«Είμαστε σαν τους τυφλούς που ακουμπούν έναν ελέφαντα και άλλος πιάνει το πόδι, άλλος την κοιλιά, άλλος, την προβοσκίδα, άλλος τον χαυλιόδοντα και άλλος την ουρά, και ο πρώτος νομίζει ότι ακουμπάει μια κολόνα, ο δεύτερος κάτι μαλακό, ο τρίτος κάτι μακρύ και ελαστικό, ο τέταρτος κάτι πολύ σκληρό και λείο και ο πέμπτος μία τούφα, αλλά κανείς δεν αντιλαμβάνεται τον ελέφαντα», λέει μια Ινδική παροιμία. Η σύγχρονη Ελληνική κοινωνία ταιριάζει γάντι σ’ αυτήν την περιγραφή, ή – ίσως καλύτερα – η παροιμία περιγράφει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την Ελληνική κοινωνία. Στην Ελλάδα πλέον, πέντε χρόνια μετά την έναρξη μιας ανηλεούς προπαγάνδας νέου τύπου, ψυχολογικής βίας και άμεσων οικονομικών επιθέσεων επί του καθενός και όλων μαζί, από δυνάμεις έξωθεν και έσωθεν των τοιχών, όλοι ή σχεδόν όλοι, ιδιωτικά και συνολικά, έχουν πλέον «παλινδρομήσει» με όρους κλινικής ψυχολογίας, «παρανοήσει» με όρους πιο λαϊκούς και αν και ο καθένας και όλοι μαζί είναι απολύτως σίγουρος, σίγουρη και σίγουροι για τις απόψεις τους και για το ότι όλοι οι άλλοι έχουν μερικώς ή ολικώς λάθος, ή ακόμα και ότι είναι απολύτως τρελοί, ανάλογα με την περίπτωση, ενώ οι ίδιοι «ξέρουν καλά τι γίνεται και τι πρέπει να γίνει», το γεγονός παραμένει πως ο καθένας ακουμπάει ένα μέρος του ελέφαντα αλλά κανείς δεν βλέπει τον ελέφαντα. Αυτό δεν το λέω σαν κατηγορία, απλά σαν πραγματικότητα που αξίζει να έρθει στο προσκήνιο.
Είμαι από εκείνους που λόγω κατάρτισης, εμπειρίας, επιστημονικής ενασχόλησης και ίσως και κάποιου βίτσιου – γι αυτό το τελευταίο δεν είμαι μάλλον κατάλληλος να μιλήσω, αλλά το αναφέρω γιατί το έχω ακούσει συχνά – ασχολούμαι με την πολιτική ανάλυση και την εκπαίδευση πολιτικών, επιχειρηματιών, θεσμών και επιχειρήσεων περί της στρατηγικής, της πολιτικής και της τακτικής, τα οποία κυρίως διαφοροποιούνται με άξονα τον χρόνο, αλλά και με άλλες μεταβλητές ενός συστήματος στο οποίο ο εκάστοτε παίκτης συν-λειτουργεί, από κοινού με άλλους παίκτες και με τις περιστάσεις, με το περιβάλλον και τις ανεξάρτητες μεταβλητές. Όλοι αυτοί οι παίκτες «παλεύουν για το καλύτερο» (τους) αποτέλεσμα με βάση της ορθολογικές ή παράλογές τους αποφάσεις, τις οποίες προφανώς όταν λαμβάνουν τις θεωρούν το φυσιολογικότερο πράγμα στον κόσμο, ενώ ο χρόνος πάντοτε δείχνει αν καλώς ή κακώς έκαναν που τις έπαιρναν, όταν τις έπαιρναν.
Από την άλλη μεριά, ελάχιστοι διατηρούν λίγες ή πολλές επιφυλάξεις και ενδιαφέροντα τόσο για το «ευρύτερο καλό» με την στενή έννοια του όρου που συνήθως έχει μια οπορτουνιστική χροιά και δεν σημαίνει πραγματικά αυτό που λέει ότι σημαίνει αλλά κυρίως το δικό τους καλό ορισμένο με ευρύτερο τρόπο, όσο και για το «ευρύτερο δυνατό καλό» με την μεγαλύτερη δυνατή, αντικειμενική, έννοια. Οι δεύτεροι που είναι και οι ελαχιστότεροι βάζουν σε κάθε απόφασή τους την παράμετρο του περιβάλλοντος στο οποίο λειτουργούν και το οποίο τους προσφέρει ή (δύναται να) τους στερεί τη ζωή, την κοινωνία στην οποία δρουν και τους προσφέρει ή (δύναται να) τους στερεί τη δουλειά, την οικονομία στην οποία λαμβάνουν αποφάσεις τις οποίες αυτή καταξιώνει ή απορρίπτει συνολικά, και ούτω καθ’ εξής. Ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο άκρο υπάρχουν πάμπολες αποχρώσεις, συνήθως σε ευθεία αντιστοιχία των υπό εξέταση ανθρώπων: κάθε άνθρωπος είναι πράγματι μοναδικός, αν και όλοι λειτουργούν με βάση πατρότυπα ή αρχέτυπα συμπεριφορών που όλες δύνανται και να αναλυθούν και να χρησιμοποιηθούν τόσο για το καλό, όσο και για το κακό, τόσο του ίδιου του φορέα τους, όσο και όλων των άλλων. Στην περίπτωση των Ελλήνων, μια βαθιά ψυχολογική αποτίμηση είναι απαραίτητη, τόσο του καθενός όσο και όλων από κοινού, προκειμένου φτάσουμε να δούμε τον ελέφαντα, τον οποίο αν δεν δούμε και δεν έχουμε ήδη πληρώσει το τίμημα μέχρι τώρα – αν είμαστε από αυτούς τους λίγους για όποιο λόγο και αν συμβαίνει αυτό, αργά ή γρήγορα θα το πληρώσουμε κι εμείς: θα μας πατήσει ο ελέφαντας, όσους δεν έχει ήδη πατήσει.
