Δεν ήθελε πολλά ο Ντιβανέ. Νισάφι πια με τις έχθρες και με τις ιστορίες. Το γνώριζε πολύ καλά πως είναι Κούρδος, αλλά είχε αποφασίσει να ζήσει σαν Τούρκος. Ό,τι έγινε έγινε. Οι πρόγονοί του προσπάθησαν, αγωνίστηκαν, δεν τα κατάφεραν να πάρουν πίσω τα χώματά τους, τελείωσε. Είχε ένα χωραφάκι, πεντ’ έξι πρόβατα – λίγο βοσκός λίγο γεωργός, θα πορευόταν. Γι’ αυτό όταν ήρθε το χαρτί από τη στρατολογία χάρηκε. Δυο χρόνια φανταριλίκι και μετά καλός πολίτης – φτωχός αλλά καλός. Μόνο η μάνα του δεν ήθελε να τον αφήσει να υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό και τον παρότρυνε να γίνει λυποτάκτης.
Ένα μήνα ήθελε να απολυθεί, όταν η Τουρκία για να τα καταφέρει να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ δήλωσε συμμετοχή στον Πόλεμο της Κορέας. Δεν είχε επιλογή ο Ντιβανέ, διατάχθηκε να πάει, αλλά δεν το έκανε και αγγαρεία. Άλλωστε ο χότζας είχε φροντίσει να τους εμψυχώσει: «Εκείνος που θα πεθάνει για την πατρίδα είναι σεχίτ/ήρωας εθνομάρτυρας, αλλά κι όποιος τραυματιστεί είναι ένας τιμημένος γκαζί».
Και είδε πράματα και θάματα. Μπήκε σε καράβι για πρώτη φορά στη ζωή του, είδε πλαστικά μαχαιροπίρουνα, ζεστό νερό να τρέχει από τις σωλήνες, οδοντίατρους να βγάζουν δόντι με μια κίνηση και χωρίς να κρατά κανείς τον ασθενή, μάγειρες να επιδίδονται σε ιεροτελεστίες πάνω από τα πιάτα, αλλά είδε και σκοτωμούς, μάτια σβησμένα, κορμιά ρακένδυτα, παιδιά ορφανεμένα, τη φρίκη και το θάνατο. Είδε ακόμα στρατόπεδα αιχμαλώτων, τιμωρίες, ρουφιανιές. Είδε όμως κι εκείνον, τον Γκερμό, που στέκονταν απέναντί του πάντα με το ίδιο βασανιστικό ερώτημα: «Με ποιους είσαι, για ποιους πολεμάς, τι θες εσύ Κούρδος στο πλευρό των Τούρκων;»
Όταν ο πόλεμος τελείωσε δεν υπήρχε νικητής, αλλά όμως ήταν πολλοί οι ηττημένοι. Η επιστροφή στην Τουρκία κουβαλούσε κυρίως πένθος και μαυρισμένες ζωές, τα όνειρα είχαν μείνει εκεί, στην Κορέα, στη «δροσιά της αυγής».
Ο Ντιβανέ δεν θα γινόταν ποτέ βοσκός ούτε γεωργός, ούτε ακόμα και οδηγός ενός μεγάλου λεωφορείου, όπως γλυκο-ονειρευόταν μέσα στη μαυρίλα των μαχών. Ένας τυφλός ραψωδός-ζητιάνος, με το σαν ολόγιομο φεγγάρι μπεντρίρ του, θα περιπλανιόταν και θα μαρτυρούσε τα όσα έζησε, πιόνι αυτός στην πολιτικο-στρατιωτική σκακιέρα. Κυνηγημένος για τα μοιρολόγια του από την πατρίδα που υπηρέτησε.
Κι όταν καμιά φορά άκουγε στο ραδιόφωνο τη φωνή του φίλου του Γκερμό, που ερχόταν από την άλλη πλευρά του Αραράτ, από την Αρμενία, τότε φώναζε μ’ όλη του τη δύναμη: Δίκιο είχες φίλε μου, δίκιο είχες.
Εκεί ο θεός κοιμόταν. Μια μαρτυρία για την εμπλοκή των Τούρκων στον Πόλεμο της Κορέας, για την ύπαρξη Κούρδων στα αντίπαλα στρατεύματα, για τους περίπου τέσσερις χιλιάδες στρατιώτες που χάθηκαν στη μακρινή χώρα, για μια ξένη υπόθεση. Μια μαρτυρία για τη ζωή στα στρατόπεδα αιχμαλώτων, για την ανταμοιβή των στρατιωτών που γύρισαν σακατεμένοι.
Εκείνες τις χρονιές ο θεός κοιμόταν στην Κορέα, όπως κατά καιρούς όλο και πιο συχνά κοιμάται σε διάφορα σημεία της Γης κι αφήνει κάτω από τα κλειστά του μάτια να χάνονται ζωές, να συντρίβονται όνειρα και να χορεύει ο θάνατος.