Εντάξει, ο ελληνικός λαός δεν είναι ο καλύτερα πληροφορημένος στον αναπτυγμένο κόσμο και το ερώτημά μας είναι αν θέλει να έχει καλή πληροφόρηση –και αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο. Εξάλλου, στον ωκεανό της παραπληροφόρησης που καλύπτει την χώρα, οι λιγοστές πηγές σοβαρής, υπεύθυνης και όσο γίνεται πιο αντικειμενικής παροχής πληροφοριών απευθύνονται επίσης σε ολίγους. Έτσι, στην χώρα μπορεί ο καθένας να λέει και να πράττει ό,τι θέλει, αρκεί να διαθέτει τα προς τούτο αποτελεσματικά και θορυβοποιά μέσα.
Στο πλαίσιο αυτής της –θλιβερής για μία χώρα με την ιστορία της Ελλάδος– πραγματικότητας, η πολιτική έχει καταστεί ένα ανούσιο παιχνίδι επικοινωνίας, κακίστης ποιότητος, που θέτει ένα θεμελιακό ερώτημα: είναι αυτό το παιχνίδι συστατικό στοιχείο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι απλή. Και τούτο διότι, μετά την παταγώδη κατάρρευση του κομμουνισμού και την ταυτόχρονη εξάπλωση της παγκοσμιοποίησης, τα ιδεολογικά δεδομένα ασκήσεως της πολιτικής επίσης αλλάζουν. Στην αλλαγή αυτή ήλθαν να προστεθούν και οι ραγδαίες εξελίξεις στον χώρο των μέσων μαζικής ενημερώσεως (ΜΜΕ), όπου δυσδιάκριτα είναι πλέον τα όρια ανάμεσα στην πληροφόρηση και την επικοινωνία. Συνεπώς, μεταβάλλεται άρδην και η αποτελεσματικότητα του μηνύματος που εκπέμπουν τα μέσα, τα οποία, για λόγους καιροσκοπισμού, το κατευθύνουν κατά το δοκούν.
Χαρακτηριστικά, από την άποψη αυτή, είναι όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, όπου η πολιτική είναι ουσιαστικά κενή περιεχομένου και η πεμπτουσία της έγκειται στο ποιος θα κοροϊδέψει ποιον, πώς, πόσο γρήγορα και με αντικειμενική σκοπό την άντληση σημαντικών υλικών και άλλων ωφελειών. Εξηγούμεθα: Η Ελλάδα, από το 1974 και μετά, επέλεξε να ακολουθήσει τον ευρωπαϊκό δρόμο και η επιλογή της αυτή σήμερα, με βάση τους πολιτικούς συσχετισμούς, συγκεντρώνει την αποδοχή του 87% του ελληνικού λαού. Οι μόνες πολιτικές δυνάμεις που τάσσονται ξεκάθαρα εναντίον της ευρωπαϊκής προοπτικής μας είναι το σταλινικό ΚΚΕ, η Χρυσή Αυγή, οι κουκουλοφόροι και κάποιοι ακροαριστεροί αιθεροβάμονες.
Τί σημαίνει, όμως, αποδοχή της ευρωπαϊκής προοπτικής, η οποία από το 1982 απέφερε στην χώρα 616 δισεκατομμύρια ευρώ καθαρές επιδοτήσεις; Γιατί σήμερα η ΕΕ κάνει το κατά δύναμιν για να αποφευχθεί η χρεοκοπία μας; Ευρωπαϊκή προοπτική, λοιπόν, σημαίνει τα ακόλουθα: Πρωτίστως, την πλήρη αποδοχή της Συνθήκης της Ρώμης, η οποία προσβλέπει προς μία Ευρώπη δημοκρατική, στηριζόμενη στο κράτος δικαίου και οικονομικά φιλελεύθερη, με άλλοτε μικρές ή μεγάλες δόσεις κρατικού παρεμβατισμού, υπό συνθήκες όμως σεβασμού του ανταγωνισμού. Πάνω στις αρχές αυτές συμφώνησαν –και συμφωνούν– οι μεγάλες πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης (Χριστιανοδημοκράτες, Σοσιαλδημοκράτες και Φιλελεύθεροι), οι οποίες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκπροσωπούν το 67% των ευρωπαίων πολιτών. Αυτό δε το ποσοστό πλησιάζει το 80% αν προστεθούν οι Οικολόγοι-Πράσινοι και η Δημοκρατική Αριστερά. Αντιευρωπαϊκές δυνάμεις είναι η φαιοκόκκινη συμμαχία του δικού μας ΚΚΕ και κάποιων οριακών ακροδεξιών δυνάμεων στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη, οι Άγγλοι ακροδεξιοί, το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο και φαιοκόκκινο μείγμα εθνικών κομμάτων.
