«Γνωρίζεις καμιά καλή μοδίστρα;», ρώτησε η αφράτη γειτόνισσα την κουρασμένη από τη φλυαρία της φιλενάδα. «Εγώ», πετάχτηκε η κόρη της, η Αργυρώ. Το νεαρό κορίτσι ήταν πολύ χαρούμενο. Είχε μόλις ολοκληρώσει τη σχολή κοπτικής-ραπτικής του Ακριβόπουλου, που στεγαζόταν σε ένα παλαιό κτίριο της οδού Αριστοτέλους. Πήγαινε καθημερινά στην κυρία Όλγα. Μάθαινε τα μυστικά της δουλειάς, δίπλα στην έμπειρη μοδίστρα.
Γνώσεις και εμπειρίες στοιβάζονταν καθημερινά. Μαζί και οι γνωριμίες με τις πελάτισσες της κυρίας Όλγας. Έραβαν ταγιέρ, φορέματα, παντελόνια. Στένευαν ή φάρδαιναν τα παλιότερα ρούχα τους. Κουβέντιαζαν ότι τους απασχολούσε.
[quote text_size=”small”]
Η Αργυρώ μάθαινέ να βγάζει πατρόν σε ρυζόχαρτο, εξίσου γρήγορα με τα νέα της γειτονιάς. Έμαθε να μετρά την τάλια, να ξετρυπώνει τις φούστες και τα σακάκια, να σημαδεύει με το λευκό σαπούνι τα σκούρα υφάσματα.
[/quote]
Να κόβει αντικρυστά το πανί, να φτιάχνει τις πατιλέτες και τα βολάν, να σιδερώνει το αυτοκόλλητο. Να καρικώνει, να φτιάχνει μανσέτες και κουμπότρυπες, να προσθέτει πιέτες, μόστρες, μπάσκες και στριφώματα, να κάνει σταυροβελονιά και μανικοκόλληση.
Έμαθε να ξεχωρίζει τις κλωστές, τα χρωματιστά μασουράκια και τα υφάσματα. Η μουσελίνα, το δίμιτο, η ποπλίνα, το ζέρσεϊ, το κασμήρι θρονιάστηκαν στο καθημερινό της λεξιλόγιο. Στις πρόβες ξάπλωνε στο πάτωμα για να ελέγξει το μήκος του ποδόγυρου. Συχνά τρυπιόταν από της καρφίτσες, που άφηνε εδώ κι εκεί η κυριά Όλγα. Είχε τη δική της μεζούρα, την πελότα* και τα ψαλίδια της.
Πόσα όνειρα δεν έπλαθε εκεί μέσα; Καθώς γάζωνε φορέματα σε μια ραπτομηχανή Singer, ένα περίτεχνο μοντέλο του ’66, φανταζόταν ότι μια μέρα θα είχε το δικό της μοδιστράδικο. Με πελάτισσες που θα της εμπιστεύονταν τις μικρές δικές τους στιγμές λάμψης σε μια κοινωνική εκδήλωση ή γιορτή.
Το όνειρο της Αργυρώς να γίνει μεγάλη και τρανή μοδίστρα κράτησε λίγο. Δεν είχε ακόμη πάρει την απόφαση να φύγει από την κυρία Όλγα για να τραβήξει το δικό της δρόμο, όταν αντάμωσε τον Σωτήρη.
Ψηλός, γοητευτικός με μια καμπαρντίνα που θύμιζε τον Μπόγκαρτ δεν άργησε να κάνει την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά. Μια βραδιά στα αναψυκτήρια κοντά στο Λευκό Πύργο, μια άλλη βόλτα με πασατέμπο στον Κεδρηνό Λόφο και σε λίγο καιρό η Αργυρώ βρέθηκε να κρύβει στα σπλάχνα της τον έρωτα του Σωτήρη. Ένας γάμος που στήθηκε άρον-άρον, η ευτυχία της γέννας και ο διπλός ρόλος συζύγου και μητέρας άλλαξαν τη ζωή της.
Άρχισε να δουλεύει στο σπίτι σε ένα μικρό καμαράκι, που διαμόρφωσε για εργαστήριο. Έκανε τις πρόβες στο καθιστικό.
Όμως κι αυτό δεν κράτησε πολύ. Λίγο το πρετ-α πορτέ που άρχισε να κατακλύζει την αγορά, λίγο οι αυξήσεις στο μισθό του Σωτήρη, που προτιμούσε να μην εργάζεται η γυναίκα του, ξεθώριασαν το όνειρο της Αργυρώς.
Οι πελάτισσες σιγά σιγά χάθηκαν, σίγησε κι η ραπτομηχανή της. Μόνον όταν επιδιόρθωνε δικά της ρούχα ή έπεφτε στα χέρια της κανένα περιοδικό Burda, μια υγρή θύμηση του παλιού της ονείρου ακροβολιζόταν στις βλεφαρίδες της.
Μια μέρα η φίλη της η Ελεάννα, που είχε χάσει μερικά περιττά κιλά θέλησε να στενέψει ένα σακάκι της. «Έχουμε καμιά καλή μοδίστρα στη γειτονιά;» τη ρώτησε. Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό της Αργυρώς, που είχε πια ρυτίδες. «Μοδίστρα;», επανέλαβε και το βλέμμα της έκλεψε το χρώμα της συννεφιάς. «Ναι, ξέρω, τη Λίτσα που απολύθηκε από τη βιοτεχνία και διατηρεί ένα μικρό εργαστήρι στο τέλος του πεζόδρομου» μουρμούρισε. «Καλή είναι…», πρόσθεσε κι έσφιξε στη χούφτα της μια παροπλισμένη πελότα, μέχρι που οι καρφίτσες της μάτωσαν την παλάμη.
*Πελότα: μικρό στρογγυλό ή τετράγωνο μαξιλαράκι, που χρησιμοποιείται για να καρφιτσώνουμε τις βελόνες και τις καρφίτσες