρλέττας (που μας έφυγε πολύ πρόσφατα).
Για να μη μιλήσω για την τεράστια παρακαταθήκη που άφησαν ο Σουγιούλ και ο Χιώτης στο ελληνικό τραγούδι, αν και, με την αυστηρή έννοια, «τραγουδοποιοί» δεν ήσαν ίδιοι…
Με το Σαββόπουλο, όμως, υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο:
Δεν μας άγγιξε απλώς. «Είδε» και πολύ μακρύτερα από την εποχή του…
Κι ας μη τον καταλάβαμε πάντα…
Μας άγγιζε, μας συγκλόνιζε, αλλά το μήνυμά του δεν το πιάναμε όλες τις φορές…
Το 1983, έγραψε το «τραπεζάκια έξω».
Το 1983, όταν κυριαρχούσε ο πυρετός του λαϊκισμού η ευωχία από τις (απολύτως πληθωριστικές όπως αποδείχθηκε) «παροχές» του ΠΑΣΟΚ.
Μέσα στα διάφορα κομμάτια της συλλογής εκείνης, ξεχωρίζει το χιλιοτραγουδημένο:
«Ας κρατήσουν οι χοροί»…
Διονυσιακό στο στιλ του, ξεσηκώνει τους πάντες να χορέψουν, παρεϊστικο στο χαρακτήρα του, αλλά με στίχο που αιφνιδιάζει, κι όσο περνάει ο καιρός αποδεικνύεται προφητικό.
Γιατί το μήνυμά του είναι πάνω απ’ όλα υπερβατικό.
Υπερβαίνει παραδοσιακές αντιθέσεις που χρόνια σπάρασσαν την ελληνική διανόηση…
Και γκρεμίζει τείχη που χώριζαν τους ανθρώπους για χρόνια.
«Κι είτε με τις αρχαιότητες, είτε με Ορθοδοξία, των Ελλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο γαλαξία»
Και οι δύο μεγάλες παρακαταθήκες από το παρελθόν μας, εφαλτήριο για το μέλλον!
Τη μεγάλη συζήτηση που τόσο δίχασε «τη γενιά του ’30 και την αμέσως μεταπολεμική γενιά, για την «αρχαιοελληνική» ή τη «ρωμαίικη» ταυτότητα του νέου Ελληνισμού, την «τελειώνει» σε δύο γραμμές!
Με τον καλύτερο τρόπο. Και με τα μάτι στραμμένα στο μέλλον:
Και για όποιον δεν το κατάλαβε: το σύγχρονο (τεχνολογία) αγκαλιάζει το διαχρονικό της ιδιοπροσωπείας μας:
«…Με πομπούς και με κεραίες, κάνουν οι Έλληνες κυκλώματα κι Ιστορία οι παρέες!»
Πάει και η άλλη μεγάλη «σύγκρουση» ανάμεσα στο συλλογικό και το ατομικό:
Ξεπερνιέται μέσα από το «Πρόσωπο» που είναι κοινωνικοποιημένο άτομο:
–Όχι «γυμνό» άτομο, χωρίς κοινωνικές αναφορές…
–Ούτε και «μαζάνθρωπος», «ισοπεδωμένος» μέσα στο κοπάδι…
Αλλά Πρόσωπο – δηλαδή άτομο με ηθική διάσταση, μέσα από τις σχέσεις του με άλλα ελεύθερα πρόσωπα:
«… με χορούς κυκλωτικούς κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς»
Θα μπορούσε να ήταν μανιφέστο σύγχρονου φιλελευθερισμού.
Αλλά κανείς δεν το κατάλαβε τότε… (Ούτε και τώρα…)
Και το πιο καταπληκτικό – το μυστικό της λύτρωσης το δείχνει ο νεότεροςτης παρέας:
«…ο Άλκης ο μικρός μας…»
Που τι κάνει ο αθεόφοβος; «Σμίγει παλιές και αναμμένες τροχιές με το ροκ του μέλλοντός μας»!
Η παράδοση, η ιστορικά διαμορφωμένη ταυτότητά μας – οι παλιές και αναμμένες τροχιές – οδηγούν κατευθείαν στο μέλλον…
Το οποίο προβλέπεται οργιαστικό! Αληθινό «ροκάρισμα»: Το ροκ του μέλλοντός μας!
