Έχει καθιερωθεί ως πάγια τακτική των διεθνών διαμορφωτών της κοινής γνώμης καθώς και των διαπλεκόμενων με αυτούς παικτών της αγοράς, να θρηνούν για την υποτιθέμενη “δογματική ακινησία” των σοσιαλιστικών κομμάτων, ερμηνεύοντας τις όποιες εκλογικές τους ήττες με το επιχείρημα ότι αδυνατούν να αποκτήσουν ερείσματα στον λεγόμενο μεσαίο χώρο επειδή τοποθετούνται λιγότερο η περισσότερο στην αριστερά όχθη του πολιτικού σκηνικού(1).
Το στρατηγικό επιχείρημα της διεθνούς νομενκλατούρας των ΜΜΕ εκάστοτε καταλήγει στην προάσπιση ενός “εκσυγχρονισμού” και του ανοίγματος της κεντροαριστεράς προς απόσπαση της χρήσιμης ψήφου του κέντρου, δεδομένου ότι η ενίσχυση από αριστερά εκ των προτέρων θεωρείται απίθανη. Εν προκειμένω η έννοια του κέντρου αναφέρεται στην πεποίθηση ότι οι πραγματικές λύσεις απαιτούν ρεαλισμό και πραγματισμό, και όχι ιδεαλισμό, ριζοσπαστισμό και συναίσθημα (2).
Για καθαρά λειτουργικούς λόγους σχηματίστηκε στην προκειμένη περίπτωση ο όρος του «μεσαίου χώρου» ως εννοιολογικό εργαλείο το οποίο σηματοδοτεί έναν ενδιάμεσο χώρο, που υποτίθεται στεγάζει μετριοπαθής πολίτες, με φοβικά και συντηρητικά αντανακλαστικά και χωρίς σκληρά ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Είναι προφανές ότι ένας συγκεκριμένος κοινωνικός και πολιτικός καθορισμός ενός τέτοιου χώρου είναι υπόθεση αδύνατη.
Πρόκειται πολύ περισσότερο περί ιδεολογικού αποκυήματος που βασίστηκε σε μια λάθος θεώρηση, η οποία επενδύει υπερβολική σημασία σε μια υπαρκτή τάση εκλογικής συμπεριφοράς, πού όμως σε καμία περίπτωση δεν έχει τα διαχρονικά χαρακτηριστικά που της αποδίδονται, ενώ δεν αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο πολιτικοκοινωνικό ή οικονομικό πλαίσιο (3). Άρα δεν αποτέλεσε ποτέ την εκλογική πηγή άντλησης της ιδεολογικοπολιτικής ηγεμονίας.
Πράγματι οι εν μέρει καινοτόμες αναλύσεις που σχετίζονται με τον μεσαίο χώρο επί της ουσίας επαναλαμβάνουν ένα παμπάλαιο τροπάριο του “ανοίγματος” το οποίο έχει τεθεί άπειρες φορές στην ιστορία του σοσιαλισμού και δεν υπήρξε άνευ αντίτιμου στο πολιτικό και εκλογικό επίπεδο.
Δεν είναι τυχαία τα παραδείγματα συμμαχικών κυβερνήσεων μεταξύ κεντρώων, δεξιών και σοσιαλιστικών σχημάτων λόγου χάρη στην Γαλλία και Γερμανία τα οποία δεν δίστασαν να εφαρμόσουν πολιτικές επεκτατικής λιτότητας και καταστολής διανοίγοντας μακροπρόθεσμα προοπτικές τελικής στρατηγικής νίκης της δεξιάς.
Ακολουθώντας το παράδειγμα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας η οποία στο συνέδριο του BadGodesberg το 1959 ακολούθησε τον δρόμο του εκσυγχρονισμού εγκαταλείποντας τις ριζοσπαστικές της καταβολές και υιοθετώντας πλήρως την φιλοσοφία της οικονομίας της αγοράς, σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα απέκτησαν έναν μετριοπαθή και φιλελεύθερο χαρακτήρα, άσχετα εάν ρητορικά εμμένουν πολλές φορές σε ριζοσπαστικούς πολιτικούς αφορισμούς (5).