Από όσα προηγούνται προκύπτει ξεκάθαρα ότι οι πολιτικές διαφορές στην ΕΕ είναι πολύ μικρές, αν όχι σχεδόν ανύπαρκτες. Και ίσως το γεγονός αυτό να μεταφράζεται σε κόπωση των εκλογικών σωμάτων, που λογικό είναι να αναζητούν και άλλες διεξόδους σε συγκεκριμένα προβλήματα της καθημερινότητας και μη. Οι μεγάλες πολιτικο-ιδεολογικές αντιπαραθέσεις ανήκουν στο παρελθόν. Η πολιτική είναι έτσι αποκλειστικά και μόνον ένα παιχνίδι εξουσίας, στο οποίο κυριαρχεί το εμπόριο των υποσχέσεων. Ένα εμπόριο στο οποίο καθοριστικός είναι ο ρόλος των ΜΜΕ, και κυρίως της τηλεοράσεως και του Διαδικτύου. Τα μέσα αυτά, χωρίς καμμιάν αμφιβολία, ασκούν τέτοια πίεση στους πολιτικούς που τελικά διαμορφώνουν τις συμπεριφορές τους και τον πολιτικό τους λόγο. Δεν νοείται έτσι σήμερα παρουσία στον πολιτικό στίβο χωρίς την συμβολή ειδικών συμβούλων πολιτικού μάρκετινγκ και πολιτικής επικοινωνίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική καθίσταται μία σκηνοθετημένη πραγματικότητα στην οποία πρωταγωνιστούν πραγματικοί επαγγελματίες της πολιτικής, αλλά και άνθρωποι άσχετοι με την διαχείριση των κοινών, όπως ποδοσφαιριστές, ηθοποιοί, τραγουδιστές και γελωτοποιοί. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η δημοκρατία ως πολιτικό σύστημα υφίσταται σοβαρές μορφολογικές αλλοιώσεις και η αντιπροσώπευση, από αμιγώς πολιτικό σύστημα, μεταλλάσσεται σε θεσμό ενός άλλου συστήματος –εν προκειμένω της σκηνοθετημένης πραγματικότητας– που καλείται να υπηρετήσει.
Υπό την έννοια αυτή, ο πολίτης είναι ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά εξαρτημένος και συμμετέχει στην κοινωνία όχι ως κατ’ ισομοιρίαν εταίρος, αλλά ως απλό μέλος ενός κοπαδιού, ήτοι ενός τηλεοπτικού όχλου. Από το σημείο αυτό και μετά, η μοίρα του δεν εξαρτάται ούτε από ιδεολογίες, ούτε και από φιλοσοφικές πολιτικές αρχές. Εξαρτάται από το επίπεδο της πολιτικής ηθικής αυτών που τού επιβάλλουν να επιλέξει. Αντί λοιπόν να έχουμε αναβάθμιση της πολιτικής ατομικότητας, παρατηρούμε μία μετάβαση του πολίτη στην αγελαία πολιτική συμμετοχή –με ό,τι η εξέλιξη αυτή συνεπάγεται για το μέλλον μιας κοινωνίας στον παγκοσμιοποιημένο και πολύπλοκο κόσμο μας. Μίας κοινωνίας η οποία πορεύεται δέσμια ιδεοληψιών και ιδεολογημάτων που τρέφουν ψευδείς συνειδήσεις. Οι τελευταίες, όμως, θα μπορούσαν να μετατραπούν και σε εργαλεία καταστροφής.