Η διεθνή πολιτική ατζέντα που διαμορφώθηκε το τελευταίο χρονικό διάστημα χαρακτηρίστηκε αφενός από τις αμερικανικές εκλογές και αφετέρου από τις μεγάλες τεκτονικές πολιτικές μετακινήσεις των συντηρητικών γερμανικών ηγεσιών απέναντι στο ελληνικό ζήτημα και κατ επέκταση απέναντι στο θέμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσει η νέα στάση του συντηρητικού κυβερνητικού συνασπισμού απέναντι στην χώρα μας. Μέχρι πρότινος το Βερολίνο πρόβαλε με εύσχημο όμως επίμονο τρόπο την θεώρηση τόσο σε διπλωματικό όσο και σε ευρύτερα πολιτικό επίπεδο, πώς η Ελλάδα δεν ανήκει στον ευρωπαϊκό πυρήνα, οπότε δεν είναι απαραίτητο να κατασπαταληθούν χρήματα για τη διάσωσή της.
Τώρα, όμως, φαίνεται να αναθεωρεί αυτές τις απόψεις, καθώς η περίπτωση της Ελλάδας κρίνεται με ένα ευρύτερο σκεπτικό αλυσιδωτών αντιδράσεων και με γεωπολιτικά κριτήρια.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο Horst Seehofer, επικεφαλής του πλέον συντηρητικού Γερμανικού κόμματος CSU ( Χριστιανοκοινωνική Ένωση) που εδράζεται στην Βαυαρία.
Το ερώτημα είναι όμως γιατί;
Αυτός είναι ο λόγος κατά την ίδια που πολλοί Έλληνες δυσκολεύονται να κατανοήσουν πως τα προβλήματα της χώρας τους έχουν εσωτερικές αιτίες ανάλογη επομένως οφείλει να είναι και η συνταγή επίλυσης τους. Με απλό, παραστατικό και ταυτόχρονα πολιτικά αποτελεσματικό τρόπο οι κυβερνητικοί ιθύνοντες στην Γερμανία ζητάνε συγγνώμη από τους Έλληνες για τα δύσκολα μέτρα που τους επιβάλουν, προβάλλοντας όμως ως απαραίτητη και αναγκαία την συνολική δραστική θεραπεία. Ο δολοφόνος με το σμόκιν που ισοπεδώνει τους πάντες με το πολυβόλο του έχοντας προηγουμένως ζητήσει συγγνώμη από τα θύματα του για τις πράξεις που πρόκειται να ακολουθήσουν.
Τι σημαίνει αυτή η δραστική θεραπεία στην πράξη ;
Το νέο ελληνικό πακέτο λιτότητας με ένα προγραμματισμένο όγκο € 13,5 δις, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για περαιτέρω πακέτα δανείων από την τρόικα. Για άλλη μία φορά τα μέτρα λιτότητας, θίγουν ιδιαίτερα τον δημόσιο τομέα, τους εργαζόμενους , τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και ιδιοκτήτες καθώς και τους συνταξιούχους και συνοδεύονται από περαιτέρω σοβαρές περικοπές στον ούτως ‘ή άλλως κατεστραμμένο κοινωνικό ιστό της Ελλάδας.
Εντούτοις για την γερμανική κυβέρνηση εξακολουθεί να ισχύει η θεωρία ότι μόνο μια σκληρή πολιτική μεταρρύθμισης, επιτρέπει την προώθηση της ανάπτυξης. Η απασχόληση με βάση αυτή την στενά νεοφιλελεύθερη προσέγγιση θα μπορούσε να διασφαλιστεί μόνο μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ενώ θεωρείται αναγκαία η δημιουργία εργασιακής ευελιξίας. Η αποδοχή της άποψης που θέλει να κρατήσει την Ελλάδα στη ζώνη του ευρώ, τροφοδοτήθηκε από τις γνώσεις και τις ιδέες των αστών οικονομολόγων και των καθιερωμένων θεσμών οικονομικής ανάλυσης.
