του ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ
Κανείς δεν θα μπορούσε να σχηματίσει τέτοια κυβέρνηση. Κανείς- εκτός από τον γιο του Ανδρέα- δεν θα μπορούσε να αγνοήσει τόσο εκκωφαντικά τους τιτουλάριους του κόμματος και τις «κληρονομικές» τους αξιώσεις. Ο Παπανδρέου υπερέβη την κομματική επετηρίδα, γιατί δεν χρειάζεται να επιδώσει διαπιστευτήρια κομματικού πατριωτισμού. Δεν χρειάζεται να είναι «παπανδρεϊκός». Γι΄ αυτό και μπόρεσε να αναδείξει σε επίζηλα πόστα συνεργάτες του που πιθανώς δεν ήταν καν μέλη του ΠΑΣΟΚ πριν από πέντε χρόνια.
Αυτό το μεγάλο τους πλεονέκτημα θα είναι και η μεγαλύτερή τους δυσκολία: να αφυπνίσουν και να καθοδηγήσουν έναν μηχανισμό που δεν γνωρίζουν.
Να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους σε μια χώρα που καταστατικά αρνείται να κυβερνηθεί.
Η ιστορία δείχνει ότι τα μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα του ΠΑΣΟΚ ευοδώθηκαν εν μέρει επειδή το Κίνημα είχε ερείσματα στο σύστημα. Επειδή το σώμα των δημοσίων υπαλλήλων και οι συνδικαλιστικές του παραφυάδες ήταν πάντα πιο πρόθυμες απέναντι στις Πασοκικές κυβερνήσεις. Κι όταν δεν ήταν πρόθυμες- όπως π.χ. στο Ασφαλιστικό του Γιαννίτση- αποδείχτηκαν πιο καταστροφικές κι από την πιο πολεμοχαρή αντιπολίτευση.
Ο Παπανδρέου φαίνεται ότι δεν νιώθει υποχρεωμένος να λογοδοτήσει στο κόμμα του. Για να μπορέσει όμως να υπερκεράσει τους οπισθοδρομικούς «ημετέρους», πρέπει να κερδίσει την κοινωνία. Όχι πλέον στο «στούντιο» των προεκλογικών εντυπώσεων. Αλλά στην ολισθηρή κονίστρα του κυβερνητικού έργου.
Εκεί, στο δύσκολο άθλημα της αποτελεσματικότητας, το μετα-ΠΑΣΟΚ του Γιώργου έχει ανάγκη και ολίγη από…
Μακιαβέλι. Έχει ανάγκη από τακτικιστές με πολιτικό βάρος που θα δαμάσουν το εργοστάσιο τεράτων της ελληνικής διοίκησης- τις εφορίες, τα νοσοκομεία, τις πολεοδομίες- πριν προλάβει εκείνο να τους δαμάσει.
Το μόνο που μπορεί κανείς να ευχηθεί στους νέους υπουργούς είναι να αποδειχτούν λιγότερο αθώοι απ΄ όσο δείχνουν. Όχι τόσο απέναντι στην αντιπολίτευση- που μοιάζει τώρα ανύπαρκτη. Αλλά απέναντι στις αγκυλώσεις της κοινωνικής πλειοψηφίας που τους νομιμοποιεί. Και είναι πολύ σκληρή για να παραιτηθεί αμαχητί από τα «κεκτημένα» της.
Το άρθρο του Μιχάλη Τσιντσίνη αναδημοσιεύτηκε από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