Όση καλή πρόθεση και να θέλει να επιδείξει ένας παρατηρητής, τα γεγονότα τού αφαιρούν αυτή την δυνατότητα. Διότι από τα διαθέσιμα στοιχεία και τις εξελίξεις γίνεται ηλίου φαεινότερον ότι το πρώτο τετράμηνο του 2015 ήταν καταστροφικό για μία ήδη βαρειά πληγωμένη οικονομία –και η πορεία δεν λέει να πάρει τέλος. Ακόμα χειρότερα, δεν πρέπει να αποκλείεται και επιδείνωση της κατάστασης, με θύμα της πλέον και τον ελληνικό τουρισμό.
Μετά από τις πρόσφατες στατιστικές, που δείχνουν δραματική μείωση των κρατήσεων από Γερμανία της τάξεως του 25%, και με αφορμή το πακέτο μεταρρυθμίσεων που διαπραγματεύεται η ελληνική κυβέρνηση με τους θεσμούς για τον ελληνικό τουρισμό, ο Γερμανο-Ελληνικός Επιχειρηματικός Σύνδεσμος (DHW) δηλώνει την έντονη ανησυχία του για τον τρόπο και την προχειρότητα με την οποία επεξεργάζεται η κυβέρνηση ένα τόσο σημαντικό θέμα: Μία αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ, από 6,5% στην διαμονή και 13% στην εστίαση, σε 16% έως και 19% αντιστοίχως, θα προκαλέσει αλυσίδα αρνητικών εξελίξεων στον ελληνικό τουρισμό και τις επιχειρήσεις του.
«Η αναπροσαρμογή του ΦΠΑ για το ελληνικό τουριστικό πακέτο είναι ένα θέμα το οποίο θα έπρεπε να έχει λυθεί εδώ και πολλά χρόνια», υποστηρίζει ο Ανδρέας Στεφανής, μέλος του ΔΣ του DHW και πρόεδρος της επιτροπής Τουρισμού. «Καμμία από τις κυβερνήσεις δεν κατάφερε να διαμορφώσει ένα ενιαίο ποσοστό ΦΠΑ, το οποίο από την μία να συμβαδίζει με τον μέσο όρο των ανταγωνιστικών μεσογειακών χωρών και, από την άλλη, να μην διαφοροποιείται εντός Ελλάδος από περιοχή σε περιοχή», αναφέρει.
Εδώ και δεκαετίες, περιοχές όπως η Ρόδος, η Κως, η Σαντορίνη, η Μύκονος ωφελούνται από έναν χαμηλότερο ΦΠΑ της τάξης του 5%, ενώ στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας (από την Κρήτη και την Αττική μέχρι την Κέρκυρα και την Μακεδονία) οι επιχειρήσεις αποδίδουν 6,5% ΦΠΑ. Τα δυνατά λόμπυ στις προνομιακές περιοχές προστατεύουν μέχρι και σήμερα την πολιτική αυτή, παρόλο που ανήκουν στους τοπ ελληνικούς τουριστικούς προορισμούς.
[quote text_size=”small”]
Το πρόβλημα δεν είναι μόνον σε ποιο επίπεδο θα οριστεί ο ενιαίος συντελεστής ΦΠΑ. Σίγουρα δεν επιτρέπεται σε καμμία περίπτωση ο ΦΠΑ να είναι υψηλότερος από τον μέσον όρο των ανταγωνιστικών χωρών της Μεσογείου. Οποιαδήποτε αύξηση πέραν του μέσου όρου θα επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στις επιχειρήσεις και στην ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος –η οποία έτσι κι αλλιώς χρειάζεται επενδύσεις και χρόνο για να ανακτήσει χαμένα μερίδια αγοράς.