Η διαπίστωση ότι τα σοσιαλιστικά κόμματα δεν αποτελούν πλέον θύματα της συντηρητικής επανάστασης, αλλά όργανα της, εκφράστηκε άλλοτε χαρακτηριστικά από το παράδειγμα του “μεγάλου συνασπισμού” μεταξύ της CDU (Χριστιανοδημοκράτες) και SPD ( Σοσιαλδημοκράτες) στην Γερμανία., ένα ενδεχόμενο ίσως ενδέχεται να επαναληφτεί εάν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπικές τάσεις στις επερχόμενες γερμανικές εκλογές.
Ακόμα και το πρόγραμμα των Γάλλων Σοσιαλιστών στις τελευταίες εκλογές έδινε έμφαση στην “ανάπτυξη επιχειρηματικού πνεύματος” στον “εξορθολογισμό του κράτους πρόνοιας” ή στην “καταπολέμηση της ιδεολογίας που τιμωρεί το κέρδος”.
Εν κατακλείδι, η υιοθέτηση του «μεσαίου χώρου» ως πολιτικής πυξίδας αναφοράς, συντέλεσε στον ιδεολογικό αποχρωματισμό της σοσιαλδημοκρατίας και στο τέλος και στην απώλεια των «απολιτίκ» ψηφοφόρων του λεγόμενου «μεσαίου χώρου», που πλέον μετακινούνται από κόμμα σε κόμμα με μεγάλη ευκολία, ιδιαίτερα σε εποχές κρίσεων, προς αναζήτηση άμεσης πολιτικοοικονομικής ανακούφισης.
Το παράδειγμα του ΠΑΣΟΚ είναι ενδεικτικό αφού αιμορράγησε και προς τα δεξιά αλλά και προς τα αριστερά. Αυτό βέβαια ήταν αποτέλεσμα του μνημονίου. Εάν ωστόσο, το άλλοτε κραταιό κόμμα πρωτύτερα δεν εμφορείτο από την λογική του «μεσαίου χώρου», δεν θα υιοθετούσε με τόση ευκολία την νεοφιλελεύθερη δημοσιονομική λογική της περιστολής. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε όλη την Ευρώπη κινούμενα από το σύνδρομο του κυβερνητισμού αγνόησαν ότι η πολιτική κυριαρχία, προκύπτει ως αποτέλεσμα της ιδεολογικής ηγεμονίας. Δεν αρκεί επομένως η απόσπαση της ψήφου δηλαδή της προσωρινής συναίνεσης των ψηφοφόρων, αλλά απαιτείται και η ενεργή συμμετοχή των πολιτών στα πολιτικά δρώμενα. Η σοσιαλδημοκρατία του «μεσαίου χώρου» εντούτοις δεν επιχείρησε να δημιουργήσει μια σχέση αλληλουχίας μεταξύ των αξιών της και της κοινωνίας, αλλά αναλώθηκε σε επικοινωνιακά τεχνάσματα χωρίς κανένα βάθος, προϊόντα μιας διαχειριστικής και συνάμα καιροσκοπικής λογικής, με ψευδαισθήσεις και αυταπάτες πολιτικής ηγεμονίας.
Εν μέσω της οικονομικής κρίσης, είναι προφανές ότι οι εξελίξεις διέψευσαν την στρατηγική του μεσαίου χώρου αναδεικνύοντας ενισχυμένα τα λεγόμενα πολιτικά άκρα του πολιτικού φάσματος.
Η μετάθεση στόχων που εξασφάλισε στην σοσιαλδημοκρατία μια μακρά περίοδο ηγεμονίας μέσω του λεγόμενου «τρίτου δόμου» και «εκσυγχρονισμού» δεν συναντά σήμερα ευρεία απήχηση στην βάση.
