Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας την τελευταία έρευνα του οργανισμού διαΝΕΟσις για το τί πιστεύουν οι Έλληνες, ο νους μου πάει εβδομήντα χρόνια πίσω και προσπαθεί να φανταστεί την σημερινή Ελλάδα, αν τότε το ΚΚΕ είχε εγκατασταθεί στην εξουσία. Στην συνέχεια, όμως, κάνω μία άλλη σκέψη και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι τελικά εγκαταστάθηκε στην εξουσία και το τελικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο: η χώρα χρεοκόπησε. Με την διαφορά ότι δεν έχει στο παθητικό της κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, ήτοι τους «μοναρχοφασίστες», τους οποίους θα είχαν εκτελέσει ο Ν. Ζαχαριάδης, ο Δ. Βλαστός, ο Μ. Βαφειάδης και η παρέα τους. Σε τελευταία ανάλυση, κάτι είναι κι αυτό.
Κατά τα λοιπά, η συντριπτική ιδεολογική νίκη του ΚΚΕ στο πνευματικο-ιδεολογικό επίπεδο, βοηθούσης και της δεξιάς απουσίας και αγραμματοσύνης, καθώς και της επταετίας των συνταγματαρχών, είχε περίπου τις ίδιες επιπτώσεις που θα βίωνε η Ελλάδα υπό κομμουνιστικό καθεστώς. Διέλυσε κάθε κριτικό πνεύμα στην ελληνική κοινωνία, εμπόδισε την όποια ανάπτυξη της παιδείας, εξευτέλισε τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, σοβιετοποίησε την οικονομία, εμπόδισε την ελεύθερη ενημέρωση και, μέσα από μηχανισμούς πνευματικής ισοπέδωσης, δημιούργησε μία υπνοβατική κατάσταση, η οποία τώρα αρχίζει να ανατρέπεται. Και αυτό χάρη στον ΣΥΡΙΖΑ, που προσπαθεί να κρατηθεί στην εξουσία παίζοντας κυνικά με εξαπατημένες συνειδήσεις.
Βέβαια, στην εμπέδωση αυτής της ιδεολογικής κυριαρχίας πολύ σημαντική υπήρξε και η συμβολή του ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1974-1996, το οποίο στην ουσία συμβάδιζε ιδεολογικά με την κομμουνιστική αριστερά, χωρίς όμως να ακολουθεί τις γνωστές πρακτικές της.
Έτσι, στα πρώτα τριάντα χρόνια της μεταπολίτευσης η Ελλάδα, χάρη στις κοινοτικές επιδοτήσεις και τον δανεισμό, κατάφερε να αναρριχηθεί στην 30η θέση των πλουσιότερων κρατών στον κόσμο. Πλην όμως, η οικονομία της είχε κυριολεκτικά πήλινα πόδια και ο παραγωγικός της ιστός ήταν από τους ανεπαρκείς και ελάχιστα ανταγωνιστικούς στην Δυτική Ευρώπη.
Από ιδεολογικής πλευράς, στην διάρκεια της μεταπολίτευσης, με αφετηρία τις κρατικοποιήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η Ελλάδα απέκτησε ένα υπερτροφικό, αντιπαραγωγικό και διαπλεκόμενο κράτος, το οποίο ουσιαστικά μοίραζε με αυστηρά κομματικά κριτήρια δανεικό χρήμα και κοινοτικές επιδοτήσεις. Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης κυκλοφόρησαν πάνω από 1,2 τρισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία, αντί να ενισχύσουν την παραγωγική βάση της χώρας, ανέβασαν το ποσό της συμμετοχής της κατανάλωσης στο ΑΕΠ σε επίπεδα πάνω από 85% –όταν ο μέσος κοινοτικός όρος είναι 68%.
Εφαρμόστηκε έτσι στην χώρα μία πολιτική δανειακού σοσιαλισμού, η οποία την έφερε στην 6η θέση στην ΕΕ από πλευράς κόστους των δημοσίων υπαλλήλων της, οι οποίοι απορροφούν το 12% του ΑΕΠ για την μισθοδοσία τους. Στην πράξη, συνεπώς, ο κρατισμός, πέρα από ισχυρά ιδεολογικά θεμέλια, είχε και σημαντικά υλικά κίνητρα, ώστε να αποτελεί κυρίαρχη κοινωνική και πολιτική αντίληψη. Δεν προκαλεί καμμία έκπληξη λοιπόν το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία είναι αρνητική απέναντι σε κάθε μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία, η οποία, κάθε φορά που εκδηλωνόταν χαρακτηριζόταν «νεοφιλελεύθερη» και ακυρωνόταν.
