Από τα μέσα της δεκαετίας του ΄90 εμφανίσθηκε στην Ελλάδα το φαινόμενο του γιγαντισμού στον τραπεζικό χώρο με τις πρώτες συγχωνεύσεις μεταξύ Τραπεζών και γενικότερα πιστωτικών ιδρυμάτων.
Οι συγχωνεύσεις των τραπεζικών ανωνύμων εταιρειών, αρχικά προβλέφθηκαν στη χώρα μας με τον Ν. 2292/1953, στο άρθρο 1 του οποίου προβλεπόταν ότι η συγχώνευση επέρχεται «είτε δια της συστάσεως νέας τοιαύτης, είτε δια της υπαγωγής μιας ή πλειόνων εις ετέραν τοιαύτην, είτε δια της εξαγοράς μιας ή πλειόνων υπό άλλης». Ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε μεν από τους Ν. 1969/1991 και 2076/1992, πλην όμως εξακολουθούσε να ισχύει μέχρι την θέσπιση του αρ. 16 Ν. 2515/1997, ο οποίος τον κατήργησε, στη παρ. 1 του οποίου αναφέρεται ότι η «συγχώνευση πιστωτικών ιδρυμάτων, κατά την έννοια του αρ. 2 παρ. 1 Ν. 2076/1992 πραγματοποιείται είτε με απορρόφηση είτε με σύσταση νέας εταιρείας».
Η πρώτη ἰσως κίνηση στον ελληνικό τραπεζικό χώρο υπήρξε η συγκέντρωση μεταξύ «ΙΝΤΕΡΜΠΑΝΚ» και «ΕΥΡΩΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ» το 1996. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού με την υπ’ αριθ.. 41/1996 απόφασή της ενέκρινε την μεταβίβαση του 95% των μετοχών της εταιρείας «ΙΝΤΕΡΜΠΑΝΚ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» από τη «BANQUE WORMS» (η ΙΝΤΕΡΜΠΑΝΚ είναι θυγατρική της BANQUE WORMS) στην «CONSOLIDATED EUROFINANCE HOLDINGS S.Α.», που είναι εταιρεία χαρτοφυλακίου και μεταξύ των επιχειρήσεων που ελέγχει στην Ευρώπη είναι και η «ΕΥΡΩΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» (EUROBANK).
Οι διεργασίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Η Ελλάδα με μια μικρή καθυστέρηση ακολούθησε τα λοιπά μεγάλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα οποία από την αρχή της δεκαετίας του ΄90 αναπτύχθηκαν διάφορες μορφές συνεργασίας μεταξύ των Τραπεζών και γενικότερα των πιστωτικών ιδρυμάτων, κυρίως δε συγχωνεύσεων, με στόχο την ενδυνάμωση της παρουσίας τους όχι μόνο στον ευρωπαϊκό αλλά και στον διεθνή χώρο.
Θα θυμίσω μία πολύ μεγάλη συμφωνία που υπογράφηκε στο Ελσίνκι στις 19 και 20 Μαΐου 1983 μεταξύ των γαλλικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών και της συνέλευσης EUROCHEQUE, σχετικά με την αποδοχή εκ μέρους των Γάλλων εμπόρων ευρωεπιταγών που εκδίδονται έναντι λογαριασμών σε ξένους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και η οποία εφαρμόσθηκε από 1-12-1983 μέχρι 27-5-1991, η οποία όμως κρίθηκε με την από 25-3-1992 απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ως παράνομη, παραβαίνουσα τις διατάξεις του αρ. 85 παρ. 1 της Συνθήκης. Αυτή ήταν μία συμφωνία μεταξύ των ένδεκα μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, με την οποία θεσπίστηκε η αρχή της διαλειτουργικότητας μεταξύ των τριών δικτύων καρτών στη Γαλλία και με την οποία δημιουργήθηκε ένας όμιλος τραπεζικών καρτών «CB», ο οποίος έφθασε στο σημείο να εκτελεί για τη Γαλλία χρέη εθνικής κοινότητας EUROCHEQUE, αντικαθιστώντας την Γαλλική Ένωση Τραπεζών.
