Και βέβαια, παραβλέπουν ότι η σχετική πρόταση αναγκαστικά θα προέλθει από την κυβέρνηση της οποίας οι επιλογές όχι μόνον ευτέλισαν τους θεσμούς και άγγιξαν τα όρια της συνταγματικής εκτροπής στην προσπάθειά της να συγκαλυφθούν «πομπές» στελεχών της, αλλά και έχουν ως μοναδικό στόχο την πάση θυσία παραμονή αυτής της κυβέρνησης στην εξουσία. Ακόμα κι όταν η κοινοβουλευτική της πλειοψηφία βρίσκεται σε κραυγαλέα αντίθεση με την πρόσφατη επίσημη και μοναδική έγκυρη σφυγμομέτρηση της λαϊκής βούλησης, τις ευρωεκλογές.
Με άλλα λόγια, θεωρούν ότι η πρόταση μιας τέτοιας κυβέρνησης για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, είναι συνταγματικά ορθή, εκ προοιμίου και κατά τεκμήριον, σε μια παραλλαγή της αντίληψης ότι «το νόμιμον είναι και ηθικόν». Και άρα, πρέπει να προηγηθεί της λαϊκής ετυμηγορίας η οποία, κατά πάσαν πιθανότητα, και σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, θα είναι απορριπτική για το σύνολο των κυβερνητικών επιλογών, μηδέ αυτής της πρότασής της για τον επόμενο Πρόεδρο εξαιρουμένης.
Με αυτή τη λογική, οι δύο συνταγματολόγοι, προτάσσουν μιαν αμφιλεγόμενη θεωρητική συνταγματικότητα και αφαιρούν από τον ίδιο τον λαό το θεμελιώδες του δικαίωμα να εκφραστεί πολιτικά και να αποπέμψει (η και να επιβεβαιώσει) την κυβέρνηση, η οποία προβάλλει την εκλογή του Προέδρου ως συνταγματική ασπίδα άμυνας της βιωσιμότητάς της.
Σε κάποια στιγμή της ελληνικής αρχαιότητας είχε διατυπωθεί το «τα εμποδών ουκ οράς και τα επουρανίω επισκοπείς, ω βέλτιστε;» σε κάποιον που επειδή μελετούσε τα άστρα έπεσε στη λούμπα. Ένα παρόμοιο ερώτημα ταιριάζει σήμερα για τον κ. Γ. Κασιμάτη και τον κ. Δ. Τσάτσο, εκτός αν οι απόψεις τους περί συνταγματικότητας της συγκεκριμένης πολιτικής επιλογής των κομμάτων της αντιπολίτευσης δεν ήταν διατύπωση ενός καθαρά θεωρητικού επιστημονικού προβληματισμού δύο πανεπιστημιακών, αλλά έκφραση άλλων σκοπιμοτήτων, προσωπικών η κομματικών.