Όταν η φωτογραφία του Σάββα Ξηρού με τον απαραίτητο κραυγαλέο τίτλο εμφανίσθηκε στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων για πρώτη φορά, ήμουν σχεδόν έτοιμος να ορκισθώ ότι τον γνώριζα. Ευτυχώς δεν το έκανα.
Όλοι σφιχταγκαλιασμένοι με τη δογματική τους αλήθεια. Με το ίδιο ύφος. Την ίδια βεβαιότητα. Κυρίως όμως την ίδια φυσιογνωμία. Σαν του Σάββα Ξηρού. Αρκετά όμως με τα ευφυολογήματα…
Με αφορμή την «επέτειο του Πολυτεχνείου» (τι αφόρητο κλισέ!) σκέφτομαι ότι αυτή την εποχή των πολιτικών και κοινωνικών αντιφάσεων και εν μέρει των ψευδαισθήσεων που ανέδειξε, άξιζε να τη ζήσει κανείς για τη μοναδική της ατμόσφαιρα. Των μεγάλων προσδοκιών. Των μεγάλων ιδεών.
Δεν ανήκω στη γενιά του Πολυτεχνείου. Μάλλον στη γενιά της Μεταπολίτευσης κατατάσσομαι ηλικιακά -της μεταπολίτευσης καημένη γενιά τραγουδάει ο Πορτοκάλογλου.
Το Πολυτεχνείο με συγκινούσε όμως πάντοτε με ένα αφελή, σχεδόν παιδικό τρόπο. Ποτέ μου δεν προσπάθησα να αναλύσω πού τελειώνει ο «μύθος» και πού αρχίζει η «πραγματικότητα» της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Ακόμη και σήμερα έχω τη δική μου εκδοχή. Απλοϊκή, αυθεντική, νοσταλγική.
Στις 17 Νοέμβρη του 1975, στην πρώτη μεγάλη πορεία του Πολυτεχνείου (στις 17 Νοέμβρη του 1974 διεξήχθησαν οι βουλευτικές εκλογές), η μητέρα μου πήρε από το χέρι δύο μικρά παιδιά -εμένα και την εξαδέλφη μου- και «κατεβήκαμε» στην πορεία.
Βρεθήκαμε χαμένοι και εμείς, συγκινητικά μόνοι σε ένα πολύβουο ατελείωτο πλήθος κάπου στην Βουκουρεστίου μην ξέροντας πού να σταθούμε.
Ο κόσμος στριμωγμένος. Δίπλα μας, φωνές, συνθήματα και ακατανόητες φράσεις… «Το ΚΚΕ πέρναγε τρεις ώρες», «Η κεφαλή της πορείας είναι στην αμερικανική πρεσβεία», «η ουρά βρίσκεται στην πλατεία Αμερικής», «ποιος θα μπει μπροστά η ΚΝΕ ή ο Ρήγας»;
Όλα θυμίζουν πανηγύρι. Πολλά χρώματα. Συνθήματα. Φασαρία. Και ξαφνικά όλα αλλάζουν. Απόλυτη σιωπή.
Περισσότερα δες FOREIGN PRESS