Πάει και το μακροχρόνιο και άγονο «δίλημμα»:
–Αν θα κρατήσουμε τη «εθνική μας ταυτότητα», για να μη χάσουμε την ψυχή μας,
–Ή αν θα απαρνηθούμε την ταυτότητά μας (θα πουλήσουμε την Ψυχή μας) προκειμένου – επιτέλους – να εκσυγχρονιστούμε.
Ο Διονύσης μας λέει ότι θα εκσυγχρονιστούμε, εφ’ όσον αναβιώσουμε τα καλύτερα και πιο διαχρονικά από την ιστορική μας ταυτότητα (από τις «παλιές και αναμμένες τροχιές»).
Δεκατρία χρόνια πριν από το κίνημα Εκσυγχρονισμού του Σημίτη!
Που προσπάθησε να μας «εκσυγχρονίσει» ο έρμος κι αυτός, κηρύσσοντας τον πόλεμο σε στοιχεία της εθνικής μας ταυτότητας (πατριωτισμό και Ορθοδοξία).
Και για όσους δεν το κατάλαβαν, με αυτό το «πάντρεμα» παράδοσης και μέλλοντος, ο Σαββόπουλος κλείνει θριαμβευτικά το τραγούδι του με το ίδιο μήνυμα:
«…Και στης νύχτας το λαμπάδιασμα θα πυκνώνει ο δεσμός μας, και θα σμίγει παλιές και αναμμένες τροχιές, με το ροκ του μέλλοντός μας»
Θα πάμε όλοι μαζί – δεν θα διχαστούμε πάλι («θα πυκνώνει ο δεσμός μας»)
Και θα «σμίγουν» οι παλιές «αναμμένες τροχιές» με «το ρόκ του μέλλοντός μας»!
Θα μπορούσε να είναι ο «ύμνος» του σύγχρονου φιλελεύθερου μεταρρυθμιστικού κινήματος!
Αλλά ποιος τα πιάνει αυτά;
Ο Διονύσης κάνει ακόμα κάτι εκπληκτικό:
Την πλήρη ρήξη με το διχαστικό λαϊκισμό!
«Τι να φταίνε οι εκπρόσωποι έρημοι κι απρόσωποι.
Αν πονάει η κεφαλή φταίει η απρόσωπο αγάπη που ’χει βρεί…»
Δεν βγάζει αντιπολιτικό μένος.
Δεν βγάζει λαϊκισμό (φταίνε οι πολιτικοί, οι ξένοι κλπ.)
–Τι να φταίνε κι αυτοί, σου λέει…
–Φταίει η απρόσωπη «αγάπη» τους.
Φταίνε τα απρόσωπα τοτέμ και τα πιστεύω τους.
Οι υπερ-πολιτικοποιημένες μπαρούφες τους, τα κούφια συνθήματα και ο ξύλινος λόγος τους.
Και δεν χρειάζεται να πει τίποτε άλλο, ούτε να τους «καταγγείλει», ούτε να ζητήσει να καούν στην πυρά ή να αιωρούνται σε ικριώματα (όπως ζητούσαν οι «κανίβαλοι» στις πλατείες, το 2011…)
Δεν χρειάζεται τίποτε απ’ όλα αυτά…
Γιατί ο Διονύσης αντιπαραθέτει το «υπερόπλο» που έχει, απέναντι στην κενότητά τους!
Το υπερόπλο που τελικά όλοι έχουμε:.
Τη δικιά του – δικιά μας – «αγάπη»: «Μα η δικιά μου έχει όνομα, έχει σώμα και θρησκεία και παππού σε μέρη αυτόνομα μέσα στην τουρκοκρατία».
Κι εκεί το τερματίζει!
Μιλάει από τότε – από το 1983 – για το σώμα της κοινωνίας!
Και στα επόμενα τριάντα χρόνια προσπαθούν ματαίως οι «φωταδιστές» της «πολιτικής ορθότητας» να κατακερματίσουν την κοινωνία σε αλληλομισούμενες «μεινότητες».
Μιλάει με υπερηφάνεια, σχεδόν λυτρωτικά, για τη «Θρησκεία».