Αντίθετα συναντά αρκετά οξείες αντιδράσεις. Αντιδράσεις που σε πολλές περιπτώσεις κομμάτων καταλήγουν σε μαζικές μετακομίσεις ψηφοφόρων και μελών ή στην διάλυση.
Η ηθική και πνευματική αδυναμία του προοδευτικού χώρου και το ΠΑΣΟΚ
Στην μεγαλύτερη κρίση του καπιταλισμού από το 1929, οι Σοσιαλδημοκράτες χάνουν σε όλα τα μέτωπα.
Οι χειμαζόμενες κοινωνίες στρέφονται προς τα δεξιά και τα αριστερά λαϊκιστικά κόμματα τα οποία έχουν τις μεγαλύτερες εισροές νεοσύλλεκτων μελών και ψηφοφόρων που είχαν ποτέ.
Από την σκοπιά της άκρας δεξιάς φαίνεται να θεωρείται πλέον καρποφόρα η υιοθέτηση της σκληρής αντικαπιταλιστικής κριτικής, για την οποία κάποτε υπερηφανεύονταν η αριστερά (6).
Η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία αλλά και η ευρύτερη μεταρρυθμιστική αριστερά , αντιθέτως παραμένουν βαθιά διχασμένες και ποτέ άλλοτε δεν είχαν τόσο μεγάλη αβεβαιότητα όσον αφορά την κριτική τους απέναντι στον καπιταλισμό και τους μακροπρόθεσμους στόχους τους.
Είτε στην κυβέρνηση, είτε στην αντιπολίτευση, η μεγάλη κρίση βρήκε την ευρωπαϊκή κεντροαριστερά σε μεγάλη αμηχανία, χωρίς σχέδιο και χωρίς όραμα .
Ως εκ τούτου, επικράτησαν κουτσά-στραβά οι αυτοσχεδιασμοί και οι πρόχειροι ελιγμοί απέναντι στην πανικόβλητη επέλαση των χρηματιστικών παραγόντων της αγοράς, απέναντι στην αυξανόμενη οργή των ψηφοφόρων και τον εντεινόμενο φόβο για το μέλλον.
Επόμενο ήταν η κεντροαριστερά να σκοντάφτει από ήττα σε ήττα.
Δεν είναι επομένως καθόλου παράλογο να διαπιστώσουμε ότι η ανταλλαγή ισχυρών παραδοσιακών αρχών και αξιών με ασαφής σε επίπεδο οράματος αρχές του κέντρου, υπονομεύει την ενότητα, τις ουτοπίες και τελικά ακόμη και τις φιλοδοξίες της σοσιαλδημοκρατίας οδηγώντας μία βαθύτατη ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική κρίση της .
Η διαρκής μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας συνοδευόταν από μία διαδικασία ιστορικής εξουσιαστικής δυναμικής, παράγοντας μόνο εν μέρει μεγάλους και εκτεταμένους κλυδωνισμούς.
Ενδεικτική ως προς την παραπάνω άποψη είναι η ιστορικά πορεία του ΠΑΣΟΚ.
Το άλλοτε κραταιό κόμμα της κεντροαριστεράς πέρασε διάφορες φάσεις μετάλλαξης, από το απελευθερωτικό, ριζοσπαστικό κίνημα της 3ης Σεπτέμβρη κατά την δεκαετία του 70 , στο ρεαλιστικό, κυβερνητικό, κόμμα της δεκαετίας του 80 και στη συνέχεια στο εκσυγχρονισμό και καθεστωτικό κυβερνητισμό κόμμα της περιόδου Σημίτη. Στην συνέχεια επί αρχηγίας Γ. Παπανδρέου το κόμμα απέκτησε δύο διαδοχικές και φαινομενικά αντίθετες φυσιογνωμίες, από το μετωπικό σχήμα τύπου Δημοκρατικού κόμματος στις ΗΠΑ (8) τουλάχιστον σε επίπεδο γενικών διακηρύξεων και ιδεολογικών αναφορών σε ένα κόμμα το οποίο αναζήτησε την επιστροφή στις ρίζες του χωρίς να χάσει την επαφή με την σύγχρονη πραγματικότητα. Τελικά η πορεία αυτή κατέληξε σε ένα κόμμα του καθεστωτικού κυβερνητισμού το οποίο θέσπισε στην Ελλάδα το μνημόνιο, θέτοντας τον εαυτό του σε σοβαρά υπαρξιακά διλήμματα.
