«Εσύ νομίζεις ότι, κατά βάθος, υφαίνεις ένα κομμάτι πανί: διότι κάθεσαι μπροστά σε έναν αργαλειό -κι ας είναι άδειος- και κάνεις τις κινήσεις του υφαντή.» ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΙΤΓΚΕΝΣΤΑΪΝ…
Αν είδατε την τηλεοπτική συνέντευξη του Αλέκου Παπαδόπουλου στον Αλέξη Παπαχελά («ΣΚΑΪ», 28/3/2011), είχατε την ευκαιρία να απολαύσετε έναν ευθύβολο, τολμηρό, σχεδόν τσωρτσιλικό, πολιτικό λόγο.
Βέβαια, ο κ. Παπαδόπουλος δεν κυβερνά τη χώρα για να μας πει, όπως ο Τσώρτσιλ στη Βουλή των Κοινοτήτων, τον Μάιο 1940, «δεν έχω τίποτα να σας προσφέρω παρά μόνο αίμα, μόχθο, δάκρυα και ιδρώτα», αλλά μας προειδοποίησε (όχι για πρώτη φορά) ευθέως: αν συνεχίσουμε όπως πάμε, θα γκρεμοτσακιστούμε. Πολλές και εύστοχες οι επισημάνσεις του, ξεχωρίζω (και επεκτείνω) τρεις.
Πρώτον, ακόμα και σε συνθήκες χρεοκοπίας «δεν έχουν διαμορφωθεί όροι εθνικής αυτογνωσίας» (ο.π.). Κυβερνώντες και κυβερνώμενοι έχουμε εθιστεί στην αυταπάτη· επειδή καθόμαστε μπροστά στον αργαλειό νομίζουμε ότι υφαίνουμε. «Μαλακώνουμε τις λέξεις» (ο.π.), προκειμένου να αποφύγουμε την οδυνηρή αυτοεξέταση. Μιλάμε λ.χ. για «μνημόνιο» όταν τελούμε υπό «διεθνή οικονομικό έλεγχο»· θεωρούμε ότι είμαστε υπό «επιτήρηση», όταν βρισκόμαστε «υπό χρεοστάσιο»· αναρωτιόμαστε αν θα «χρεοκοπήσουμε», ενώ το πραγματικό ερώτημα είναι αν θα «καταρρεύσουμε». Βαφτίζουμε «μεταρρυθμίσεις» διάφορες «διευθετήσεις». Τα δανεικά και οι κοινοτικές εισροές μάς έκαναν να μπερδέψουμε την «ανάπτυξη» με τη «μεγέθυνση». Ζούμε στη σύγχυση και την άρνηση: νιώθουμε ότι το παιχνίδι τελειώνει, αλλά δεν έχουμε μάθει κάποιο άλλο, γι’ αυτό και γαντζωνόμαστε στο παλιό.
Δεύτερο, ακόμη και σήμερα, η δύναμη του λαϊκισμού είναι κυρίαρχη. Εχουμε μάθει να κατανοούμε τον εαυτό μας κυρίως υπό το πρίσμα του θυματοποιητικού λαϊκισμού (πασπαλισμένο, συνήθως, με εθνικό κουτσαβακισμό). Η ανατολικόστροφη (προνεωτερική) πλευρά μας δεν επιτρέπει στη δυτικόστροφη (νεωτερική) να πάρει τα ηνία. Δεν πρόκειται μόνο για το πελατειακό κράτος, την κατάχρηση εξουσίας και τη διαφθορά. Αυτά είναι τα συμπτώματα. Οι αιτίες της παθογένειας πρέπει να αναζητηθούν στην ιστορικά διαμορφωμένη πολιτική νοο-τροπία μας. Ο λαϊκισμός, στο μέτρο που εκφράζει το κυρίαρχο φαντασιακό στην κοινωνία, τροφοδοτεί τη διαρκή θυματοποίηση του «λαού» (μειώνοντας σημαντικά την ικανότητα αυτογνωσίας), θραύει τη σχέση πράξεων και συνεπειών (καλλιεργώντας την ανευθυνότητα και την απληστία), και ενισχύει στο λαό-πελάτη τη νηπιακή επιθυμία να ικανοποιούνται όλες οι επιθυμίες του. Ενώ η θεσμική λογική κανοναρχεί, ελέγχει και ιεραρχεί προτεραιότητες, η λαϊκιστική λογική είναι παρορμητική, ισοπεδώνει και χυλοποιεί.
