Αξιότιμη Κυρία Πρόεδρε της Βουλής των Ελλήνων,
Κυρίες και Κύριοι,
Αγαπητοί Συνάδελφοι,
Είναι ιδιαίτερη τιμή για εμένα να συμμετέχω σε αυτή τη κοινή προσπάθεια. Στη σημερινή σύντομη παρέμβασή μου πρόκειται να αναφερθώ σε μερικά απο τα στοιχεία που συνθέτουν την Ελληνική Πολιτική Οικονομία , όπως σκιαγραφήσαμε με τον συνάδελφο, Επίκουρο Καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς Σπύρο Ρουκανά στο Συλλογικό Τόμο «Η Ελληνική Πολιτική Οικονομία 2000-2010: απο την ΟΝΕ στη Μηχανισμό Στήριξης».
Πρώτον, η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ συνιστά μια πολιτική απόφαση για την οποία τα οικονομικά κριτήρια είχαν ελάχιστη ή καθόλου σημασία. Η επιτευχθείσα σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας ήταν ονομαστική και πραγματοποιήθηκε επί ζημία της πραγματικής οικονομίας. Οι διαρθρωτικές αλλαγές δεν πραγματοποιήθηκαν, παρά τις περιοδικά επαναλαμβανόμενες εξαγγελίες περί εφαρμογής τους. Η Ελλάδα πέτυχε την ένταξή της στην ΟΝΕ βασιζόμενη, ουσιαστικά, στη συναλλαγματική πολιτική, σε μια φαινομενική βελτίωση των δημοσιονομικών δεικτών και εκμεταλλευόμενη ένα γενικότερο περιβάλλον «ελαστικότητας» όσον αφορά την ερμηνεία των κριτηρίων του Μάαστριχτ.
Δεύτερον, οι συνέπειες της διεθνούς οικονομικής κρίσης ήταν καταλυτικές για τις εξελίξεις στην Ελληνική Πολιτική Οικονομία μετά το 2008, αφού αυτή έπαιξε το ρόλο του επιταχυντή στην εκδήλωση της ελληνικής κρίσης χρέους, η οποία, τελικά, εξελίχτηκε σε κρίση δανεισμού.
Τρίτον, το δημόσιο χρέος ως απόλυτο μέγεθος αυξήθηκε διαχρονικά κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο με υψηλό ρυθμό. Αυτή η συζήτηση δεν θα πρέπει να περιορίζεται σε μια φωτογραφική αποτύπωση, αλλά θα πρέπει να συνδεθεί και με άλλα μεγέθη της οικονομίας όπως, για παράδειγμα οι ρυθμοί ανάπτυξης, το ΑΕΠ, κ.ο.κ. Σύμφωνα με σειρά από ιδιαίτερα αναλυτικά δεδομένα και στοιχεία, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν χαμηλό κατά την περίοδο 1975-1980, αλλά κατά τη δεκαετία του 1980 και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 αυξήθηκε ταχύτατα, υπερβαίνοντας το 60% (κριτήριο της Συνθήκης του Μάαστριχτ) στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 και το 100% από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Στη συνέχεια, και μέχρι το 2008, κυμαινόταν περί το 100-110% του ΑΕΠ. Ιδιαίτερα για την περίοδο 2004- 2008, διαπιστώνει κανείς ότι το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του χρέους οφείλεται στην ανάγκη αναχρηματοδότησης δανείων που είχαν συναφθεί παλαιότερα, καθώς επίσης και σε εξοπλιστικά προγράμματα που επίσης είχαν συμβασιοποιηθεί σε προηγούμενες κυβερνητικές περιόδους.
Τα στοιχεία και τα ευρήµατα αποκαλύπτουν ότι η δηµόσια δαπάνη για τόκους κατά την τριετία 2001-2003 ήταν 26,8 δισ. ευρώ, για την τετραετία 2005-2008 ήταν 41,4 δισ. ευρώ και για το έτος 2010 ήταν 13,2 δισ. ευρώ.