Το ζήτημα της νομιμοποίησης
Εν μέσω της μετάλλαξης επιχειρούν τα σοσιαλιστικά κόμματα συνήθως την επανασύνδεση με το εκλογικό και κοινωνικό σώμα πράγμα που ως στρατηγική ιστορικά απέδωσε διότι εκφράζει απέναντι στον λαό μία ιδιότυπη μορφή ανταπόκρισης σε προσδοκίες, είτε πρόκειται για ένα είδος παραδοχή λαθών και σφαλμάτων ενός κατά τα άλλα ανεπαρκώς αξιολογημένου κυβερνητικού παρελθόντος, είτε για μια θετική πρόταση εξουσίας. Τι γίνεται όμως με την εποχή μετά το μνημόνιο; Θα μπορέσει το ΠΑΣΟΚ να την υπερβεί μέσα από κάποια μετάλλαξη; Για να απαντήσουμε το ερώτημα αυτό θα πρέπει να ανατρέξουμε σε ένα μεγάλο ζήτημα της πολιτικής επιστήμης που δεν είναι άλλο από αυτό της νομιμοποίησης.
Οι μεταλλάξεις των πολιτικών κομμάτων εξάλλου συνδέονται με το ζήτημα της νομιμοποίησης όπως πολύ εύστοχα είχε επισημάνει ένας από τους προπάτορες της πολιτικής επιστήμης , ο Gaetano Mosca. Κατά τον Mosca τα κόμματα εξουσίας αναζητούν συνεχώς έναν πολιτικό κανόνα , μία πολιτική φόρμουλα , δηλαδή μία κοινωνική ιδεολογία η οποία θα εκφράζει μεν τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, θα ανταποκρίνεται όμως ταυτόχρονα στα συναισθήματα και προσλήψεις των κυριαρχούμενων.
Δεδομένου ότι η γυμνή βία δεν αποτελεί πλέον στις σύγχρονες κοινωνίες από μόνη της επαρκές μέσον κυριαρχίας , εγργαλειοποιούνται ηθικές παράμετροι υπό μορφή πολιτικών κανόνων για την απόσπαση της ευρύτερης δυνατής συναίνεσης. Κατά το διάβα των αιώνων χρησιμοποιήθηκαν οι μύθοι περί θεϊκής καταγωγής του κυρίαρχου, περί ανωτερότητας της φυλής, περί ιστορικής αναγκαιότητας κλπ.
Από την σκοπιά σύγχρονων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων χρησιμοποιούνται συνήθως φόρμουλες και έννοιες που εκφράζουν το κοινό ή συλλογικό καλό.
Έννοιες όπως διαφάνεια, χρηστή διαχείριση, εξορθολογισμός, εξυγίανση ανταγωνιστικότητα, αλληλεγγύη, δίκαιη κοινωνία , συλλογικά αγαθά εξυπηρετούν την προσπάθεια επανατοποθέτησης της κεντροαριστεράς στο κέντρο του πολιτικού φάσματος , διότι αφενός προσελκύουν ένα ευρύ κοινό μη προνομιούχων, αφετέρου όμως δεν απωθούν ψηφοφόρους της κεντροδεξιάς.
Αναπτύσσονται κατηγορίες μίας ηθικής κοντά στον πολίτη , συλλογικά προσανατολισμένης κάτι που σχετίζεται με την αύξουσα θεσμική απορρύθμιση και εντεινόμενη εξατομίκευση των σημερινών κοινωνιών.
Απόρροια των εξελίξεων αυτών είναι ένα εντεινόμενο αλλά ρευστό μαζικό αίτημα για περισσότερη κοινότητα και συλλογικότητα. το οποίο προσπαθεί η νέα σοσιαλδημοκρατία να εκφράσει .
Εν προκειμένω το πρόβλημα δεν τοποθετείται τόσο στην στρατηγική χρήση των εννοιών όσο στην μεγάλη ρευστότητα και ασάφεια που τις διακρίνει πράγμα που τις καθιστά ευάλωτες σε μία καθαρά εργαλειακή χρήση
Αυτό σημαίνει όμως ότι η προγραμματική τους εφαρμογή μπορεί να επενδυθεί με οποιοδήποτε περιεχόμενο αναλόγως των συγκεκριμένων συγκυριακών αναγκών.
Μπορεί να λάβουν εκκλησιαστικό, σοσιαλιστικό, φιλελεύθερο, εθνικιστικό , ρεπουμπλικανικό περιεχόμενο χωρίς να χάσουν την ρευστότητα και σχετικότητα τους ως έννοιες.
Τελικά όμως ή αξιακή υπερφόρτιση ή ασάφεια εννοιών δεν εξυπηρετεί τίποτα άλλο από έναν πολιτικό κανόνα ακραίας λαϊκίστικης εργαλειοποίησης.
Καμία αναφορά στην δίκαιη κοινωνία ή στα συλλογικά αγαθά δεν είναι αξιόπιστη ,εάν δεν θίγει τις θεμελιακές αντιθέσεις του καπιταλιστικού συστήματος και κυρίως αυτήν μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Δίκαιη κοινωνία τελικά περνάει μέσα από συγκεκριμένα και σκληρά μέτρα αναδιανομής , κάτι που σημαίνει ότι έστω κάποιοι προνομιούχοι θα θιγούν. Εάν το ΠΑΣΟΚ δεν απαντήσει σε αυτό το πυρηνικό ερώτημα δύσκολα να επανακτήσει την νομιμοποίηση του.
Η ανάγκη μια νέας αφήγησης
Χωρίς μια νέα μεγάλη αφήγηση περί «καλού βίου» και περί «καλύτερου μέλλοντος» πέραν του καπιταλισμού όπως λειτουργεί σήμερα ,είναι αδύνατον να σπάσει η μακρά ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης αφήγησης.
Ο Tony Judt, ο μεγάλος αυτός αγγλοσάξονας ιστορικός που απεβίωσε το 2010, είχε ζητήσει από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, να ηγηθεί ενός κινήματος μεταρρύθμισης του καπιταλισμού.
Εν προκειμένω βέβαια δεν υφίσταται πλέον εκείνος ο ιστορικός συμβιβασμός που θα επέτρεπε τη δημιουργία και την ανάπτυξη ενός τέτοιου κράτους πρόνοιας στη Δυτική Ευρώπη.
Ομοίως έχουν συρρικνωθεί εκείνα τα στοιχεία που κάποτε συνέθεταν τον λεγόμενο «οργανωμένο καπιταλισμό» η καπιταλισμό του Ρήνου ο οποίος επί μακρόν αποτέλεσε , το κρυφό ιδανικό της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Στον σημερινό απελευθερωμένο, αποδιοργανωμένο και απορυθμισμένο καπιταλισμό οι ελίτ της εξουσίας αγνοούν όλους τους συμβιβασμούς.
Ο φόβος των κατώτερων τάξεων μπροστά στην ολοκληρωτική κοινωνική κατολίσθηση και σε ένα χειρότερο μέλλον επιτρέπει στις ελίτ να μεταφέρουν πάνω τους κόστος της οικονομικής καταστροφής που οδήγησε στην τέταρτη Μεγάλη Ύφεση στην ιστορία του καπιταλισμού.
Τον φόβο αυτό και το φόβο μπροστά στους επόμενους σοσιαλδημοκρατικούς συμβιβασμούς που καταλήγουν σε «σοσιαλιστικά πειράματα λιτότητας» όπως διαφάνηκαν στην Ελλάδα , στην Ισπανία, στην Πορτογαλία της κρίσης αλλά και προγενέστερα στην Γερμανία επί Schröder ή στην Αγγλία επί Blair, έχει να αντιμετωπίσει η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία σήμερα.
Οι απαντήσεις που θα δοθούν πρέπει ασφαλώς να διαψεύδουν την ρήση της των νεοφιλελεύθερων « There Is No Alternative».
Απέναντι σε αυτή την ρήση μπορεί να προταχθεί μια ριζοσπαστική θεώρηση σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας όπως την ανέπτυξε ο Tony Judt που δεν πιστεύει σε κοινότυπες συνταγές και συγχρονισμένες πλανητικές λύσεις όλων των προβλημάτων στα παγκόσμια κλίμακα.
Ο Judt επαινεί το κράτος πρόνοιας – και σκέφτεται το Ηνωμένο Βασίλειο, και την ηπειρωτική Ευρώπη.
Η παλιά Ευρώπη της σοσιαλδημοκρατίας και όχι, οι ΗΠΑ, είναι το μοντέλο του μέλλοντος κατά την άποψη του.
Στις ΗΠΑ, δεν υπάρχει ως γνωστό παράδοση σοσιαλδημοκρατίας ενώ στη Βρετανία αποδιαρθρώθηκε από τον Βlair και ΣΙΑ με επιτυχία.
Ο Judt καλεί την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία να ανακαλέσει στην μνήμη της, τις ισχυρές πλευρές της .
Αυτές οι ισχυρές πλευρές έγκεινται στον μετασχηματισμό του καπιταλισμού, στον οποίο η σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο. Ένας μετασχηματισμός που συνδέθηκε με την εδραίωση του κράτους πρόνοιας, το παρεμβατικό κράτος, τον εκτεταμένο τομέα δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, την εξημέρωση και ρύθμιση του καπιταλισμού.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι άνευ μεγάλου δισταγμού η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία πρέπει να εγκαταλείψει την πλούσια ανατρεπτική κληρονομιά της συμπεριλαμβανομένης της παράδοσης του ριζοσπαστικού ρεφορμισμού (ή της επαναστατικής Realpolitik) .
Με άλλα λόγια δεν πρέπει να εγκαταλείψει τον κριτικό αναστοχασμό απέναντι στον καπιταλισμό, όπως εκφράστηκε από του Μάρξ, Κάουτσκυ, Μπερνασταίν, Κεύνς κοκ.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης, η σοσιαλδημοκρατία έμεινε χωρίς γλώσσα, χωρίς ιδέες χωρίς εννοιολογικό οπλοστάσιο και χωρίς σύμβολα, προκειμένου να αντισταθεί στον κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο λόγο και να προδιαγράψει ένα μέλλον πέραν του καπιταλισμού.
Μερικές αλήθειες που κρύβονται
Απέναντι στην αποτυχημένη ουτοπία ία ενός καθαρού, ανεξέλεγκτου καπιταλισμού, μιας ριζοσπαστικής οικονομίας της αγοράς αξίζει τον κόπο να ξαναθυμηθεί η σοσιαλδημοκρατία μερικές αλήθειες που πολλές φορές κρύβονται με επιτυχία .
Σε κάθε περίπτωση ισχύει η αρχή της «οικονομικής αξίας της κοινωνικής πολιτικής», το κράτος πρόνοιας, με το οποίο ο καπιταλισμός και η αστική κοινωνία λειτουργούν πολύ καλύτερα παρά χωρίς αυτό.
Ασφαλώς το κράτος πρόνοιας όπως τον ξέραμε, δεν αποτέλεσε απαραίτητα μια μεγάλη μηχανή για τη εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων και την προώθηση του κοινού καλού
Όποιος υπερασπίζεται το κράτος πρόνοιας και τον δημόσιο τομέα πρέπει να διεκδικεί αποτελεσματικά, την οριζόντια και κάθετη μεταρρύθμιση του.
