Βάστα, κατακαημένη ελληνική γλώσσα, βάστα. Βάστα από τα προκλητικά χτυπήματα που δέχεσαι καθημερινώς από αγράμματους «επώνυμους» Αθηνών και πάσης Ελλάδος, με τους θεματοφύλακες να κοιτάζουν αδιάφορα.
«Για να πετύχουμε το πρωτογενές πλεόνασμα επιβαρύναμε υπέρ του δέοντος τμήματα της κοινωνίας», τόνισε σε εκτενή συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung ο υπουργός Οικονομικών κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος. Ο εστί μεθερμηνεύομενον: «Επιβαρύναμε υπέρ του πρέποντος, υπέρ του αναγκαίου, τμήματα της κοινωνίας, δηλαδή … έπρεπε να επιβαρύνουμε τμήματα της κοινωνίας»!
Βέβαια, ο κ. Τσακαλώτος δεν εννοούσε αυτό, αλλά γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει. Διότι, άλλη σημασία έχει η σύνταξη της πρόθεσης «υπέρ» με γενική πτώση και άλλη με αιτιατική. Κι επειδή αυτή η επισήμανση είναι ψιλά γράμματα για τη νέα κυρίως γενιά Ελλήνων που δεν διδάσκονται ή διδάσκονται πλημμελώς ή ελλιπώς την ελληνική γλώσσα, συχνά χρησιμοποιείται εσφαλμένα η φράση «υπέρ τού δέοντος» αντί της ορθής «υπέρ το δέον». Το υπέρ, όταν δηλώνει «υπέρβαση» ή «υπερβολή», συντάσσεται με αιτιατική, ενώ με γενική δηλώνει «υπεράσπιση» (μίλησε υπέρ τού κατηγορουμένου).
Ετυμολογία: Δέων, δέουσα, δέοντος, δέοντα
Σε επίρρωση της «λεπτομέρειας» αυτής παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη): δέων, -ουσα, -ον {δέ-οντος (θηλ. -ας κ. λογιότ. -ούσης), -οντα | -οντες (ουδ. -οντα), -όντων (θηλ. -ουσών)} (λόγ.)
1. αυτός που ταιριάζει, αρμόζει, είναι αναγκαίος στην περίσταση ή επιβάλλεται από αυτή: αντιμετωπίζω ένα θέμα με τη δέουσα προσοχή / σοβαρότητα / υπευθυνότητα || λαμβάνω τα δέοντα μέτρα ΣΥΝ. αναγκαίος, πρέπων, σωστός, προσήκων, ορθός, κατάλληλος· ΦΡ (α) (ως επίρρ.) πέρα(ν) τού δέοντος / υπέρ το δέον (λατ. ultra quam oportet) περισσότερο από όσο αρμόζει ή επιβάλλεται, σε υπερβολικό βαθμό: υπήρξες υπέρ το δέον αυστηρός μαζί του ΑΝΤ. υπερβολικά (β) το δέον γενέσθαι αυτό που πρέπει να γίνει: πέρα από τις διαπιστώσεις πρέπει να αποφασίσουμε και – II τι δέον γενέσθαι; (τι πρέπει να γίνει;)
2. δέοντα (τα) (α) το σύνολο των ενεργειών που γίνονται και των μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση (δυσάρεστου) γεγονότος ή κατάστασης: ενεργούνται τα ~ για τη σύλληψη τού δράστη || πράττω τα ~ (ό,τι πρέπει) (β) οτιδήποτε απευθύνεται ως χαιρετισμός: τα ~ στη μητέρα σας, αγαπητέ μου! ΣΥΝ. χαιρετίσματα, σέβη. [ΕΤΥΜ. Μτχ. ενεστ. τού αρχ. ρ. δέω /-ομαι με τη σημ. τού απροσ. δει (βλ.λ.)].
Διαβάστε το προηγούμενο άρθρο του Δημήτρη Στεργίου στο new deal