Τα στοιχεία και τα ευρήµατα αποδυκνείουν τη ραγδαία αύξηση της δηµόσιας δαπάνης για την εξυπηρέτηση του χρέους επί δανείων τα οποία είχαν συναφθεί σε προηγούµενες του 2004 περιόδους. Ειδικότερα, για τις δύο υποπεριόδους διακυβέρνησης πριν από την ένταξη στο Μηχανισµό Στήριξης τα µεγέθη έχουν ως εξής: Η συνολική δαπάνη κατά την περίοδο 2004-2009 (Ν∆ – Κ. Καραµανλής) για την εξυπηρέτηση των δανείων που είχαν συναφθεί από προηγούµενες κυβερνήσεις είναι 194,21 δισ. ευρώ (χρεολύσια 132,9 δισ. ευρώ, τόκοι 61,31 δισ. ευρώ), ενώ κατά την ίσης χρονικής διάρκειας εξαετία 1998-2003 (ΠΑΣΟΚ – Κ. Σηµίτης) ήταν 139,5 δισ. ευρώ (χρεολύσια 84,7 δισ. ευρώ, τόκοι 54,8 δισ. ευρώ). ∆ηλαδή, για την εξυπηρέτηση του δηµόσιου χρέους το οποίο είχε συσσωρευθεί η κυβέρνηση της περιόδου 2004-2009 πλήρωσε 54,7 δισ. ευρώ περισσότερα σε σχέση µε την κυβέρνηση της περιόδου 1998-2003. Η ετήσια δηµόσια δαπάνη την περίοδο 2004-2009 για τοκοχρεολύσια δανείων τα οποία είχαν συναφθεί σε προηγούµενες περιόδους ανήλθε κατά µέσο όρο σε 31,4 δισ. ευρώ ετησίως, έναντι 21,3 δισ. ευρώ κατά την προηγούµενη περίοδο. Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι κατά την περίοδο 2004-2009 αντιµετωπίστηκε το ζήτηµα του υψηλού δηµόσιου χρέους σε συνθήκες ιδιαίτερα βεβαρηµένες και δεσµευτικές από προηγούµενα έτη.
Τη χρονική περίοδο 2004-2009 δαπανήθηκαν σχεδόν 11 δισ. ευρώ για εξοπλιστικά προγράµµατα επί δεσµεύσεων οι οποίες είχαν αναληφθεί, 6,5 δισ. ευρώ µε ειδικές εκδόσεις οµολόγων για την εξυπηρέτηση των χρεών των ασφαλιστικών ταµείων και 2,6 δισ. ευρώ για την εξόφληση υποχρεώσεων νοσοκοµείων οι οποίες είχαν αναληφθεί σε προηγούµενα έτη.
Τέταρτον, η αύξηση του δημόσιου ελλείμματος την υποπερίοδο 7/3/2004 – 6/10/2009, ως ποσοστού του ΑΕΠ ήταν ποσοστιαία σημαντικά μικρότερη σε σχέση με τη μέση αύξηση των δημόσιων ελλειμμάτων των χωρών της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αύξηση του δημόσιου χρέους κινήθηκε ποσοστιαία κοντά στο μέσο όρο των αυξήσεων που συντελέσθηκαν στις χώρες της Ευρωζώνης και χαμηλότερα από το μέσο όρο των αυξήσεων που συντελέσθηκαν στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τα ευρήματα αναδεικνύεται ότι κατά την περίοδο 2007-2009 το δημόσιο έλλειμμα στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε ποσοστιαία κατά 131,1%, την ίδια στιγμή που η μέση τιμή ποσοστιαίων αυξήσεων στις χώρες της Ευρωζώνης ανήλθε σε 826,7% και σε αυτές της Ε.Ε. σε 650,7%. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 20,8%, δηλαδή όσο περίπου και η μέση τιμή των ποσοστιαίων αυξήσεων στις χώρες της Ευρωζώνης (20,5%), αλλά λιγότερο από το αντίστοιχο στις χώρες της Ε.Ε. (26,5%).