Τρίτο, και πιο μελαγχολικό, «οι δυνάμεις που διαχειρίζονται (τη χώρα) είναι οι δυνάμεις που την έφεραν στη χρεοκοπία. Και είναι αντίνομο να λέμε, κάποιος ο οποίος οδήγησε μια χώρα στη χρεοκοπία θα τη σώσει. Δεν γίνεται αυτό το πράγμα» (ο.π.). Γιατί; Για τρεις λόγους – νοητικούς, συμβολικούς και ψυχολογικούς. Οι λαϊκιστές και φαύλοι κομματάνθρωποι που έσπρωξαν τη χώρα στη χρεοκοπία δεν διαθέτουν εναλλακτική γλώσσα περιγραφής των προβλημάτων (άρα δεν μπορούν να φανταστούν νέες λύσεις), δεν συμβολίζουν το καινούργιο (άρα αδυνατούν να μας εμπνεύσουν), ούτε έχουν τα «ψυχικά κουράγια» (ο.π.) (άρα δεν μπορούν να επιμείνουν και να συγκρουσθούν). Είναι δύσκολο έως αδύνατο να ξεφύγουν από τον πολιτικό «Κυνόδοντα» όσοι γαλουχήθηκαν, σταδιοδρόμησαν και πλούτισαν στην πολιτική σχολή του Ανδρέα Παπανδρέου.
Γιατί μας εντυπωσιάζει ο λόγος του κ. Παπαδόπουλου; Κατ’ αρχάς νιώθεις ότι δεν κάνει δημόσιες σχέσεις: το ύφος του είναι βλοσυρό, οι λέξεις του συχνά κοφτερές. Διαισθάνεσαι ότι πιστεύει αυτά που λέει, ξέρεις ότι τα έλεγε πάντα. Ως υπουργός διακρίθηκε για τη μεταρρυθμιστική επιμονή του. Ηταν ένας σύγχρονος σοσιαλδημοκράτης σε ένα κόμμα που θύμιζε περισσότερο βαλκανικού τύπου οικογενειακή επιχείρηση, με συγκολλητική ιδεολογία τον αριστερόστροφο λαϊκισμό.
Συγκρίνετε τον «βαρύ» λόγο του κ. Παπαδόπουλου με την κενολογία των πολιτικάντηδων, και δείτε τη διαφορά. Η κυρία με το χαμόγελο-μάσκα, υπόδειγμα αυτοεξυπηρετικής φιλοδοξίας και ρουσφετολογικής φαυλότητας, ανακάλυψε πρόσφατα το εθνικό συμφέρον! «Εάν το πολιτικό σύστημα δεν αντιληφθεί ότι πρέπει να βάλει το συμφέρον της πατρίδας, πάνω από τα κομματικά συμφέροντα, τότε η χώρα θα πάρει τον κάτω δρόμο», ανακοίνωσε η κυρία Μπακογιάννη. Ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών νομίζουν ότι θα μας κάνουν αισιόδοξους με την προσποιητά θετική ρητορική τους («το 2012 έτος ανάπτυξης»), όχι με την ωμή ειλικρίνεια και την αταλάντευτη αποφασιστικότητά τους. Αφού δεν διαθέτουν το τσωρτσιλικό έρμα για να υποσχεθούν ενοχλητικές θυσίες, προσφεύγουν προπαγανδιστικά σε ασκήσεις θετικής ψυχολογίας!
Οταν άκουγες τον Τσώρτσιλ τον καιρό του Πολέμου, είχες την αίσθηση ότι σε κυβερνάει κάποιος που έζησε όλη του τη ζωή γι’ αυτή τη στιγμή. Δεν σου υποσχόταν βέβαιη νίκη, αλλά «ιδρώτα, δάκρυα και αίμα». Ενιωθες ότι μπορείς να τον εμπιστευθείς· οι θυσίες σου θα έπιαναν τόπο. Οταν ακούς τον Παπανδρέου Γ΄, νιώθεις ότι σε κυβερνά ο γιος του ιδρυτή της επιχείρησης που, βαθιά μέσα του, δεν θέλει (και δεν μπορεί) να κάνει αυτή τη δουλειά. Οταν ακούς τα παιδιά της πράσινης νομενκλατούρας -τον Μαγκριώτη και τη Γεννηματά, τον Σκανδαλίδη και τον Παπουτσή, τον Κουσελά και την Αποστολάκη- να μπουρδολογούν στα ΜΜΕ, αντιλαμβάνεσαι πόσο εύκολο είναι να πέσει η χώρα στο γκρεμό που χάσκει μπροστά της· συνειδητοποιείς ότι οι θυσίες σου μάλλον θα πάνε στο βρόντο. Κοιτάζεις από την άλλη μεριά τα παιδιά της γαλάζιας νομενκλατούρας και μελαγχολείς βαθιά· σε πνίγει η απελπισία – κι ο θυμός. Εξοστρακίσαμε τους ικανούς στρατηγούς από την πόλη. Ας μην απορούμε που μας απέμειναν οι κατσαπλιάδες. *
Ο κ. Χ. Κ. Τσούκας ([email protected]) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.