Πράγματι , προειδοποιεί μια προγνωστική μελέτη , που ανατέθηκε από το προσκείμενο προς τους συντηρητικούς, Ίδρυμα Bertelsmann, ότι μια έξοδο από το ευρώ των χωρών του Νότου υπό κρίση , θα μπορούσε να έχει ασήκωτο κόστος. Σε μία περίπτωση απόσυρσης της Ελλάδας από το ευρώ, προβλέπονται απώλειες για τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου μέχρι το 2020, της τάξης των € 674 δισεκατομμυρίων. Μια έξοδο από την ζώνη του ευρώ της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Ελλάδας και της Πορτογαλίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλειες ύψους € 17. 2 Τρις ευρώ προβλέπει το Ίδρυμα. Είναι σαφές ότι η γερμανική ελίτ φοβήθηκε τις απρόβλεπτες αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια ελληνική αποπομπή από την ευρωζώνη.
Στην κατεύθυνση αυτή ο Michael Burda, Αμερικανός οικονομολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου, προειδοποιεί για τους κινδύνους που ενέχει το ενδεχόμενο μιας εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Όπως τονίζει ο οικονομολόγος «οι πολιτικοί καλά θα κάνουν να μην συζητήσουν ποτέ στα σοβαρά την απόσυρση της Ελλάδας. Οι έννοιες έξοδος, υποτίμηση , είσοδος λειτουργούν σωστά μόνο στην θεωρία» προειδοποιεί ο Burda . «Στην πράξη, τέτοιες διαδικασίες δεν είναι διαχειρίσιμες. Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι θα πυροδοτούσαν μεγάλες μετακινήσεις στην Ευρώπη με αποτέλεσμα όχι μόνο να υπάρξει φυγή κεφαλαίων προς την Γερμανία αλλά και φυγή των ίδιων των Ελλήνων».
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν και εκείνοι που υπερτονίζουν την γεωπολιτική διάσταση όπως ο πρόεδρος του Γερμανικού Συνδέσμου Εξωτερικού Εμπορίου Anton Berner . Κατά την εκτίμηση του, αν Ελλάδα βρεθεί εκτός Ευρωζώνης, τότε «θα απομακρυνθεί στην πράξη και από την Ευρωπαϊκή Ενωση» και θα «πέσει στην αγκαλιά της Ρωσίας ή της Κίνας, προκαλώντας πρόβλημα ασφάλειας για την Ευρώπη». Ο ίδιος επισημαίνει πως στην περίπτωση εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και δημιουργίας στενότερης σχέσης με τη Ρωσία ή την Κίνα, «η Ελλάδα θα αποκόμιζε μεγάλα κέρδη και η Ευρώπη θα αποκτούσε ένα πρόβλημα ασφαλείας, και μάλιστα για πολλές δεκαετίες»!
Υπέρ αυτής της λογικής συνηγορούν άλλωστε και τα μηνύματα που προέρχονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), του οποίου οι μελέτες δείχνουν ότι ο οικονομικός αντίκτυπος της επιθετικής λιτότητας μπορεί να είναι έως και τρεις φορές υψηλότερες από ό, τι εθεωρείτο μέχρι σήμερα. Επιπλέον, θέτει η επικεφαλής του ΔΝΤ, Lagarde και ένα άλλο ζήτημα πάνω στο τραπέζι που θεωρείται σημείο συγκρούσεων. Όπως σημειώνεται από πλευράς ΔΝΤ , το δημόσιο χρέος των πλουσίων χωρών βρίσκεται σε τόσο υψηλό επίπεδο που θυμίζει εποχές πολέμου.” Το χρέος ανήλθε κατά μέσο όρο στο 110 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Είναι επομένως σημαντικό να βρεθεί “ο σωστός ρυθμός” για τη μείωση του χρέους. Αυτό το εγχείρημα μοιάζει με ένα στενό και ταυτόχρονα μακρύ μονοπάτι, χωρίς καμία εύκολη παράκαμψη.
Σε αντίθεση με τις ιδέες του δημοσιονομικού συμφώνου, ζητά το ΔΝΤ από εύρωστες χώρες με οικονομικά περιθώρια να δώσουν ώθηση στις οικονομίες τους, μέσω της αύξησης των δαπανών για τα επιδόματα ανεργίας και της κοινωνικής πρόνοιας, σε περίπτωση που η ανάπτυξη συνεχίζει να επιβραδύνεται.