[quote text_size=”small”]
Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της τότε ανησυχίας των Ευρωπαίων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, πρέπει να εξετάσει τη συμφωνία συνεργασίας δύο ανεγνωρισμένων ευρωπαϊκών τραπεζικών γιγάντων, της «Baque Nationale de Paris» και της «Dresdner Bank», που θεωρώ συμφωνία -σταθμό και οδηγό στα νέα δεδομένα που παρουσιάστηκαν την εποχή εκείνη στον τραπεζικό χώρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
[/quote]
Η συμφωνία συνεργασίας κοινοποιήθηκε επίσημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 4 του Κανονισμού με αρ. 17 στις 27-1-1993 και προέβλεπε μια σφαιρική και αποκλειστική συνεργασία σε παγκόσμιο επίπεδο μεταξύ των δύο Τραπεζών στον τραπεζικό χώρο.
Οι δύο Τράπεζες επιθυμούσαν να παραμείνουν τόσο στις εγχώριες αγορές τους, όσο και στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά κορυφαίες τράπεζες γενικών εργασιών και καθόρισαν το πλαίσιο της συνεργασίας τους εντός και εκτός του εδάφους των χωρών τους, ενεργώντας όχι μόνο τις συνήθεις τραπεζικές εργασίες αλλά παρέχοντας ακόμη νέες τραπεζικές υπηρεσίες και προωθώντας νέα προϊόντα στην αγορά.
Τελικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αφού αρχικά ζήτησε από τις δύο Τράπεζες να περιορίσουν την έκταση εφαρμογής της ρήτρας που θα επέτρεπε σ’ έναν από τους εταίρους να εμποδίσει τον άλλο να συνάψει συμφωνία συνεργασίας με έναν εθνικό ανταγωνιστή του πρώτου, η Επιτροπή με την υπ’ αρ. 454/24-06-1996 απόφασή της δέχθηκε ότι σύμφωνα με τα άρθρα 85 παρ. 3 της Συνθήκης και 53 παρ. 3 της Συμφωνίας ΕΟΧ, οι διατάξεις του άρθρου 85 παρ. 1 της Συνθήκης και του άρθρου 53 παρ. 1 της Συμφωνίας ΕΟΧ κηρύσσονται ανεφάρμοστες από 23-01-1995 έως 22-01-2005 και συνεπώς κατά το ως άνω διάστημα οι δύο Τράπεζες μπορούσαν να αναπτύξουν τη μεταξύ τους συνεργασία.
Συμπέρασμα
Βλέποντας την ολοένα και αυξανόμενη ανάγκη παροχής εξειδικευμένων τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και την διογκούμενη παρουσία ξένων ισχυρών ανταγωνιστών, ακόμα και μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο, οι ευρωπαϊκές τράπεζες αποφάσισαν να συσπειρωθούν σταδιακά προκειμένου να ενισχύσουν την θέση τους στην ευρωπαϊκή αλλά και στην παγκόσμια αγορά. Έτσι επήλθε ένας «γιγαντισμός» στον τραπεζικό χώρο, με αποτέλεσμα οι δημιουργούμενοι ευρωπαϊκοί κολοσσοί να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις σύγχρονες απαιτήσεις και να καλύπτουν όλες τις ανάγκες της αγοράς. Όμως η ασκούμενη πολιτική απο τις Ευρωπαικές Τράπεζες επηρεάζει σημαντικά και σε μεγάλο βαθμό τις οικονομίες των Κρατών-Μελὠν. Για τον λόγο αυτόν πρόσφατα η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα ενέκρινε νέα μέτρα για την αναχρηματοδότηση των Τραπεζών και παράλληλα μείωσε το καταθετικό επιτόκιο στο -0,1% για να ενθαρρύνει αυτές να επενδύσουν τα πλεονάζοντα κεφάλαια στην πραγματική οικονομία, αντί να τα καταθέτουν στην Κεντρική Τράπεζα.