Oι ταγοί αυτής της χώρας λατρεύουν τις κινητοποιήσεις εκτός, ίσως, των παραγωγικών δυνάμεων. Θέλουν τα πάντα να αλλάξουν με πιθανή εξαίρεση το Δημόσιο, το κοινωνικό κράτος, την υγεία, τα κλειστά επαγγέλματα, ό, τι τέλος πάντων συνθέτει τη σημερινή μίζερη πραγματικότητα.
Γι’ αυτό ο κανόνας είναι να δοξιολογούνται οι «κινητοποιημένοι». Στα δοξαστικά υπάρχει μέγας ανταγωνισμός. Οχι μόνο μεταξύ των κομμάτων, αλλά και των Μέσων. Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε, διότι δεν έχει μετρηθεί ο αριθμός των επιθέτων που χρησιμοποιούν οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι, αλλά σίγουρα οι δεύτεροι πλεονεκτούν λόγω θέσεως. Εχουν σελίδες να γεμίσουν και πολύ τηλεοπτικό χρόνο να καλύψουν τι να πρωτοκάνει ο πολιτικός με δυο πενιχρές ανακοινωσούλες;
Η λατρεία των κινητοποιήσεων πρέπει να έχει ψυχολογικά κίνητρα. Η γενιά της μεταπολίτευσης, που είναι τώρα στα πράγματα, δεν μπορεί να κοιμηθεί από το τρόπαιο του Πολυτεχνείου. Δεν είναι λίγο το ψυχολογικό βάρος, να έχεις χάσει στο και πέντε τη μεγάλη δόξα. Γι’ αυτό και λιβανίζει κάθε κινητοποίηση. Τη νοηματοδοτεί υπό το άγχος που έχει για το δικό της «Πολυτεχνείο». Κι έτσι την κάνει καρικατούρα. Το Πολυτεχνείο ξεκίνησε με πολύ συγκεκριμένο αίτημα (φοιτητική συνδικαλιστική ελευθερία) και φούντωσε με ένα ευρύτερο αλλά επίσης συγκεκριμένο αίτημα. Τη δημοκρατία. Τελεία και χωρίς τα επίθετα «ουσιαστική», «πραγματική» κ. λπ. Τώρα ακόμη και οι κινητοποιήσεις της Κερατέας, που χλευάζουν τον βασικό δημοκρατικό κανόνα, θεωρήθηκαν προάγγελος της «άλλης δημοκρατίας», η οποία μάλιστα δεν προσδιορίζεται ως προς τα χαρακτηριστικά της.
Αυτές τις μέρες στις πλατείες της χώρας συμβαίνει κάτι μεγάλο. Δεν ξέρουμε πόσο σημαντικό είναι, διότι δεν μπορούμε να το προσδιορίσουμε. Είναι μαζικό: Συγκεντρώσεις 30, 40, 60 χιλιάδων ανθρώπων τις ζηλεύουν πλέον και όλα τα κόμματα και όλα τα συνδικάτα. Γι’ αυτό πέρα από τις δοξολογίες υπάρχει και η κατανοητή αμηχανία. Εκτός της κοινής «αγανάκτησης» δεν υπάρχει άλλο προσδιοριστικό του κινήματος. Από συνεντεύξεις τυχαίων «αγανακτισμένων» στο YouTube διαπιστώνουμε ότι κάποιοι εκφέρουν ακροδεξιές απόψεις, άλλοι ακροαριστερές, πολλοί και τα δύο μαζί και όλες είναι συγκεχυμένες. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσες μέρες αγανάκτησης δεν παρήγαγαν ένα συγκεκριμένο αίτημα, ούτε καν ένα πρωτότυπο σύνθημα. Τα συνθήματα που ακούγονται είναι παράφραση παλιότερων ή γηπεδικών συνθημάτων «ε-εεϊ, ο, ε-εϊ-ο…». Είναι αξιοσημείωτο πως ούτε ο Εθνικός Υμνος δεν έγινε μια φωνή στις πλατείες. Μόνο τα «ου» και τα χειροκροτήματα κάνουν αυτές τις μαζώξεις συλλογικότητα. Κι αυτά είναι άναρθρη αντίδραση• αγανάκτηση χωρίς λέξεις, χωρίς λόγο.
