Ενώ σε ένα τετράμηνο κλείνει το 2016, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της χώρας θα διαμορφωθεί στα 175 δις Ευρώ, ποσό που σωρευτικά θα είναι χαμηλότερο κατά 62,5 δις Ευρώ από το αντίστοιχο του τέλους 2009. Ας σημειωθεί ότι στο τέλος του 2014, το ΑΕΠ μας βρισκόταν στο επίπεδο των 190 δις Ευρώ, άρα μέσα σε 18 μήνες έχει χάσει περίπου 9 ποσοστιαίες μονάδες. Ας σημειωθεί επίσης ότι το συνολικό μας χρέος στο τέλος του 2016 θα βρίσκεται στα 320 δις Ευρώ θα αντιστοιχεί σε πάνω από 180% του ΑΕΠ και θα είναι 50 δις Ευρώ μεγαλύτερο συγκριτικά από το ποσό των αρχών του 2010. Το τρίτο μνημόνιο είναι πλέον πασιφανές ότι φέρνει αύξηση του χρέους σε απόλυτους αριθμούς λόγω των κεφαλαίων που δόθηκαν για την ανακεφαλοποίηση των τραπεζών αλλά και λόγω του περιορισμού των δημοσιονομικών επιδόσεων ειδικά για το 2015 και το 2016. Με πιο απλά λόγια αυτό σημαίνει ότι τα περίφημα δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξεως του 0,5% δεν επαρκούν για να πληρωθούν οι τόκοι του χρέους με αποτέλεσμα αυτό να αυξάνει σε απόλυτους αριθμούς.
Ασφαλώς δε, η κατάσταση αυτή θα επιδεινώνεται στο μέτρο που οι πολίτες υπερφολογούνται χωρίς όμως να έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν αυτά που τους επιβάλλει το κράτος. Είναι κατάδηλο έτσι ότι το 2015 η κυβέρνηση δεν κατάφερε να αυξήσει τα έσοδα από τον ΦΠΑ και την υπερφορολόγηση φαινόμενο που θα επαναληφθεί και φέτος. Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε στο επίπεδο αυτό ότι σε απόλυτους αριθμούς σήμερα το δημόσιο εισπράττει λιγότερα από το 2009.
Δεν προκαλεί έτσι έκπληξη ότι από τις αρχές του 2015 μέχρι τώρα στο καλάθι των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων προς το Δημόσιο προστέθηκαν άλλα 17 δις Ευρώ με αποτέλεσμα τα συσσωρευμένα χρέη, να οδεύουν προς τα 100 δις Ευρώ όταν το 2009 έφθαναν τα 35 δις Ευρώ. Έχουμε δηλαδή μία κατάσταση δημοσιονομική η οποία υπό τις σημερινές συνθήκες είναι αμφίβολο εάν μπορεί να αλλάξει. Και δεν μπορεί να υπάρξει αλλαγή στο μέτρο που όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της χώρας είναι υποτονικά και κινδυνεύουν να εξουδετερωθούν τελείως.
Από την άλλη πλευρά, η ύφεση που παρατηρείται στο λιανεμπόριο με παράλληλη πτώση των εξαγωγών όπως αυτή πρόσφατα υπογραμμίστηκε από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εξαγωγέων κάνουν ακόμη πιο δύσκολη την ανάκαμψη της ελληνικής παραγωγής και δημιουργούν πολλά ερωτηματικά για το κατά πόσο η συνολική ζήτηση μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες εξόδου από την ύφεση. Αυτό το σημείο το υπογραμμίζουμε ιδιαίτερα διότι η υφεσιακή πολιτική που ακολουθείται επηρεάζει τόσο την πορεία του ατομικού εισοδήματος όσο βέβαια και τον ρυθμό αύξησης της απασχόλησης, η οποία είναι απαραίτητη εάν θέλουμε να μειώσουμε τον αριθμό των ανέργων. Ας σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται έκρηξη της μερικής απασχόλησης με συνεπακόλουθη μείωση των αμοιβών στον ιδιωτικό τομέα, πράγμα που απορρέει από την υποτονική παραγωγική δραστηριότητα. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι ιδιαίτερα ανησυχητική με βάσει πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ είναι και η πορεία της υγείας του πληθυσμού. Στην οποία έρχεται να προστεθεί και μία επικίνδυνη δημογραφική γήρανση.
Την ίδια στιγμή οι τραπεζικές καταθέσεις βρίσκονται στο ναδίρ, τα κόκκινα δάνεια προς τις τράπεζες φουσκώνουν και η συνολική ρευστότητα της οικονομίας πάει περίπατο. Αν μπροστά στην κατάσταση αυτή, η κυβέρνηση είχε την ευφυία και την θέληση να αναπληρώσει την έλλειψη εσωτερικής αποταμίευσης με μία γενναία πολιτική προσέλκυσης ξένων επενδύσεων το κακό θα ήταν πολύ μικρότερο, κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει. Διότι όχι μόνο δεν προσελκύονται ξένες επενδύσεις, αλλά με πολύ άστοχους χειρισμούς κλονίζεται και η εμπιστοσύνη που έχει απομείνει προς τη χώρα.
Υπό παρόμοιες συνθήκες το φαινόμενο της αποεπένδυσης λαμβάνει νέες χειρότερες διαστάσεις και στο βαθμό που η κατάσταση αυτή θα συνεχίζεται ο κίνδυνος να γίνει μη αναστρέψιμη είναι μεγάλος. Γιατί; Διότι πολύ απλά η αποεπένδυση συνοδεύεται από μετανάστευση επιχειρήσεων εκτός Ελλάδος και με διαρροή πολύτιμου ανθρώπινου δυναμικού φαινόμενο που κατατάσσει την Ελλάδα πρώτη στην Ευρώπη σε εξαγωγές πτυχιούχων, επιστημόνων, επιχειρηματιών και άλλων ταλαντούχων νέων ανθρώπων. Χάνεται έτσι για τη χώρα πολύτιμο παραγωγικό και πνευματικό κεφάλαιο, το οποίο δύσκολα θα αναπληρωθεί εάν λάβουμε υπόψη μας την διόλου ενθαρρυντική κατάσταση που επικρατεί στο εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Από αυτά που προηγούνται το γενικό και δυσάρεστο συμπέρασμα που προκύπτει είναι αυτό της πορείας της οικονομίας προς την διαθρωτική κατάρρευσή της, γεγονός που μειώνει απελπιστικά τις όποιες δυνατότητες της να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις ενός νέου επαναστατικού παραγωγικού μοντέλου, που είναι αυτό της ψηφιακής τεχνολογίας.
Είναι οδυνηρό συνεπώς να βλέπει κανείς την Ελλάδα να κλείνει την πόρτα στο μέλλον των παιδιών της, να διώχνει τα πιο αξιόλογα από αυτά και να βυθίζεται η ίδια σε μία συνολική απαξίωση που θυμίζει τον τίτλο ενός διάσημου βιβλίου, για το πώς και γιατί χάνονται χώρες και πολιτισμοί.