Όποιος θέλει αυτή την μεταρρύθμιση χρειάζεται ευρείες συμμαχίες, τη στήριξη της παραδοσιακής εργατικής τάξης, των μισθωτών των επισφαλών κοινωνικών στρωμάτων, των αγροτών και των μεσαίων τάξεων.
Ο φορέας που θα επιχειρήσει μια τέτοια τομή δεν μπορεί επομένως να αρκεστεί ταπεινά με το ρόλο του δικηγόρου του κράτους πρόνοιας, των κοινωνικών μεταβιβάσεων και των εξαρτημένων από τις δημόσιες υπηρεσίες.
Απαιτείται ένα σοβαρό και ευρύτερο πρόγραμμα μετασχηματισμού του κράτους με επαρκές βάθος και χωρίς συνθήματα.
Ένα πρόγραμμα που θα θέτει τέλος στην αβάσταχτη ελαφρότητα της πολιτικής των πραγματολογικών αναγκών .
Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, συνέπεια της δεισιδαιμονικής πίστης στο αλάθητο των «αγορών», έχει κάνει μόνο ζημιές και επέφερε καταστροφές όχι μόνο στους σιδηρόδρομους της Μ. Βρετανίας που περιγράφει ο Tony Judt .
Η απάντηση στην καταστροφική πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων δεν μπορεί ωστόσο να είναι οι κρατικοποιήσεις, αλλά προηγμένες, δημοκρατικές, ή τουλάχιστον βιώσιμες δημοκρατικές μορφές της δημόσιας οικονομίας που περιλαμβάνουν το κράτος όχι όμως τη διεύθυνση του από αυτό.
Χωρίς την επαρκή και ευέλικτη παροχή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον καθένα ανεξάρτητα από την αγοραστική του δύναμη ή την θέση του την αγορά , δεν νοείται ισότητα και ελευθερία των πολιτών σε καπιταλιστικές οικονομίες.
Αν ο δημόσιος χώρος, η δημόσια σφαίρα ως θεμέλιο της δημοκρατίας και ως λογικός αντίποδας στην ιδιωτικής σφαίρας δεν αποκτήσει υλική βάση αναπόφευκτα θα εκφυλιστεί σε ρητορικό σχήμα.
Αυτό σημαίνει την δημιουργία μιας δημόσιας δημοκρατικής οικονομίας, που παράγει, διανέμει και χρησιμοποιεί δημόσια και κοινά αγαθά, και μάλιστα από και σε όλους τους πολίτες της κοινωνίας .Σε αυτόν το τομέα ασφαλώς θα έχει σοβαρή εμπλοκή και ο ιδιωτικός τομέας.
[1] Schwartz, Antoine / Schwartz, Gregory : Η μόνιμη κλίση της αριστεράς προς το κέντρο. (http://www.monde-diplomatique. gr /spip.php?article34)
(2) Gottlieb, Annie (1987). Do You Believe in Magic?: Bringing thev 60s Back Home. Simon & Schuster, p. 154
(3) Chantal Mouffe: The radical Centre.A politics without Adversary. soundings issue 9 summer 1998, pp.11-23
(4) Kostas A. Lavdas :Normative Evolution in Europe: Small States and Republican Peace LSE ‘Europe in Question’ Discussion Paper Series LEQS Paper No. 17/2010/ January 2010, London School of Economics
(5) Thomas Meyer: The Third way – some crossroads. F R I E D R I C H E B E R T F O U N D A T I O N S O U T H A F R I C A O F F I C E. WORKING DOCUMENTS
Nr. 3
(6) Colin Crouch, The Strange Non- Death of Neoliberaliam , Cambridge – Malden 2011
( http:// www.ppol.gr/fullarticle.php?id=186)
(9) Tony Judt, Ill faree the Land . 2010,