Όπως λένε και οι καθηγητές Νίκος Μαραντζίδης και Στάθης Καλύβας, οι ομάδες συμφερόντων που λεηλατούσαν το κράτος διαμόρφωσαν ένα ισχυρό σώμα αντιλήψεων για το συλλογικό εγώ, που οδηγούσε σε αποτυχία κάθε προσπάθεια περιορισμού του ρόλου του κράτους και των δαπανών του. Πέρα όμως από τον διογκωμένο ρόλο του κράτους, η ελληνική κοινωνία σε αγαστή συνεργασία με την πολιτική τάξη αντλούσε κρατικούς πόρους διαμέσου πρακτικών όπως η φοροδιαφυγή.
Παρόμοιες καταστάσεις δεν αντέχουν στον χρόνο. Ιδιαίτερα όταν σε παγκόσμιο επίπεδο ο ανταγωνισμός ενισχύεται, η διεθνής κατανομή της εργασίας αλλάζει και η γνώση γίνεται πολύτιμη πρώτη ύλη. Αντί η Ελλάδα να διδαχθεί σε όλα τα επίπεδα από τα αίτια της κατάρρευσης του κομμουνισμού και να προχωρήσει σε σοβαρές μεταρρυθμίσεις, έπραξε ακριβώς το αντίθετο. Ενίσχυσε τον κρατισμό και τις απορρέουσες από αυτόν αντιλήψεις και μπήκε στην κινούμενη άμμο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ) χωρίς τις υποδομές που απαιτούσε ένα τέτοιο εγχείρημα. Υπό αυτές τις συνθήκες, η πτώχευση ήταν θέμα χρόνου.
Σήμερα, όπως προκύπτει από την έρευνα του οργανισμού διαΝΕΟσις, παρά τις συστηματικές προσπάθειες όλα αυτά τα χρόνια, από διάφορες πλευρές του πολιτικού φάσματος, να υποβαθμιστούν οι ευθύνες του πολιτικού συστήματος αλλά και της ελληνικής κοινωνίας και να συνδεθεί η οικονομική κρίση που βιώνει η Ελλάδα κυρίως με ξένες δυνάμεις, που υποτίθεται ότι απειλούν και υπονομεύουν την χώρα, η ελληνική κοινή γνώμη δείχνει να έχει πλέον πειστεί ότι είναι πρωτίστως οι δικές μας αδυναμίες –ως πολιτικού συστήματος, οικονομίας, θεσμικού πλαισίου αλλά και κοινωνικής νοοτροπίας και πρακτικής– που ευθύνονται για την δυσχερή οικονομική κατάστασή μας. Ακόμη και στο ζήτημα του ρόλου του ευρώ στην ελληνική κρίση, η πλειονότητα των πολιτών θεωρεί ότι η ευθύνη του είναι μικρή ή ανύπαρκτη. Βέβαια, υπάρχει σαφής διασύνδεση ανάμεσα στον ευρωσκεπτικισμό και στην απόδοση ευθυνών για την κρίση στο ευρώ, καθώς αυτοί που κάνουν αρνητική αποτίμηση για την συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ εκτιμούν σε ποσοστό 68% ότι η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη ευθύνεται πολύ για την κρίση.
«Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι, όταν η ελληνική κοινωνία αναφέρεται στις ευθύνες του πολιτικού συστήματος, ξεκάθαρα εντοπίζει το βάρος στο πελατειακό σύστημα και στην διογκωμένη διαφθορά πρωτίστως της εκτελεστικής εξουσίας και των πολιτικών ελίτ και όχι στο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα που εγκαθιδρύθηκε μετά την μεταπολίτευση. Η δημοκρατία παραμένει υψηλά στο αξιακό ελληνικό σύστημα, παρά την πολιτική προσφορά αυταρχικών εναλλακτικών λύσεων κατά το τελευταίο διάστημα. Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι η χρεοκοπία συνέβαλε τα μέγιστα στην εμβάθυνση της κρίσης αντιπροσώπευσης που μάστιζε την ελληνική πολιτική σκηνή, όμως αυτή η κρίση δεν εξελίχθηκε –ευτυχώς– σε βαθειά κρίση νομιμοποίησης», γράφει ο καθηγητής Νίκος Μαραντζίδης, που είχε την ευθύνη της έρευνας.
Από τα ευρήματα προκύπτει ξεκάθαρα ότι υπάρχει πλέον ένα βαθύ πνευματικό και ιδεολογικό ρήγμα στην ελληνική κοινωνία, το οποίο έχει και ηλικιακά χαρακτηριστικά και που σίγουρα θα οδηγήσει σε νέες πολιτικές εξελίξεις. Αυτές, όμως, θα είναι αντικείμενο νέου σχολιασμού μας.