Εάν η ανάπτυξη επιβραδυνθεί περισσότερο από τις προηγούμενες προβλέψεις, το ΔΝΤ προτείνει μάλιστα οι χώρες αυτές να μεταθέσουν χρονικά τις δημοσιονομικές περικοπές που έχουν προγραμματίσει. Οι προτάσεις αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα απροσδόκητο δώρο για τους Σοσιαλδημοκράτες της SPD και τον νέο υποψήφιο καγκελάριο τους Steinbrück, ο οποίος μετά από μια σύντομη ανάκαμψη στις δημοσκοπήσεις πέφτει και πάλι στα οικεία για την SPD επίπεδα (κάτω από το 30 %).
Ενώ λοιπόν το SPD προσπαθεί εδώ και μήνες να κάνει μικροδιορθώσεις στη “μεταρρύθμιση του αιώνα” που εισήγαγε στην Γερμανία με την επωνυμία «ατζέντα 2010» εξομαλύνοντας τα λάθη της και ανοίγ0οντας την προοπτική -‘όπως οι σοσιαλιστές στη Γαλλία – για αιτήματα όπως η υψηλότερη φορολόγηση των πλουσίων και την εκ νέου ρύθμιση του καπιταλισμού , δεν διαφαίνεται παρ ‘όλα αυτά, μια αξιόπιστη αλλαγή πολιτικής.
Οι σοσιαλδημοκράτες εξακολουθούν κατά βάση να στηρίζουν την λογική του δεξιού εκσυγχρονισμού της οικονομίας όπως εκφράστηκε από την περίοδο του νέου κέντρου και του τρίτου δρόμου των Schröder -Blair. Αυτό στην ουσία μεταφράζεται ότι στα βασικά θέματα που αφορούν την οικονομική κρίση και το ευρώ, το SPD διαθέτει μόνο αόρατες διαφοροποιήσεις από την Merkel – που καταλήγουν αποκλειστικά σε λεκτικές διαμάχες. Οι προτάσεις του ΔΝΤ που προδιαγράφουν με σαφήνεια την ιδέα ότι οι χώρες που τελούν σε κρίση στην ζώνη του ευρώ θα πρέπει το συντομότερο δυνατό να μειώσουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα και το χρέος τους, δεν βρίσκουν πλέον υποστήριξη από κατεστημένους φορείς και θεσμούς.
Εάν μια χώρα βυθίζεται στην ύφεση και το ΑΕΠ της συρρικνώνεται κάθε μέρα και περισσότερο, η λιτότητα οδηγεί ακόμη βαθύτερα στην ύφεση και ποτέ δεν οδηγεί στην μείωση του χρέους. Στο τέλος παρασύρονται και οι τράπεζες με αποτέλεσμα να πρέπει και αυτές να διασωθούν, κάτι που αυξάνει περαιτέρω το δημόσιο χρέος.
Είναι ενδεικτικό ότι κατά εξακολούθηση η Merkel αρνήθηκε σε ένδειξη η σεβασμού προς τους παραδοσιακούς της ψηφοφόρους να δεσμευτεί με σαφήνεια για την νομισματική ένωση και την Ελλάδα. Ιδιαίτερα σε περιόδους τοπικών εκλογών. Η στάση αυτή προκάλεσε την αβεβαιότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές, τροφοδοτώντας στα ύψη την κερδοσκοπία. Σε τελική ανάλυση εντούτοις , οι προθέσεις της Merkel δεν υλοποιήθηκαν στο βαθμό που εκείνη και τα συμφέροντα που εκπροσωπεί θα το επιθυμούσαν.
Δύο εβδομάδες πριν από τις εκλογές, η Ελλάδα αντιμετώπιζε σοβαρό ενδεχόμενο χρεοκοπίας και η Merkel αναγκάστηκε να εμπλακεί σε διαπραγματεύσεις.
Για μας εδώ στην Ελλάδα μπαίνει ένα σοβαρό στοίχημα αντοχής, με τον χρόνο μάρτυρα μιας εκτελεστικής διαδικασίας που δεν μπορεί παρά έχει χιλιάδες θύματα. Είναι προφανές ότι με ένα τέτοιο αρνητικό πρόσημο η Γερμανία παρά την οικονομική ισχύ της δεν πρόκειται να σταθεροποιηθεί μακροπρόθεσμα ως ηγέτιδα δύναμη της Ευρώπης.