Και στα επόμενα τριάντα χρόνια πασχίζουν διάφοροι «φωταδιστές», να εκμηδενίσουν το αποτύπωμα της Ορθοδοξίας από την εθνική μας παράδοση.
Και να εκριζώσουν τη θρησκευτικότητα από την ψυχή των ανθρώπων.
«Και παππού σε μέρη αυτόνομα, μέσα στην τουρκοκρατία…»
Α ρε κατακαημένη Μαρία (Ρεπούση), τίποτε δεν κατάλαβες!
Ούτε τότε, ούτε αργότερα.
Άλλωστε σε είχε ειδοποιήσει Μαρία μου, ο Σαββόπουλος.
Από το 1972 όταν πρωτοβγήκε το «μ’ αεροπλάνα και βαπόρια»:
Μας εκμυστηρεύθηκε τότε, πως:
–Ο πατέρας μου ο Μπατης, ήλθε από τη Σμύρνη το εικοσιδυό…!
Δεν τον ρώταγες πριν γράψεις το ιστορικό σου πόνημα (τρείς δεκαετίες αργότερα – για παιδάκια της 6ης δημοτικού), πώς ακριβώς ήλθε τότε από το Σμύρνη;
Πώς γλίτωσε ο Μπάτης το… «συνωστισμό» στην παραλία;
Ε, Μαρία;
Όλα αυτά που μας ταλαιπωρούσαν και μας δίχαζαν τα επόμενα τριάντα χρόνια, ο Σαββόπουλος τα είχε δει και τα είχε απαντήσει…
Από τότε!
Κι εμείς τα είχαμε τραγουδήσει, και τα είχαμε καταφχαριστηθεί, αλλά δυστυχώς, δεν είχαμε καταλάβει τίποτε!
Ναι, όμως στην ψυχή μας είχαν κατασταλάξει.
Κι άντε μετά να τα σβήσεις εσύ (Μαρία μου)…
Όλα αυτά δεν τα «είδε» ο Σαββόπουλος μέσα από φιλοσοφική «προσέγγιση» και τα δεν τα έγραψε με πολιτική σκοπιμότητα (ή υστεροβουλία).
Πιθανότατα κι ο ίδιος δεν καταλάβαινε ότι έδινε «χρησμούς για το μέλλον».
Ήταν η ενόραση του καλλιτέχνη, αυτό το άφατο που ξεπηδάει από την κυτταρική του μνήμη, υποκινεί το ένστικτό του, γονιμοποιεί το ταλέντοτου και βγαίνει ως «έμπνευση» που σπάει κόκκαλα και χαλάει κόσμο
Και γαλουχεί γενιές και γενιές…
Κι ο ίδιος δεν μπορεί καλά-καλά, ούτε να το κατανοήσει λογικά ούτε να το ερμηνεύσει…
Ναι, «ενορατική έμπνευση» το λένε!
Και όταν μιλάει τέτοια έμπνευση, τα σκύβαλα της στημένης προπαγάνδας βουβαίνονται.
Ο Σαββόπουλος αριστερός ξεκίνησε.
Κι ενώ για χρόνια πολλά είχε τους αριστερούς φίλους του στην καρδιά του, την ίδια την Αριστερά την είχε ξεπεράσει…
Ήδη από το 1989, όταν βρωντοφώναξε (και τραγούδησε):
–Έχει αποτύχει σύμπασα η Αριστερά!
Το πλήρωσε βέβαια…
Ήταν το λιγότερο επιτυχημένο εμπορικά άλμπουμ του ως τότε. Όμως κι αυτό που έσωσε οριστικά την ψυχή του! Σκεφτείτε, ο Σαββόπουλος, ο «γνωστός Αριστερός», έκανε τραγούδι, το: «έχει αποτύχει σύμπασα η Αριστερά», λίγους μήνες ΠΡΙΝ πέσουν τα τείχη στην Ευρώπη!
Κι οι φιλελεύθεροι μας, μέχρι πρόσφατα δεν τολμούσαν να το ψιθυρίσουν καν. Και τώρα μόλις τολμούν να το πουν! Δεν άκουσαν το Σαββόπουλο το 1989… Και αντέδρασαν στην ανοησία του… Κοντονή το 2017! Δεν βαριέσαι! Κάλιο αργά…
Ας κρατήσουν οι χοροί, λοιπόν…