Δεν υπάρχει κανένα αυταρχικό και αντικοινωνικό μέτρο ή πολιτική που προκαλεί ύφεση που να μην ψηφίστηκε από τους βουλευτές της πλειοψηφίας. Αντίθετα, «αντιστάθηκαν» στην παραπομπή συναδέλφων τους στην ελληνική Δικαιοσύνη για τα σκάνδαλα του Βατοπεδίου και της Siemens. «Αντιστάθηκαν» στον περιορισμό των δικαιωμάτων των καρτέλ.
Σε προβλέψεις νομοσχεδίων για τα ταξί. Σε κάθε περίπτωση το κύριο δεν είναι ο κατάλογος του τι ψήφισαν και του τι δεν ψήφισαν ορισμένοι εκ των βουλευτών. Σε ποια πεδία πολιτικής, δηλαδή, «σήκωσαν» κεφάλι και σε ποια σύρθηκαν πίσω από πολιτικές που διαμορφώνουν εξωκοινοβουλευτικά κέντρα, αλλά, κυρίως, η σύγκριση ανάμεσα στους δύο αυτούς καταλόγους.
Οι κυβερνητικοί βουλευτές, στην πλειοψηφία τους, δεν είχαν πρόβλημα να στηρίξουν διαδικασίες που αφορούσαν περιορισμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Παραβίασης του συντάγματος. Εισαγωγής εργασιακών σχέσεων που παραπέμπουν στον Μεσαίωνα. Μέτρων παραχώρησης κυριαρχίας. Εδειχναν και δείχνουν να αποδέχονται με μεγάλη ευκολία την άποψη ότι το πρόβλημα της χώρας είναι η ακόμα πιο άγρια εφαρμογή μιας πολιτικής που παράγει ύφεση και κρίση, καθώς και άδικες κατανομές εισοδήματος και πλούτου και όχι η ίδια η ουσία αυτής της πολιτικής.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι παρ’ όλα αυτά, η στάση τους είναι βαθιά ανθρώπινη. Ας υποθέσουμε ότι είναι έτσι. Προκύπτει, όμως, ένα δεύτερο ζήτημα. Πώς είναι δυνατό όχι μόνο να ψηφίζουν ό,τι ψηφίζουν, αλλά να το κάνουν αυτό χειροκροτώντας; Και σε αυτό υπάρχει μια απάντηση: αφενός εκφράζουν με αυτό τον τρόπο βαθιά αισθήματα ανασφάλειας και αφετέρου προσπαθούν να νιώθουν ότι είναι σε αποστολή σωτηρίας της χώρας με μια πολιτική που δεν βγαίνει, αφού αυξάνει το χρέος και καταστρέφει την κοινωνία. Ουσιαστικά στηρίζουν μια πολιτική που διασφαλίζει για τους ισχυρούς τον άλλο δρόμο, εκείνο της μετακύλισης της κρίσης στους μη ισχυρούς. Ταυτόχρονα επιβάλλουν στους τελευταίους δι’ αυτής της μετακύλυσης τον «εθνικό μονόδρομο». Εν πάση περιπτώσει ας δείξουμε και σε αυτό κατανόηση.
Προκύπτει ένα ακόμα ερώτημα: γιατί πρέπει να υβρίζονται οι πολίτες και οι κοινωνικές ομάδες που αντιστέκονται; Γιατί υπάρχει μια τέτοια καμπάνια ενάντια στη νέα γενιά και τα ελληνικά πανεπιστήμια, ενώ καταγγέλλονται συλλήβδην οι δημόσιοι υπάλληλοι; Γιατί είναι έτοιμοι να στηρίξουν τους εκβιασμούς που ετοιμάζονται για τον Οκτώβρη; Νομίζω ότι η απάντηση είναι απλή:
Πρώτον, προσπαθούν να διασπάσουν την κοινωνία, άρα και να αποδιοργανώσουν την υποβάθμιση των αγώνων της. Σε αυτό, ιδιαίτερα ως προς τους δημοσίους το έχουν πετύχει.
Δεύτερον, θέλουν να αναδείξουν τους τελευταίους ως τον κύριο εχθρό, ως τους υπεύθυνους για τη σημερινή κατάσταση, απολυτοποιώντας και γενικεύοντας αρνητικές εμπειρίες των άλλων πολιτών (οι οποίοι, όμως, δεν ξεχνούν ότι δημόσιος υπάλληλος είναι και ο πυροσβέστης που πεθαίνει στη μάχη της φωτιάς, όπως και ο αεροπόρος). Πίσω δε από αυτό τον καπνό των ύβρεων προσπαθούν να κρύψουν τους πραγματικούς ενόχους.
Τρίτον, χρησιμοποιούν αυτή την ύβρη για να δικαιολογηθούν στον εαυτό τους, αλλά και προκειμένου -κάποιοι λίγοι- να αποκτήσουν «προίκα διαδοχής». Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν τους σκοτίζει η χώρα. Διαφορετικά η κυβέρνηση θα οργάνωνε άλλου είδους καμπάνιες, με διαφορετικούς στόχους, όπως ενάντια στα καρτέλ, στο μαύρο χρήμα, στη διαπλοκή.
Συμπέρασμα: τα λόγια τους κρύβουν μεν την αλήθεια, αλλά, ταυτόχρονα, την προδίδουν.
Το άρθρο δημοσιεύεται στην “ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ”