του ΜΑΡΤΙΝ ΝΑΠ
Την άνοιξη, στο αποκορύφωμα της πρώτης ελληνογερμανικής αντιπαράθεσης για το δημοσιονομικό πρόβλημα, ο υποφαινόμενος είχε την τιμή να προσκληθεί από διάφορα κανάλια – προφανώς για να εισπράξει το ξύλο, το οποίο κατά βάθος προοριζόταν για τη, δυσεύρετη για την ελληνική τηλεόραση, κα Άγγελα Μέρκελ. Είχε μαλλιάσει τότε η γλώσσα μου στην προσπάθεια να επισημάνω την παγκόσμια διάσταση της κρίσης του ευρώ.
Ματαιοπονούσα όμως, καθώς τότε κυριαρχούσε μια θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο περιορισμός της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας θα έλυνε το πρόβλημα. Δηλαδή, ο κόσμος αντί για τα φτηνά γερμανικά αυτοκίνητα θα αγόραζε τα ακριβά ελληνικά…
Αλλά, ας αφήσουμε τις κακίες, άλλο θέλω να πω. Η θεωρία αυτή θα ήταν απόλυτη σωστή, εάν ο κόσμος θα αποτελείτο αποκλειστικά από την Ευρώπη. Όμως, όσοι παραπονιόντουσαν για τη «σπασίκλα» Γερμανία συστηματικά παράβλεπαν κάποιες οντότητες σαν την Κίνα, τις Ινδίες και άλλες τίγρεις που μόλις ξυπνάνε.
Τώρα, στη δεύτερη φάση του δράματος, μαζί με την κρίση διευρύνεται και η οπτική γωνιά των αναλύσεων. Για παράδειγμα, ο Θανάσης Μαυρίδης δημοσίευσε στο Capital.gr άρθρο με τίτλο «Οι Γερμανοί εθελοτυφλούν για άλλη μια φορά», όπου εισάγει ακριβώς αυτήν την παγκόσμια διάσταση του προβλήματος. Συμφωνώ σχεδόν με όλα όσα γράφει, ακόμα και με την κατάληξη, όπου επισημαίνει ότι το μόνο που δε θέλει ο κόσμος είναι να καθοδηγείται από τη Γερμανία. Έρχεται στα λόγια μου, καθότι συχνά επισημαίνω τη μανία των συμπατριωτών μου να τακτοποιήσουν τον κόσμο, την ώρα που ο κόσμος έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι δε θέλει να τακτοποιηθεί –και κυρίως όχι από τους Γερμανούς.
Διαφωνώ όμως σ’ ένα σημείο με τον κ. Μαυρίδη. Λέω ότι η Γερμανία δρα όπως δρα, ακριβώς επειδή ΔΕΝ εθελοτυφλεί. Η περίφημη ατζέντα 2010 του Σρέντερ, αλλά και η ενθάρρυνση εκ μέρους του κράτους της μεταφοράς μεγάλου μέρους της παραγωγικής δραστηριότητας στα πρώην σοσιαλιστικά κράτη, ένα σκοπό υπηρετούσαν: Να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας ενόψει της επερχόμενης καταιγίδας.
Επίσης ξεχνάμε συχνά, πως το θέμα της υπερχρέωσης του δημοσίου τομέα υφίσταται και στη Γερμανία, και μάλιστα σε πιο τρομακτικές διαστάσεις σε σχέση με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Μόνον ως προς την πιστοληπτική ικανότητα διαφέρει η Γερμανία, για την ώρα τουλάχιστον. Και ακριβώς επειδή το Βερολίνο ΔΕΝ εθελοτυφλεί, ΔΕΝ βασίζεται στην εις αεί συνέχεια αυτής της ευνοϊκής για το ίδιο κατάστασης. Γι’ αυτό και έχει εγγραφεί στο γερμανικό σύνταγμα διάταξη που ουσιαστικά εμποδίζει την ανάληψη νέου χρέους από το 2016.
Η διάταξη αυτή πρέπει να ληφθεί υπόψη και όταν επιχειρούμε να ερμηνεύσουμε τη σημερινή στάση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ως προς τα χρέη των άλλων χωρών. Χτες η Γερμανία μπορούσε να δανειστεί για λογαριασμό της Ελλάδας, αύριο δε θα μπορέσει να δανειστεί πια ούτε για τις δικές της ανάγκες. Δεν νομίζω ότι η στάση αυτή μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εθελοτυφλία, το πολύ ως έλλειψη ρεαλισμού…
Εθελοτυφλία σίγουρα υπήρχε στο Βερολίνο, αλλά σ’ ένα άλλο θέμα. Όπως γνωρίζω από δική μου εμπειρία, η προσοχή των αρμοδίων τα τελευταία χρόνια ήταν στραμμένη προς τις νέες προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης σε τέτοιο βαθμό, που σχεδόν κανείς δε ασχολιόταν πλέον με τους Ευρωπαίους εταίρους και ιδίως με τους μεσογειακούς. Κανείς δεν κατάλαβε τα προβλήματα που συσσωρεύονταν στο νότο κυρίως μετά τη βροχή του «φτηνού» χρήματος που προκάλεσε η καθιέρωση του Ευρώ.
Κανείς στο Βερολίνο δεν έβλεπε ότι οι χώρες του νότου έχουν να δουν ουσιαστικές παραγωγικές επενδύσεις από την εποχή πριν το άνοιγμα της Ανατολής το 1990. Οι χώρες αυτές για δυο δεκαετίες γίνονταν αντιληπτές μονάχα ως αγορές για τη διάθεση καταναλωτικών προϊόντων και ως τουριστικοί προορισμοί. Απ’ αυτό όμως δε μπορούν να ζήσουν και προπάντων δε μπορούν να επιβιώσουν στην Ευρωζώνη. Δυστυχώς ακόμα και σήμερα, το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο δε μπόρεσε να περάσει το μήνυμα ότι πρέπει να ενισχυθεί άμεσα η ελληνική πραγματική οικονομία, και προπάντων ότι χρειάζεται ένας νέος καταμερισμός εργασίας στην Ευρώπη, προκειμένου να ζήσουμε όλοι ευτυχισμένοι με το κοινό νόμισμα. Ιδού η ευθύνη του Βερολίνου, την οποία όμως μοιράζεται με τα πολιτικά ελίτ των ίδιων των μεσογειακών χωρών, που παρέλειψαν επί τόσα χρόνια να πληροφορήσουν τους πολίτες ότι τα λεφτά που σκορπούσαν, ήσαν εν τέλει δανεικά.
Απ’ έξω η γερμανική οικονομία φαντάζει αστραφτερή και αξιοζήλευτη. Έχει όμως εγγενείς αδυναμίες που εξακολουθούν να την κάνουν ευάλωτη. Κατ’ αρχάς στηρίζεται πλέον σε τρεις μονάχα κλάδους, το μηχανολογικό εξοπλισμό, τη χημεία και το αυτοκίνητο, το οποίο απειλείται άμεσα. Σε λίγα χρόνια, και εδώ συμφωνώ με τον κ. Μαυρίδη το κινέζικο αυτοκίνητο θα κάνει τη μαζική του εμφάνιση στους δρόμους της Ευρώπης, οπότε πολλοί Ευρωπαίοι θα πάθουν ότι έπαθαν τώρα οι Έλληνες: Θα ξυπνήσουν απότομα από τα καταναλωτικά τους όνειρά.
Δεν υπάρχει καμία Αγία Γραφή, όπου γράφει ότι ο Ευρωπαίος, μόνο και μόνο επειδή είναι Ευρωπαίος, δικαιούται να ζήσει δέκα φορές καλύτερα από τον Ινδό. Αν θέλουμε να ζήσουμε καλύτερα, πρέπει να είμαστε καλύτεροι. Δυστυχώς το Βερολίνο είναι μια από τις λίγες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπου βλέπουν την αλήθεια αυτή καθαρά. Μακάρι να ασχοληθεί και πιο επιμελώς με τα ενδοευρωπαϊκά ζητήματα.
* Ο κ. Martin Knapp είναι Γενικός Διευθυντής και Μέλος του Δ.Σ. του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου