Σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο Κώστας Καραμανλής δεν υπήρξε καλός πρωθυπουργός. Το καταμαρτυρούν οι επιδόσεις της κυβέρνησης που παρέδωσε στο Γιώργο Παπανδρέου. Το καταμαρτυρεί κι η ετυμηγορία του ελληνικού λαού με το νέο ιστορικό χαμηλό του 33,4% στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου. Ελέχθη ωστόσο, ορθώς, ότι ο Κώστας Καραμανλής υπήρξε ένας καλός αρχηγός. Πήρε ένα κόμμα ηττοπαθές και το οδήγησε νικηφόρο σε δυο εκλογικές αναμετρήσεις. Με την παραίτησή του το βράδυ των εκλογών πιστώθηκε «γενναιότητα» και «υπευθυνότητα». Όμως, ο ρόλος του δεν τέλειωσε εκεί…
Ο Κώστας Καραμανλής, ουδέποτε επιχείρησε να αγγίξει την ουσία του προβλήματος – καίτοι το γνώριζε σε βάθος. Σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που προσπάθησε να εξευρωπαΐσει τη συντηρητική παράταξη ιδρύοντας τη ΝΔ – αλλά τελικώς δεν κατάφερε να την απαλλάξει από τα προχουντικά της βαρίδια. Σε αντίθεση και με τον Ευάγγελο Αβέρωφ που επιχείρησε να δημιουργήσει μια οργανωτική δομή στα πρότυπα των κομμάτων της Αριστεράς, ο Κώστας Καραμανλής έβαλε το πρόβλημα κάτω απ’ το χαλί. Προτίμησε να αξιοποιήσει απλώς τον ούριο άνεμο που σχεδόν νομοτελειακά θα έφερνε το κόμμα στην εξουσία.
Δυστυχώς για τον ίδιο, το πρόβλημα απεδείχθη τροχοπέδη στην άσκηση της διακυβέρνησης όταν ήρθε η ώρα κι ήταν ο λόγος που τον γκρέμισε απ’ την εξουσία. Τώρα είναι το ίδιο πρόβλημα που απειλεί να διαλύσει τη ΝΔ και να στερήσει την ελληνική δημοκρατία από μια συμπαγή και ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση. Αναπόφευκτα, μια τέτοια εξέλιξη θα χρεωθεί και στον Κώστα Καραμανλή που βιάζεται να αποχωρήσει, αφήνοντας άλλους να βγάλουν τα κάστανα απ’ τη φωτιά.
Αν πράγματι ο προσφάτως παραιτηθείς Αρχηγός της ΝΔ δε θέλει να συνδέσει το όνομά του, μόνο με μια κακή διακυβέρνηση, αλλά και με τη διάλυση του κόμματος που ίδρυσε ο θείος του, οφείλει να αναθεωρήσει την απόφασή του και να εγγυηθεί με την παραμονή του, την ομαλή μετάβαση του κόμματός του στην «επόμενη μέρα». Όχι απλά για να μεταβιβάσει την αρχηγία, αλλά για να συμβάλει ουσιαστικά στην ανανέωση της ΝΔ, σε πρόσωπα και ιδέες και στην μετατροπή της σε ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκό κεντροδεξιό κόμμα.