Τα τελευταία χρόνια, η φορολογική μεταρρύθμιση είναι περισσότερο από ποτέ στο επίκεντρο των θέσεων και των σχεδιασμών των κομμάτων αλλά και των Κυβερνήσεων που πέρασαν.
Από την μεταπολίτευση και μετά έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες για αλλαγές, οι περισσότερες από τις οποίες περιορίζονταν στις αλλαγές των φορολογικών συντελεστών της φορολογίας εισοδήματος, αλλαγές που ήσαν «κατ’ όνομα» μεταρρυθμίσεις και σε καμία περίπτωση δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Σήμερα, ο εκσυγχρονισμός του φορολογικού συστήματος, αλλά και η καθιέρωση ενός σταθερού φορολογικού περιβάλλοντος, είναι απολύτως αναγκαία προϋπόθεση για την υπέρβαση της κρίσης και την έξοδο από την ύφεση.
Για την ριζοσπαστική μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, ενός συστήματος που αποτελεί πρόβλημα όχι μόνο για τη χώρα μας, δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές και εύκολες λύσεις.
Η φορολογική μεταρρύθμιση πρέπει να προκύψει μέσα από ουσιαστικές μελέτες της ελληνικής οικονομίας αλλά και έρευνα για την αντιμετώπιση των σημερινών παθογενειών.
Σήμερα, είναι αναγκαία προϋπόθεση η μείωση των φορολογικών συντελεστών, οι οποίοι με το ξέσπασμα τη κρίσης, αυξήθηκαν πάνω από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παράλληλα εξέθρεψαν σε ένα βαθμό τη φοροδιαφυγή.
Η φορολογική διοίκηση της χώρας αποτελεί ακόμη έναν άξονα που θα πρέπει να αποτελέσει κεντρικό σημείο της μεταρρύθμισης. Η γραφειοκρατική και πεπαλαιωμένη δομή των φορολογικών υπηρεσιών, η βραδεία εισαγωγή των νέων τεχνολογιών, το ξεπερασμένο και μέχρι τώρα «ανύπαρκτο» σύστημα φορολογικών ελέγχων σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα των διατάξεων και την διαφθορά έχουν συμβάλει τα μέγιστα στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή.
Η φορολογική νομοθεσία πρέπει να είναι σαφής, απλή και συνοπτική και οι φορολογικές υπηρεσίες να στελεχωθούν με άξιο, ικανό και εξειδικευμένο προσωπικό.
Επιπλέον, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στη δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών, η οποία θα αποτελέσει και κίνητρο για συμμόρφωση προς τη φορολογική νομοθεσία και την μείωση της φοροδιαφυγής. Άλλωστε, η μεγάλη φοροδιαφυγή που επικρατεί στη χώρα μας στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έχει διαμορφώσει την αντίληψη ότι φόρους πληρώνουν μόνο οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι και πέρα από αυτό, λόγω της χαμηλής ποιότητας και ποσότητας των παρεχόμενων δημόσιων υπηρεσιών, οι φορολογούμενοι αισθάνονται ότι τα χρήματά τους δεν «πιάνουν τόπο».
Στην Ελλάδα, η γενική αντίληψη που επικρατεί είναι ότι οι μηχανισμοί επιβολής κυρώσεων και ποινών είτε δεν υπάρχουν είτε είναι αναποτελεσματικοί. Σε αυτό το συμπέρασμα έχουν οδηγήσει τόσο η ασάφεια του νομοθετικού πλαισίου όσο και η αδυναμία εξωδικαστικής επίλυσης των φορολογικών διαφορών και παραβάσεων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη συσσώρευση αφενός χιλιάδων εκκρεμών υποθέσεων στα δικαστήρια και αφετέρου την αντίληψη ότι οι παραβάσεις δεν θα τιμωρηθούν διότι θα υπαχθούν σε κάποια ρύθμιση.
Συνεπώς, είναι αναγκαία η διαμόρφωση ενός γενικότερα κατάλληλου επενδυτικού κλίματος, το οποίο θα παρέχει στους επενδυτές την ασφάλεια για τη δημιουργία και ανάπτυξη βιώσιμων επιχειρήσεων με μακροπρόθεσμο προγραμματισμό, και θα συμβάλει στην ανάπτυξη, την αύξηση της απασχόλησης και την ταχύτερη έξοδο της χώρας μας από την κρίση.
Τελειώνοντας, το μέγεθος της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα και η διάσταση του δημοσιονομικού της προβλήματος αναδεικνύουν σήμερα τις αδυναμίες του ελληνικού φορολογικού συστήματος, το οποίο παρά τις λίγες, αποσπασματικές και επιμέρους βελτιώσεις του, έχει κλείσει τον κύκλο του και χρειάζεται αντικατάσταση από ένα νέο, δίκαιο, σύγχρονο και αποτελεσματικό σύστημα.