Πέμπτον, διαθέσιμες επίσημες απογραφές καταδεικνύουν ότι το μέγεθος του δημόσιου τομέα διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα για ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα (31/12/1999: 399.539 υπηρετούντες στο δημόσιο τομέα (δεν περιλαμβάνονται οι τομείς της Άμυνας, Σωμάτων Ασφαλείας και Εκπαίδευσης) – 31/12/2008: 383.966 υπηρετούντες στο δημόσιο τομέα, Πηγή: Υπουργείο Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, 2009). Μάλιστα, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι αριθμοί αυτοί σε καμία περίπτωση δεν ξεπέρασαν τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ και των κρατών μελών του ΟΟΣΑ. Ο αριθμός για το 2010 αντιπροσωπεύει το 15% του εργατικού δυναμικού της χώρας, ποσοστό σχετικά μικρό σε σχέση με συγκριτική έρευνα του 2002, κατά την οποία έφτανε το 11,4%, με μέσο όρο στηνΕΕ-17 άνω του 16% και στις Σκανδιναβικές Χώρες και στη Γαλλία μεταξύ 20% και 30% (The Economist, 22/1/2014).
[quote text_size=”small”]
Εκτον, το ζήτημα των στατιστικών στοιχείων – και, κατ’ επέκταση, της αξιοπιστίας της χώρας συνιστά εκ των μακροχρόνιων θεμάτων που απασχολούν τις υπηρεσίες της Επιτροπής της ΕΕ και τις αντίστοιχες ελληνικές από το 1997 και μετά. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι δε βαρύνουν ευθύνες και τις δύο πλευρές, λόγω μιας σειράς αστοχιών, αλλά και «γκρίζων ζωνών», που χαρακτηρίζουν τη διαδικασία του ελέγχου των στοιχείων και την επιτήρηση της διαδικασίας τήρησης των στοιχείων από τις εκάστοτε εθνικές Αρχές.
[/quote]
Εβδομον, η διαδικασία που οδήγησε τη χώρα στο Μηχανισμό Στήριξης είναι μια διαδικασία που θα πρέπει να καταχωρηθεί στη διεθνή βιβλιογραφία ως ένα παράδειγμα προς αποφυγή για αντίστοιχες περιπτώσεις.
Κυρία Πρόεδρε,
Κυρίες και Κύριοι,
Η σύσταση της Επιτροπής είναι όχι μόνον μια γενναία πρωτοβουλία, αλλά καινοτόμος και πρωτοποριακή αφού:
Α) είναι διεπιστημονική στο βαθμό που φαίρνει κοντά επιστήμονες από διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα και πεδία.
Β) είναι διεθνής σε χαρακτήρα αφού εμπλέκει ενεργά ειδικούς απο το ξεωτερικό με σημαντική εμπειρία απο αντίστοιχες προσπάθειες και εγχειρήματα στο εξωτερικό,
Γ) φέρνει σε σύμπλευση τα μέλη της Επιτροπής με εκείνους τους φορείς του δημόσιου τομέα που διαθέτουν τα κατάλληλα στοιχεία για τη τεκμηρίωση της δουλειάς.
Σημαντική σε αυτή τη προσπάθεια θεωρώ ότι είναι η ξεκάθαρα αποτύπωση του πλαισίου δουλειάς, η κατανομή ρόλων και τομέων δουλειάς καθώς και ο ορισμός χρονοδιαγράμματος για την ολοκλήρωση αυτής της προσπάθειας.
Εύχομαι αυτή η πρωτοβουλία και η κοινή προσπάθεια να οδηγήσουν σε μια έμπρακτή συνεισφορά στην πατρίδα.
Σας ευχαριστώ.