[/quote]
Ο DHW συμφωνεί με την άποψη τουριστικών ειδημόνων ότι «οι επιπτώσεις ενός τέτοιου μέτρου χτυπούν την ραχοκοκκαλιά της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή την μικρή και μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, εν μέσω ενός χαώδους, ταξικά μεροληπτικού και άδικου φορολογικού συστήματος, δημιουργούν συνθήκες περαιτέρω συμπίεσης σε βαθμό λουκέτου» –άποψη που απεικονίζει πλήρως την πραγματικότητα. Προφανώς, ένα τέτοιο οριζόντιο μέτρο δεν μπορεί να απορροφηθεί από όλες τις επιχειρήσεις καταλυμάτων με όμοιο κόστος, ειδικά από την στιγμή που εμπλέκονται σε συμφωνίες και πακέτα που κλείνουν μήνες πριν και η ενδεχόμενη ζημιά θα μετακυληθεί αποκλειστικά και μόνον σε αυτές. Θέλουμε δε στο σημείο αυτό να προσθέσουμε ότι η κατάσταση αυτή διαιωνίσθηκε και αμελήθηκε τόσο από τους Έλληνες ξενοδόχους όσο και από τους φορείς τους. Η κατάσταση είναι αρκετά πολύπλοκη και πολυσύνθετη:
1. Η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος δεν επηρεάζεται μόνον από το ύψος του ΦΠΑ. Το μείγμα παραμέτρων που έχουν να κάνουν με το προϊόν, την ποιότητα υπηρεσιών, τις υποδομές, την διαμόρφωση τουριστικών προϊόντων, την ελκυστικότητα ενός προορισμού (καθαριότητα, σεβασμός στο περιβάλλον, …), τις δραστηριότητες κλπ., διαμορφώνουν τον δείκτη ανταγωνιστικότητας της κάθε περιοχής. Με άλλα λόγια, όλα τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα (USPs) που κάνουν έναν προορισμό να ξεχωρίζει.
2. Η επιβολή του ΦΠΑ θα πρέπει να είναι ενιαία και χωρίς διαφοροποιήσεις ανά περιοχή. Μία ίση μεταχείριση διευκολύνει τόσο τον επιχειρηματία όσο και τον κρατικό μηχανισμό.
3. Η καταβολή του ΦΠΑ από τις τουριστικές επιχειρήσεις δεν ελέγχεται όπως θα έπρεπε, με αποτέλεσμα η φοροδιαφυγή να κυμαίνεται ακόμη σε υψηλά επίπεδα τόσο στην εστίαση όσο και στην διαμονή. Ο κάθε ξενοδόχος, πέραν απ την υποχρέωση δήλωσης και καταβολής του ΦΠΑ, διαμορφώνει τις τιμές του με βάση την ζήτηση αγοράς, την ποιότητα υπηρεσιών που προσφέρει, το ξενοδοχειακό προϊόν που διαθέτει και, βέβαια, το κόστος προμηθειών που έχει.
4. Η επιβάρυνση των τουριστικών επιχειρήσεων με τον δημοτικό φόρο ύψους 0,5% είναι ασύμφορη και μη αποτελεσματική. Οι Δήμοι δεν επενδύουν τις εισφορές αυτές σε έργα τουριστικών υποδομών, διαφήμιση και προώθηση της περιοχής. Η αλλαγή του μοντέλου είναι επιτακτική.
Μέτρα όπως είναι, λόγου χάρη, η εφαρμογή των πληρωμών μόνον μέσω πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας για όλες τις συναλλαγές άνω των 70 ευρώ, ή ο ειδικός φόρος διαμονής από 3% έως 5% σε ξενοδοχεία από 3 αστέρια και άνω και αύξηση κατά 3% του πολυτελούς φόρου διαβίωσης, είναι ένα ακόμη «κακό παράδειγμα» ευκαιριακής τουριστικής πολιτικής, χωρίς να έχουν εξεταστεί από πριν οι παρενέργειες.
[quote text_size=”small”]
Η έλλειψη ενός κοινά αποδεκτού Master Plan για τον ελληνικό τουρισμό οδηγούν σε τέτοιου είδους σπασμωδικές, «last minute» ενέργειες, οι οποίες δεν είναι συμβατές με τις ανάγκες των τοπικών οικονομιών.
[/quote]
Η πολιτική αστάθεια επιβαρύνει και επιβραδύνει το νοικοκύρεμα βασικών αρχών που απαιτούνται στην τουριστική βιομηχανία. Η τοποθέτηση πολιτικών προσώπων με μηδαμινή εμπειρία στον τουρισμό και μη γνώση της τουριστικής βιομηχανίας, δεν δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να διαχειριστεί το επιτελείο αποτελεσματικά τα χρόνια προβλήματα του ελληνικού τουρισμού. Έχει έτσι χαθεί πολύτιμος χρόνος και τα πράγματα πάνε προς τα πίσω, αντί να προχωρούν μπροστά.
Υπό παρόμοιες συνθήκες, το να γίνεται λόγος για παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και για επανεκκίνηση της οικονομίας μοιάζει περισσότερο με πολύ κακού γούστου ανέκδοτο παρά με σοβαρή προσέγγιση μιας πραγματικότητας στην οποία κάποιοι γυρίζουν επιδεικτικά, και ανεύθυνα, την πλάτη.