Ένα θεμελιώδες ερώτημα είναι: ο δημόσιος τομέας υπάρχει για να εξυπηρετεί τους δημοσίους υπαλλήλους ή οι δημόσιοι υπάλληλοι υπάρχουν για να παρέχουν υπηρεσίες στο κοινό; Ενώ η γρήγορη απάντηση θα ήταν ‘’προφανώς, το δεύτερο’’, η εμπειρία δείχνει ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό ισχύει το πρώτο. Μεγαλύτερες συντάξεις σε χαμηλότερα ηλικιακά όρια, αποσύνδεση των αμοιβών από την απόδοση, καθεστώς μεγαλύτερης εργασιακής ασφάλειας, προσλήψεις και προαγωγές με αναξιοκρατικό τρόπο, όλα συμβάλλουν ώστε ο τυπικός δημόσιος υπάλληλος να βρίσκεται σε καθεστώς πολύ ευνοϊκότερο από αυτό του μέσου πολίτη, τον οποίο ετάχθη να εξυπηρετεί.
Στην κατάσταση αυτή συνέβαλε αποφασιστικά ο ασύδοτος, κομματικοποιημένος συνδικαλισμός. Η ρίζα του κακού ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ και πρωθιερεύς του λαϊκισμού ανήγαγε τον συνδικαλισμό σε ένα από τα τρία, κατ’ αυτόν ισότιμα, ‘’βάθρα της δημοκρατίας’’, μαζί με το κοινοβούλιο και την τοπική αυτοδιοίκηση. Τα πάσης φύσεως προνόμια που αλόγιστα θεσπίσθηκαν τότε υπέρ των διαφόρων ‘’εργατοπατέρων’’ οδήγησαν σε ουσιαστική συν-διοίκηση επιχειρήσεις του δημοσίου και, ενίοτε, και του ιδιωτικού τομέα, σε κατάχτηση απεργιακών κινητοποιήσεων και σε σταδιακή συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης.
Βεβαίως, η συνδικαλιστική ασυδοσία δεν δημιούργησε διατηρήσιμα οφέλη για τους μισθωτούς. Όταν το μέγεθος και οι δυσλειτουργίες του κράτους – μαμούθ συνέθλιψαν τον ιδιωτικό τομέα, οι απεργίες, οι εκβιαστικές πράξεις και απειλές, οι γεμάτες επιθετικότητα καθημερινές δηλώσεις στα ΜΜΕ δεν στάθηκαν ικανές να αποτρέψουν την ανεργία και την φτωχοποίηση. Η κοινωνία, όμως εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να είναι όμηρος στα χέρια συνδικάτων και κατεστημένων που, πάνω από όλα, αγωνίζονται για να διατηρήσουν τον ‘’δημόσιο χαρακτήρα’’, δηλ. την μονοπωλιακή ισχύ των επιχειρήσεων και υπηρεσιών όπου απασχολούνται. Πρόσφατα παραδείγματα, οι κινητοποιήσεις στην ΤΡΑΙΝΟΣΕ, στις αστικές συγκοινωνίες σταθερής τροχιάς, στα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους.
Η κατάσταση αυτή, προφανώς, δεν μπορεί να συνεχισθεί άλλο. Την στιγμή που συζητείται η αλλαγή του καθεστώτος ασυλίας υπουργών και βουλευτών, δεν είναι αποδεκτό να τυγχάνουν ασυλίας όσοι, εν ονόματι του συνδικαλισμού, προκαλούν σε άλλους – φυσικά ή νομικά πρόσωπα – παρανόμως ζημία ή βλάβη, αλλά πρέπει να υπέχουν τις ίδιες αστικές και ποινικές ευθύνες που προβλέπει για όλους η ισχύουσα νομοθεσία. Οι απεργίες να αποφασίζονται με πλειοψηφία 50%+1 των εγγεγραμμένων μελών κάθε σωματείου ή συνδικάτου ενώ, ταυτοχρόνως, να περιορισθεί το εύρος των θεμάτων για κήρυξη απεργιών στον δημόσιο τομέα. Συμμετοχή σε παράνομη απεργία να επιφέρει απόλυση χωρίς αποζημίωση. Οι συνδικαλιστές πρέπει να εργάζονται και να ασκούν τις συνδικαλιστικές τους δραστηριότητες εκτός ωραρίου. Η χρηματοδότηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων να παρέχεται αποκλειστικά από τα μέλη τους σε προαιρετική βάση. Η αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου προς τις κατευθύνσεις αυτές, χωρίς να αρκεί από μόνη της, είναι αναγκαία για να αποκατασταθεί στοιχειωδώς η εύρυθμη λειτουργία του δημόσιου τομέα αλλά και της οικονομίας γενικότερα.