Η δεκαετία είχε μόλις γυρίσει σελίδα. Μαζί της και η χώρα καθώς η λέξη Αλλαγή ήταν στα χείλη όλων. Όμως για τον Δημήτρη όλα αυτά δεν είχαν σημασία. Η ζωή του επικεντρωνόταν σε ένα γήπεδο μπάσκετ. Το σπόρ αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο. Οι περισσότεροι αγώνες γινόταν κόμη σε ανοικτά γήπεδα με ξεθωριασμένες μπασκέτες, καμία φορά σε οριακά υποφερτές καιρικές συνθήκες.
Ο Δημήτρης είχε εκδώσει δελτίο αθλητή στην ομάδα της γειτονιάς του και σύντομα γύρισε σπίτι με μια κατακόκκινη στολή το νούμερο 5 στην πλάτη.
Δεν θα αγωνιζόταν για πρώτη φορά. Είχε ξαναφορέσει αυτό το νούμερο στα σχολικά παιχνίδια. Το διάλεξε για να φορά το ίδιο νούμερο με τον Βασίλη Γκούμα, τον «αυτοκράτορα» του ελληνικού μπάσκετ. Είχε την αφίσα με τη φωτογραφία του μεγάλου εκείνου αθλητή πάνω από το κρεβάτι του. Μαζί με τις αφίσες που έδειχναν τον Γιώργο Καστρινάκη, τον Τάκη Κορωναίο, τον Παναγιώτη Γιαννάκη, τον Χάρη Παπαγεωργίου, τον Μάνθο Κατσούλη. Είχε όλα αυτά τα αστέρια στο δωμάτιο του. Είχε αστέρια και στον αστράγαλο του, που ήταν ραμμένα στα πάνινα βυσσινί αθλητικά του παπούτσια. Τα είχε αγοράσει πριν λίγο καιρό μαζί με ένα ζευγάρι κάτασπρες αθλητικές κάλτσες μέχρι το γόνατο.
Τα ξύλινα παρκέ της Ευρώπης και της Αμερικής ήταν ακόμη σχεδόν άγνωστα. Η Ελλάδα του 1980 έπαιζε ακόμη μπασκέτ από χόμπυ.
Ωστόσο, σιγά σιγά το κλίμα άλλαζε. Ο Νέος Κόσμος μας έστειλε τον Νίκο Γκάλη. Μας έστειλε και τα βίντεο με τις τιτανομαχίες των σπουδαιότερων αθλητών της γης που ξεδίπλωναν το αστείρευτο ταλέντο τους στα παιχνίδια Ανατολής- Δύσης, στους πολλαπλούς τελικούς ανάμεσα στις ομάδες του Λος Άντζελες και της Βοστώνης. Μας γνώρισε ακόμη την σχεδόν υπερφυσική μαγεία που πρόσφεραν οι μάγοι του μπασκετμπώλ , οι περίφημοι Harlem Globetrotters. Πόσα πρωϊνά της δευτέρας δεν προσπάθησε ο Δημήτρης να μιμηθεί μια πάσα ή μια προσποίηση που είχε δει στο σαββατιάτικο μαγνητοσκοπημένο παιχνίδι στην ΕΡΤ, που περιέγραφε με τη χαρακτηριστική βαθιά φωνή του ο Φίλιππος Συρίγος;
Η σειρά των αγώνων στο πρωτάθλημα των παιδικών ομάδων ήταν ατελείωτη. Ατελείωτες ήταν και οι προκλήσεις καθώς η μικρή συνοικιακή ομάδα είχε να αντιμετωπίσει βαριά ονόματα: ΠΑΟΚ, Άρης, ΧΑΝΘ, ΒΑΟ. Είτε με νίκες, είτε με ήττες, κατάφερνε πάντοτε να αγωνίζεται με αξιοπρέπεια. Ώσπου, ήρθε η ώρα ενός κρίσιμου παιχνιδιού. Ο Δημήτρης είχε προετοιμαστεί καλά για αυτό το παιχνίδι που θα έκρινε την συμμετοχή της ομάδας του στα προημιτελικά του πρωταθλήματος.
Ήταν πολύ καλός σε εκείνον τον αγώνα. Έτρεχε, πηδούσε για το ριμπάουντ, σημείωνε καλάθια. Η αντίπαλη ομάδα, όμως, ήταν σκληρός αντίπαλος. Σε ολόκληρο το παιχνίδι η έκβαση ήταν αμφίρροπη. Ο αγώνας έληξε ισόπαλος. Ακολούθησε η παράταση. Λίγο πριν το τέλος, ο Δημήτρης πήρε την μπάλα κοντά στο καλάθι. Προσποιήθηκε ότι θα σουτάρει και τελικά έδωσε την μπάλα σε ένα συμπαίκτη του. Εκείνος αστόχησε. Ο αγώνας έληξε. Η ομάδα του έχασε την ευκαιρία να προκριθεί στα προημιτελικά. Οι κόποι και οι θυσίες δεν φέρνουν πάντοτε αποτέλεσμα.
Η ώρα είχε περάσει. Έφυγαν και οι λιγοστοί θεατές. Έμεινε μόνο η Κατερίνα, που πλησίασε στον πάγκο του ανοικτού γηπέδου. Κάθισε δίπλα στον Δημήτρη. Η κόκκινη φανέλα του ήταν ακόμη μούσκεμα. Πέρασε το χέρι της πίσω από την πλάτη του και το ανέβασε αργά, σχεδόν νωχελικά. Τα δάκτυλα της ταξιδέψαν μέσα στα ιδρωμένα μαλλιά του. Μισόκλεισε για λίγο τα μάτια του. Στην οθόνη του μυαλού του πέρασαν όλα: οι πολυάριθμές ώρες που ξόδεψε στην προπόνηση, το «Σούπερ Μπάσκετ» και τα ιταλικά αθλητικά περιοδικά καλαθοσφαίρισης που διάβασε, τα παγωμένα αποδυτήρια χωρίς θέρμανση, όπου φορούσε τη φόρμα του, οι αγώνες του αμερικανικού πρωταθλήματος που παρακολούθησε. Οι θυσίες που απαιτούνται για τη διάκριση.
Όταν άνοιξε τα μάτια του, ένιωσε λες και η Κατερίνα δεν ήταν πια δίπλα του. Ο φύλακας είχε σβήσει τα φώτα. Το φεγγάρι, εκείνη τη βραδιά είχε ένα ασυνήθιστο πορτοκαλί χρώμα. Ήταν σα να είχε ακινητοποιηθεί πάνω από τη μπασκέτα. Η πρόκληση τον μαγνήτισε. Πάτησε στο γήπεδο και πήδηξε ψηλά, τα χέρια του έφτασαν ψηλότερα από τα 3,05 μέτρα. Έπιασε γερά εκείνη την πορτοκαλί μπάλα και την κάρφωσε με δύναμη στο καλάθι. Όπως στα όνειρα του.