της ΠΕΝΝΥΣ ΜΠΑΛΙΟΥΣΗ
Με αφορμή το νομοσχέδιο που θα ανατρέψει την απαρχαιωμένη ελληνική νομοθεσία, επανήλθε στο προσκήνιο αυτό που γίνεται θέμα σε τηλεόραση, περιοδικά και εφημερίδες κάθε φορά που ένα παιδάκι χωρίς την ελληνική ιθαγένεια σηκώνει τη σημαία στις παρελάσεις των εθνικών εορτών.
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: ο ρατσισμός στην Ελλάδα ζει και βασιλεύει. Οι περισσότεροι Έλληνες δεν το παραδέχονται, αρκούνται στο να βγάζουν την ουρά τους απ’ έξω λέγοντας πως δεν είναι «ρατσιστές γενικά, παρά μόνο με τους…». Συμπληρώστε τη φράση με όποια εθνικότητα επιθυμείτε και θα έχετε μια πρώτης τάξεως ελληνική δικαιολογία για την εξαίρεσή σας από το χαρακτηρισμό του ρατσιστή. Επιπλέον, όταν καίγεται η ελληνική σημαία κάθε χρόνο στις 17 Νοεμβρίου, πρώτα εξετάζουμε αν την έκαψε αλλοδαπός και μετά ακολουθούν οι υπόλοιπες υστερίες. Όταν αναφέρονται ληστείες, φόνοι, βιασμοί, η περιγραφή του δράστη συνήθως ξεκινάει από την εθνικότητα του. Σαν να αλλάζουν τα γεγονότα τα ίδια από αυτήν τη λεπτομέρεια.
Υπάρχουν τόσες αντιφάσεις σχετικά με το θέμα του ρατσισμού στην καθημερινότητα μας. Συχνά λέμε πως ‘Έλληνας δε γίνεσαι, γεννιέσαι’, μια φράση που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Καθημερινά παραδείγματα υπάρχουν παντού γύρω μας, ενώ μπορεί να είμαστε κι οι ίδιοι παράδειγμα. Πρώτη και καλύτερη: Εγώ. Γεννημένη στην Αμερική, από Έλληνες γονείς, με Αμερικάνικο διαβατήριο και με ένα ζεστό “Welcome home” κάθε φορά που επιστρέφω στο JFK. Κι ας μην έχω ζήσει εκεί παραπάνω από τον πρώτο χρόνο της ζωής μου και τις, συνολικά, λίγες μέρες που έχω επισκεφθεί τη χώρα. Αμερικανική υπηκοότητα, Ελληνική καταγωγή. The best of two worlds.
Φυσικά, δεν πρέπει να πέσουμε στην παγίδα της γενικολογίας, καθώς δε σκέφτονται όλοι οι Έλληνες με τον ίδιο τρόπο. Το αποδεικνύουν και τα στατιστικά του περασμένου έτους, που αναφέρουν 3340 γάμους Ελλήνων με αλλοδαπές και 1097 γάμους Ελληνίδων με αλλοδαπούς. Μέχρι ένα σημείο, η καχυποψία είναι δικαιολογημένη: με την έκρηξη του μεταναστευτικού ρεύματος προς στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Έλληνας ξαφνικά βρέθηκε αντιμέτωπος με μια πρωτόγνωρη κατάσταση στην οποία έπρεπε να προσαρμοστεί γρήγορα. Από τη δυσκολία της προσαρμογής στη νέα τάξη πραγμάτων μέχρι τα καθημερινά και πολυάριθμα κρούσματα βίας εναντίον των μεταναστών, κύριως στα μεγάλα αστικά κέντρα, υπάρχει μεγάλη απόσταση.
Η λέξη κλειδί είναι μία: σεβασμός.
Σεβασμός στη διαφορετική κουλτούρα.
Σεβασμός στις διαφορετικές συνήθειες.
Σεβασμός στον Θεό τους.
Σεβασμός στην ιστορία τους.
Ένας λαός όπως οι Έλληνες, με 11 εκατομμύρια πληθυσμό εντός της χώρας και 7 εκατομμύρια ομογενείς 115 χώρες, όπου κάθε οικογένεια έχει τουλάχιστον έναν συγγενή σε κάποια μακρινή ήπειρο, οφείλει να σέβεται και να βοηθά τον μετανάστη που αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι του, την οικογένεια του και τη γη του υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες. Όσο είμαστε εχθρικοί, θα αμύνονται, συχνά επιτιθέμενοι. Λέγεται ένστικτο επιβίωσης και το έχουμε όλοι.