Το επίδικο «ζητούμενο» υπό το κράτος των σημερινών πολιτικών της Ένωσης, είναι ο τρόπος και η μέθοδος εξόδου από την κρίση. Με βάση το υπό «κρίση» ζήτημα, ας μου επιτραπούν τα παρακάτω:
Η δημιουργία του σκληρού πυρήνα της Ένωσης μέσω του ευρωσυστήματος, δηλαδή της εισαγωγής και κυκλοφορίας του ενιαίου νομίσματος, αφορά αρχικώς πολιτική απόφαση που συνεπάγεται εισαγωγή στοιχείων Ομοσπονδιακού Κράτους.
Ενταύθα ας επισημειωθεί αρχικώς η βασική Αρχή ότι: το νόμισμα δεν υπαγορεύει τις πολιτικές, αλλά ότι η πολιτική εξουσία καθορίζει τη νομισματική πολιτική. Συνεπώς ζητούμενο δεν είναι το «νόμισμα». Ζητούμενο είναι η πολιτική εξουσία και ποιος και για λογαριασμό ποιού ασκεί τη νομισματική πολιτική.
Ασφαλώς προϋπόθεση της δημιουργίας του ευρωσυστήματος ήταν η συγκρότηση βέλτιστης οικονομικής ζώνης. Είχε δε ως δικαιολογητική βάση, πως με το κοινό νόμισμα θα εξαλείφονταν οι κίνδυνοι και θα απαλείφονταν τα κόστη που χαρακτήριζαν τις ασταθείς νομισματικές ισορροπίες.
Η βέλτιστη όμως οικονομική ζώνη δεν επιβεβαιώθηκε από την εξέλιξη των πραγμάτων. Ιδιαιτέρως η επελθούσα κρίση χρέους (με κυρίαρχη αναφορά στις χώρες του Νότου), διαμόρφωσε κρίση εντός αυτού τούτου του ευρωσυστήματος. Περιέφερε δε, καταρχήν και καταρχάς σε δεινή θέση όλες τις χώρες του ευρώ. Τούτο ασφαλώς δεν εξέπληξε εκείνους που εξ αρχής είχαν επικρίνει το σχέδιο για ένα κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα χωρίς την ταυτόχρονη ύπαρξη κοινής οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής και ενώ ήταν ήδη διαρθρωμένη η ενιαία (υποτίθεται) αγορά σε ανισόρροπη ανάπτυξη μεταξύ των Κρατών-Μελών.
Η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση στήθηκε πάνω σε αντιφάσεις και στην εσφαλμένη προϋπόθεση ανυπαρξίας πολιτικής ενότητας. Ταυτοχρόνως στέρησε τη νομισματική πολιτική από κρίσιμα εργαλεία σταθεροποίησης (επιτόκια-υποτίμηση), χωρίς να τα αντικαθιστά με άλλα ισοδύναμα.
Από το έτος 2010 και μετά, οι πολιτικές ελίτ των συντηρητικών και σε κάθε περίπτωση νεοφιλελεύθερων σχηματισμών που κυβερνούν Όργανα της Ένωσης και σημαντικό αριθμό Κρατών-Μελών του ευρωσυστήματος (και όχι μόνο), εκμεταλλεύτηκαν την κρίση του ευρώ για να προωθήσουν ιδιωτικοποιήσεις με την εμπορευματοποίηση έννομων αγαθών και για να υποβαθμίσουν κοινωφελείς υπηρεσίες (όπως π.χ. η υγεία, η παιδεία, η ενέργεια κλπ). Περαιτέρω, οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ που επικυριαρχούν στην Ευρώπη, προκειμένου να εξυπηρετήσουν μηχανισμούς και συμφέροντα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, υπέταξαν και εκχώρησαν ακόμη και κυριαρχικά του κράτους δικαιώματα, χάριν του επικυριαρχούντος χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ειδικότερα για την Ελλάδα επισημειώνω ότι τόσο οι «δανειακές συμβάσεις», όσο και τα «μνημόνια συνεννόησης» αφορούν αφόρητες δεσμεύσεις έναντι της Τρόικα. Όμως: και μόνο η «παρουσία του ΔΝΤ» συνεπάγεται εφαρμογή του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου και ως εκ τούτου οι υφιστάμενες δεσμεύσεις εμπίπτουν στις ρυθμίσεις της Σύμβασης της Βιέννης του 1969, η οποία έχει τεθεί σε ισχύ από 27 Ιανουαρίου 1980.
Είναι δεδομένο ότι η κοινωνία μας βρίσκεται στα όρια ανθρωπιστικής κρίσης, ενώ η οικονομία βρίσκεται σε απόκρημνη κατάσταση. Ως εκ τούτου συντρέχει ο λόγος επίκλησης της θεμελιώδους μεταβολής των περιστάσεων. Άλλωστε, δυνάμει της παρ. 1 β του άρθρου 62 της Συνθήκης της Βιέννης η κατάσταση αυτή έχει ως αποτέλεσμα: «να μεταβάλλεται ριζικώς η έκταση των υποχρεώσεων που απομένει να εκπληρωθούν…»
Η Ελλάδα πρέπει στην παρούσα φάση με ευθύνη των προοδευτικών, δημοκρατικών και εν γένει αριστερών δυνάμεων, να διαμορφώσει τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση με επίκληση τόσο των κανόνων και προνοιών του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Ενωσιακού Δικαίου, όσο και των αξιώσεων του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου.
Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι εξ αιτίας της «κρίσης χρέους» λαοί και κυβερνήσεις, οι ίδιες οι κοινωνίες, σύντομα θα θέσουν το καίριο ερώτημα: εάν θα διασπαστεί η ευρωζώνη και εάν θα ακυρωθεί το ευρωσύστημα ή εάν θα υπάρξει ο μέγας ιστορικός συμβιβασμός!
Η μεταπολεμική Ευρώπη πορεύεται διαρκώς με μικρούς ή μεγάλους συμβιβασμούς. Προς την κατεύθυνση αυτή, άλλωστε, κινήθηκε ο διακυβερνητισμός και η πρακτική της ομοφωνίας. Ωστόσο, από το 1966 και μετά, με αφορμή και αιτία την κοινοτική κρίση του 1965, που αφορούσε στη χρηματοδότηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) και που οδήγησε την εξάμηνη αποχή της Γαλλίας από τις κοινοτικές διαδικασίες (πολιτική της «κενής καρέκλας»), υποχρέωσε την τότε ΕΟΚ στο μεγάλο συμβιβασμό του Λουξεμβούργου. Αντίστοιχος συμβιβασμός έλαβε χώρα και το έτος 1994. Αναφέρομαι στον συμβιβασμό των Ιωαννίνων, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για την ένταξη της Αυστρίας, Σουηδίας και Φινλανδίας.
Ενταύθα αξιοσημείωτα είναι και τα εξής:
Η Γερμανία πριν την κρίση χρέους εμφάνιζε, αναφορικώς με τις χώρες της ευρωζώνης, εμπορικό έλλειμμα της τάξης των 27 δις ευρώ, ενώ σήμερα καταγράφει εμπορικό πλεόνασμα της τάξης των 54,6 δις ευρώ.
Επίσης η Γερμανία, συνολικώς, έχει σήμερα το υψηλότερο εμπορικό πλεόνασμα της τάξης των 127,8 δις ευρώ, με δεύτερη την Ολλανδία με 36 δις ευρώ. Αντιθέτως, η Γαλλία έχει εμπορικό έλλειμμα 50,1 δις ευρώ, και η Ελλάδα ομοίως έχει εμπορικό έλλειμμα που ανέρχεται στα 12,9 δις ευρώ.
Οι Μητροπολιτικές Χώρες της Ένωσης με πρώτη τη Γερμανία θα πρέπει να εξηγηθούν ευθέως αλλά και να εξηγήσουν ευθέως στους λαούς τους ότι η φοροδοτική τους προσφορά δεν έχει αναλωθεί (π.χ.) χάριν των Ελλήνων.
Οι Μητροπολιτικές Χώρες της Ένωσης θα πρέπει να εξηγήσουν στους Λαούς τους:
α) ότι η κρίση χρέους τους απέφερε κοινωνικά πλεονάσματα σε βάρος των λαών του Νότου
β) ότι η κρίση χρέους απέσπασε π.χ. από τους Γερμανούς φορολογούμενους χρήματα, αλλά χάριν των δικών τους Τραπεζών, των δικών τους καταθέσεων και του δικού τους Χρηματοπιστωτικού Συστήματος και τέλος ότι
γ) ότι η διατήρηση του ευρωσυστήματος εάν τους ενδιαφέρει και τους ωφελεί, απαιτεί τη δραματική διαγραφή του χρέους.
Η ιστορία δεν θα βραδύνει να δείξει εάν όχι μόνο ο Ελληνικός λαός, αλλά οι λαοί της Ένωσης συνολικώς, θα υποταχθούν και θα αποδεχθούν την παρούσα μορφή του ευρωσυστήματος ή άλλως θα απαιτήσουν το μεγάλο συμβιβασμό.
Η άποψη που υποστηρίζω είναι ότι οι λαοί και οι κυβερνήσεις θα κληθούν να συναποφασίσουν και να συνυπογράψουν το Μεγάλο Ιστορικό Συμβιβασμό της σημαντικής διαγραφής των χρεών, που ήδη αφορά το δημόσιο -επίσημο τομέα (αναφέρομαι για: O.S.I.).
Διαφορετικά το ευρωσύστημα δεν θα είναι ενεστώς, τουλάχιστον όπως υφίσταται υπό τις παρούσες συνθήκες.
Εάν δεν προκύψει ο μεγάλος συμβιβασμός, τότε το βάρος της ευθύνης δεν θα αφορά κυρίως στους δανειολήπτες. Θα αφορά και θα βαρύνει πρωτίστως τους δανειστές και τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ που παρέβλεψαν το μέλλον της Ένωσης και την αλληλεγγύη των λαών της!
Το άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό “ΕΠΙΚΑΙΡΑ”