Ο λαός μας έχει περάσει στη διάρκεια της ιστορίας του δια πυρός και σιδήρου. Και αν κάποιοι στρέφονται σήμερα κατά των κακοδαιμονιών που μας οδήγησαν σε κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό αδιέξοδο, σίγουρα δεν αποτελούν μειοψηφία.
Ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας μας έβλεπε το κακό «με δρασκελιές να πλησιάζει» και αντιδρούσε ελπίζοντας, κόντρα στην κακοδαιμονία του κάθε πέρσικαι καλύτερα. Έτσι το 2004, κομβική χρονιά κατά τη γνώμη μας, μια Ελλάδα που είχε μπει στην ΟΝΕ και στο σκληρό πυρήνα της ευρωζώνης, με τη διχοτομημένη Κύπρο με τις σθεναρές πλάτες της ακμάζουσας μητρόπολης, στην Ε.Ε. και με ένα πρόγραμμα μεγάλων έργων (αεροδρόμιο, αττική οδός, γέφυρα Ρίου, υποθαλάσσια Πρέβεζας κλπ) να συμπληρώνουν μια σειρά Ολυμπιακά Έργα που υποστήριξαν άψογους Ολυμπιακούς Αγώνες κατά γενική ομολογία.
Γιατί τα γράφω αυτά; Όχι φυσικά για να εξωραϊσω τις απ’ ευθείας αναθέσεις των μεγάλων έργων, ούτε τις πανταχόθεν καταγγελλόμενες υπερτιμολογήσεις, ούτε τις πασίγνωστες εχθροπραξίες μεταξύ εμπλεκομένων υπουργείων για τη μοιρασιά της πίττας, όπως καταγγελλόταν, αλλά και γνωρίζαμε όλοι τότε. Η ακμάζουσα χώρα είχε μεγάλα προβλήματα αλλά και μεγάλες κατακτήσεις, η θέση της ήταν περίοπτη και η φωνή της δυνατή. Τι της έμενε; Να διορθώσει τα κακώς κείμενα και κυρίως την εμφανή και προκλητική αλαζονεία των τότε κυβερνώντων.
Και αποφάσισε να φέρει στην εξουσία τον Κ. Καραμανλή το νεότερο που είχε όλα τα εχέγγυα πλην της εμπειρίας, να πάει τα πράγματα πιο πέρα, τουλάχιστον από πλευράς πολιτικής αισθητικής. Νέος πολιτικός, οικονομικά ανεξάρτητος, φορέας ιστορικού πολιτικού ονόματος. Το αποτέλεσμα όλοι το γνωρίζουμε πλέον, εμείς ως βίωμα και οι σύμμαχοί μας ως οδυνηρή εμπειρία. Αντί να ληφθούν μέτρα και αποφάσεις να ξαναβάλουν το καράβι στη σωστή ρότα, το άφησαν να ταξιδεύει με την κεκτημένη ταχύτητα, ακυβέρνητο σχεδόν, ενώ ο περίγυρος έκανε πάρτι.
Ένα πάρτι που θεώρησε ότι ήταν σκόπιμο να λήξει, όταν όλα είχαν καταστραφεί, δηλαδή την επόμενη των εκλογών, ο επικεφαλής του Γιούρογκρουπ κ. Γιούνγκερ. Και ήρθε η στιγμή που τα καυτά κάστανα παραδόθηκαν στον Γ. Παπανδρέου, όχι φυσικά γιατί όπως λένε κάποιοι- θεωρώντας ανόητους τους Έλληνες- επειδή ξεγελάστηκαν από τα συνήθη προεκλογικά συνθήματα και τις υπερβολές του τύπου «τα λεφτά υπάρχουν», αλλά μάλλον γιατί, είτε επειδή είναι ακριβώς το αντίθετο του γνωστού προτύπου του «λαμόγιου πολιτικού», είτε επειδή το πράγμα δεν πήγαινε άλλο και ήταν η μοναδική εναλλακτική λύση στον αδιέξοδο κατήφορο που είχε πάρει η χώρα.
Και ήρθε το μνημόνιο, η τρόικα και οι επικαιροποιήσεις, μαζί με τον τρόμο για το αύριο που κατέλαβε όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως τάξεως, οικονομικής δυνατότητας η πολιτικής τοποθέτησης. Και συνταχθήκαμε όλοι με την ελπίδα ότι οι θυσίες θα πιάσουν τόπο, και ότι η προσπάθεια όλων μας στο τέλος θα διασφαλίσουν το μέλλον, τουλάχιστον των επόμενων γενιών. Οι αντιδράσεις ελάχιστες, λιγότερες και από αντίστοιχες παλαιότερων εποχών, στις οποίες μάλιστα πρωτοστατούν οι πιο προνομιούχες συντεχνίες, οι οποίες στη συνείδηση της κοινωνίας έχουν εκ των προτέρων ακυρωθεί. Εδώ άρχισαν να φαίνονται και οι πρώτες μεγάλες αδυναμίες της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου. Έχει πράγματι το σχέδιο εξόδου προοπτική ή κινείται στη λογική του βλέποντας και κάνοντας; Υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ; Ξέρει και έχει αποκρύψει απ’ τους πολίτες το μέγεθος των απαιτήσεων των δανειστών μας, που κάθε φορά επανέρχονται με νέους ασφυκτικούς όρους, αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις και τα κοινωνικά προβλήματα που προκαλεί αυτή η πρωτοφανής παγκόσμια πρωτοτυπία, της βίαιης προσαρμογής.
Οι εγχώριοι φύλακες έχουν γνώση, των στίχων του εθνικού μας ποιητή που εξέφρασαν ανάλογες καταστάσεις για την Ελλάδα, όταν προσέτρεχε μάταια, στις ξένες αυλές για βοήθεια; «μοναχή το δρόμο πήρες, εξανάλθες μοναχή, δεν ειν’ εύκολες οι θύρες, όταν η χρεία τες κουρταλεί»! Δεν μπορεί φυσικά να έχει προοπτική μια χώρα όταν το μέλλον της κρίνεται από το τι θα αποφασιστεί σε μια Σύνοδο Κορυφής. Εμείς και την ευρωπαϊκή μας κατεύθυνση ως έθνος επιβεβαιώνουμε μέσω του ευρωβαρόμετρου, αλλά διατρανώνουμε και την απογοήτευση και την απαισιοδοξία μας για το μέλλον, στέλνοντας σε κυβερνώντες και εταίρους το μήνυμα ότι «δεν πάει άλλο». Και φυσικά μέσα σ’ αυτό το κλίμα πολλά «άνθη του κακού» μπορούν να ανθίσουν. Ας το ‘χουν αυτό υπ’ όψιν τους και το εγχώριο πολιτικό σύστημα, που στηρίζεται είτε στον τρόμο είτε στις φρούδες αντιπολιτευτικές ελπίδες, αλλά και οι εκπρόσωποι των πιστωτών. Γιατί αν σήμερα διαδηλώνουν τα ακίνδυνα «ρετιρέ», που είναι μέρος του μεταπολιτευτικού συστήματος, αύριο θα βγουν στους δρόμους οι πραγματικοί απελπισμένοι, που δεν είναι άλλοι από τους χιλιάδες ανέργους και αυτούς που ζουν πολύ κάτω απ’ το όριο φτώχειας, και τότε ίσως θα’ ναι αργά για όλους!