Αγανάκτηση με αιτία
Να μην παρεξηγηθούμε: το γεγονός ότι η αγανάκτηση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη δεν σημαίνει ταυτοχρόνως ότι είναι και αδικαιολόγητη. Υπήρχαν πολλοί λόγοι για να αγανακτεί κανείς και τώρα προστέθηκε η οικονομική κρίση. Υπάρχει φόβος, οικονομική ανασφάλεια, περιβάλλον επιβαρυμένο, ένα κράτος που αδυνατούσε και αδυνατεί να δώσει τις στοιχειώδεις υπηρεσίες στους πολίτες κ. λπ. Το πρόβλημα είναι ότι η αγανάκτηση για τα φαινόμενα διαστρέφεται όταν νοηματοδοτούνται οι πηγές αυτών των προβλημάτων. Κάποιοι κουρσεύουν τη διαμαρτυρία, στη διαδικασία εξήγησής της: τη στρίβουν, τη στριφογυρίζουν, και τελικώς την αντιστρέφουν αντί να την εξηγήσουν. Δηλαδή η οικονομική ανασφάλεια, που δικαιολογημένα νιώθουν πολλοί και πάνε στις πλατείες, δεν οφείλεται στο λίγο κράτος• είναι αποτέλεσμα της υπερδιόγκωσής του.
Εδώ όμως γεννάται ένα πρόβλημα. Πώς νοηματοδοτείται χωρίς να κουρσευτεί η αγανάκτηση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων ολόκληρου του πολιτικού φάσματος; Με το σύνθημα «άλλοι μας πίνουν το αίμα και όχι τα κουνούπια» συμφωνούν πιθανότατα όλοι. Αλλά πώς συγκεράζεται το «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» που διατύπωσε ο «Αντώνης της Πλατείας», σύμφωνα με ένα βίντεο που κυκλοφορεί σε ακροδεξιούς δικτυακούς τόπους με το «α και ου γ… το ΔΝΤ»; Υπάρχει περίπτωση να δούμε κοινή διακήρυξη Αλαβάνου – Ανθιμου Θεσσαλονίκης, ο οποίος επίσης τάχθηκε υπέρ των αγανακτισμένων; Πώς θα ενοποιηθούν οι εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις;
Συμβιβασμός και πολιτική
Ενας τρόπος είναι διά των συνελεύσεων που ξεκίνησαν να γίνονται, αν φυσικά δεν καπελωθούν. Εκεί θα συζητηθούν όλα, θα ακουστούν οι διαφορετικές απόψεις, θα γίνει η σύνθεσή τους και στο τέλος θα υπάρξει ένα ενιαίο κείμενο θέσεων. Αυτό όμως προϋποθέτει διαδικασίες και ανοχή στη διαφορετική άποψη, ακόμη και αν είναι ακριβώς αντίθετη. Το τελικό κείμενο, ως απόρροια συμβιβασμών, τελικώς δεν θα εκφράζει κανέναν συγκεκριμένα. Επιπλέον η διαδικασία αυτή, όπως και να την ονομάσουμε, είναι πολιτική. Μια μάζωξη ανθρώπων που συζητάνε διαφορετικές απόψεις, και αντί να σφάζονται, συμβιβάζονται. Είναι η πολιτική που απεχθάνονται οι συγκεντρωμένοι. Προϋποθέτει εκτός από «α» και «ου» παιδεία, και δη πολιτική. Πρέπει οι συμμετέχοντες να κατανοούν και να σέβονται τους κανόνες του παιχνιδιού.
Ασχετα αν έχουμε επαναστατικά υποκείμενα στις πλατείες, η διαδικασία είναι της κατασυκοφαντημένης αστικής δημοκρατίας• είναι μια μορφή κοινοβουλίου, αυτού που μουτζώνουν οι διαμαρτυρόμενοι. Πιθανώς οι λαϊκές συνελεύσεις να έχουν πιο ρηξικέλευθα πολιτικά αποτελέσματα από εκείνα που παράγει η πολιτική γραφειοκρατία στο κοινοβούλιο, αλλά πάλι προϋποτίθενται οι συμβιβασμοί και ο σεβασμός της πλειοψηφίας. Αλλιώς το κίνημα των «αγανακτισμένων» θα διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη και διάφοροι θα το εκμεταλλεύονται για να κάνουν το κομμάτι τους στο κοινοβούλιο. Ηδη ο κ. Τσίπρας βλέπει στις πλατείες τη δικαίωση των απόψεών του. Λογικώς όλοι θα βλέπουν κάτι δικό τους στις πλατείες, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει -προς το παρόν τουλάχιστον- κάτι συγκεκριμένο στις πλατείες.
Το πρόβλημα του κ. Πάγκαλου είναι ότι χρησιμοποιεί λαμπερά επίθετα που πολλές φορές κρύβουν τα ουσιαστικά. Στη συνέντευξή του, όπου υπήρχε ο φανταχτερός όρος περί «μόδας νέων τεχνολογιών», υπήρχε μια σοβαρή επισήμανση: «Τα εύκολα «όχι» πολλές φορές ενώνουν πιο άνετα απ’ ό, τι τα πολύ πιο δύσκολα «ναι»… Πολιτικό κίνημα θα σχηματιστεί όταν στα πανό δεν βλέπουμε μια διαρκή άρνηση, όπου τεράστια «όχι» δεσπόζουν και καταπίνουν τα πάντα, αλλά όταν δούμε μια ιδέα για την οποία αξίζει κάποιος να κάνει θυσίες». («Το Εθνος της Κυριακής», 29.05.2011) Εχει δίκιο. Δεν αρκεί να μαζεύονται χιλιάδες άνθρωποι στις πλατείες και να εκτονώνονται με «α» και «ου». Χρειάζεται διαρκής συμμετοχή, η οποία προϋποθέτει διάβασμα, ανταλλαγή απόψεων, θυσία χρόνου. Θα τη δούμε;
Φοβάμαι
Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι / και μια ωραία πρωία μεσούντος κάποιου Ιουλίου / βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά / πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου ‘κλειναν την πόρτα / μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια και τώρα / τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες / και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν / όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν / και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Νοέμβρης 1983
Συνέχεια του «Δεκέμβρη» με άλλα μέσα
Από μια άποψη οι συγκεντρώσεις των αγανακτισμένων είναι η συνέχεια του «Δεκέμβρη» με άλλα μέσα. Αν ξεχάσουμε τη φόρμα της διαμαρτυρίας -τον Δεκέμβριο του 2008 είχαμε βία και καταστροφές- θα βρούμε ένα κοινό χαρακτηριστικό. Μια συναισθηματική έκρηξη (οργή τότε, αγανάκτηση τώρα) χωρίς συγκεκριμένο πρόταγμα. Και στις δύο περιστάσεις υπάρχει μόνο η άρνηση του υπάρχοντος, η αίσθηση ότι πρέπει να αλλάξουν όλα, χωρίς όμως να ιεραρχούνται οι αλλαγές, έστω χρονικά. Ποια αλλαγή προηγείται και ποια έπεται;
Αυτού του τύπου οι διαμαρτυρίες είναι η χαρά της μετανεωτερικότητας. Οι ιεραρχήσεις, οι διαδικασίες νομιμοποίησής τους κ. λπ. ανήκουν στη σφαίρα της νεωτερικότητας.
Οι μάζες νομιμοποιούν διά κάποιας διαδικασίας κάποιους να τους αντιπροσωπεύουν ώστε να επιτευχθούν κάποια αποτελέσματα. Στον μεταμοντέρνο κόσμο όλα είναι χύμα και όλα είναι ίδια. Ακόμη και το ψέμα έχει ίδιο βάθος με την αλήθεια, αφού είναι «συμβάν», παράγει κάποιο απροσδιόριστο εκ των προτέρων αποτέλεσμα. Δεν αναφερόμαστε μόνο στον αστικό μύθο περί του ισπανικού συνθήματος «Σσσς, κάντε ησυχία, κοιμούνται οι Ελληνες». Σε κάθε διαδήλωση κυκλοφορεί ένα πανό συμπαράστασης από τους Ισπανούς Αγανακτισμένους. Είναι πραγματικά των Ισπανών; Εχουν αντιπροσώπους εδώ; Είναι διεθνιστικό το κίνημα; Κανένας δεν νοιάζεται για την αλήθεια, αρκεί που υπάρχουν «συμβάντα».
Ο υπαρκτός μεταμοντερνισμός, παράγει νέα πανό, αυτή τη φορά στα γαλλικά και στα ιταλικά. «Σσσς, κάντε ησυχία, κοιμούνται οι Γάλλοι/Ιταλοί». Δεν ασχολείται με το αρχικό ψεύδος. Το αναπαράγει σαν να ήταν αλήθεια.
Το πρόβλημα με τη μετανεωτερικότητα είναι ότι παράγει «συμβάντα», αλλά όχι αποτελέσματα. Τα τελευταία χρειάζονται τις συμβάσεις της νεωτερικότητας: ιεράρχηση στόχων, νομιμοποίηση μέσων, διαδικασίες λήψης αποφάσεων, σεβασμό αυτών των αποφάσεων. Είναι η παλιά καλή πολιτική, που όμως αρνούνται οι Αγανακτισμένοι.
Επομένως αν η διαμαρτυρία δεν καπελωθεί από τη γνωστή αριστερά, που τρέχει ασθμαίνουσα να υιοθετήσει κάθε διαμαρτυρία, το καλύτερο που πρέπει να περιμένουμε είναι η ανανέωση της πολιτικής διαδικασίας με νέες φωνές, να εμπλουτιστεί η πολιτική από νέα αιτήματα. Αυτό όμως προϋποθέτει πιο ενεργή συμμετοχή. Ισως όχι στους υπάρχοντες κομματικούς χώρους, αλλά σε νέους. Αλλά γι’ αυτό έχουμε πολύ δρόμο ακόμη.
Διαβάστε
– Κορνήλιος Καστοριάδης, «Το επαναστατικό πρόβλημα σήμερα», εκδ. Υψιλον.
– Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», εκδ. Ράππα.
Το άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη δημοσιεύται στην εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”