Σαν φυλή είμαστε βαθιά συναισθηματικοί άνθρωποι, λόγω περιβάλλοντος χώρου, κλίματος και καταβολών, πολιτικών, φιλοσοφικών, ιστορικών, θρησκευτικών και άλλων. Επίσης, εκτός από συναισθηματικοί, είμαστε και ισχυρογνώμονες, ατίθασοι και ελεύθεροι, που ενίοτε ξεπερνάει το μέτρο και μας οδηγεί στην ύβρι, κάνοντάς μας ασύδοτους, το οποίο με τη σειρά του ακολουθείται από την Νέμεση, όπως στην αρχαία τραγωδία. Ελευθερία δεν σημαίνει ασυδοσία και άποψη δεν σημαίνει γνώση. Αντίθετα, άποψη σημαίνει γνώμη, και όπως διδάσκει ο Πλάτωνας « γνώμη είναι το ενδιάμεσο της γνώσης και της άγνοιας», ήτοι ελλειπής γνώση ή ημιμάθεια, που με την σειρά της είναι χειρότερη της αμάθειας. Από την άλλη, πάλι ο Πλάτωνας μας λέει πως «γνώση είναι η αληθής γνώμη». Μας αρέσει δεν μας αρέσει, σαν λαός και σαν κοινωνία έχουμε περισσότερη γνώμη απ’ ότι χρειάζεται και λιγότερη γνώση απ’ ότι απαιτείται: είμαστε ημιμαθείς, συναισθηματικοί και βαθιά πολιτικοποιημένοι, με την έννοια – αυτό το τελευταίο – ότι φέρουμε ο καθένας μας και όλοι μαζί μια πολιτική ταμπέλα την οποία συνήθως ορίζουν περισσότερο οι προπάτορές μας και λιγότερο εμείς οι ίδιοι, την οποία κληρονομούμε και κληροδοτούμε και δύσκολα την αλλάζουμε στην πορεία της ζωής μας ακόμα και αν το περιεχόμενό της πλέον δεν έχει αντίκρυσμα γιατί ξεπεράστηκε από την εποχή, και την οποία υπερασπιζόμαστε «με νύχια και με δόντια», ακόμα και αν δεν ξέρουμε πως να το κάνουμε, πότε να το κάνουμε, ή πως να μην το κάνουμε και πότε να μην το κάνουμε.
Μια από τις βασικές αρχές των ασχολουμένων με την πολιτική, τη στρατηγική και τον πόλεμο, με τις επιχειρηματικές και εθνικές κατακτήσεις και με άλλα ανάλογα σπορ και δραστηριότητες είναι ότι πάντα πρέπει να είσαι αντικειμενικός με τις περιστάσεις και τις καταστάσεις, να διατηρείς την ευθυκρισία σου και να μην άγεσαι και φέρεσαι από το συναίσθημά σου ώστε να μπορείς να αναγνωρίζεις τις παγίδες που τρίτοι σου στήνουν, να τις προσπερνάς χωρίς να πέφτεις μέσα, αν θες να στήνεις και εσύ παγίδες, και – εκ των βασικών – να επιλέγεις πότε θα δώσεις μια μάχη (τον παράγοντα χρόνο), που θα την δώσεις (τον παράγοντα τόπο), με ποια μέσα και με τι σκοπό. Αντίθετα με αυτό, για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, εμείς δίνουμε όλες τις μάχες, ακόμα και αν πρόκειται να πέφτουμε «σαν τον Λεωνίδα και τους τριακόσιους» ή «ακόμα και αν το κάνουμε Κούγκι». Ούτε όμως ο Λεωνίδας έπεφτε κάθε μέρα, ούτε το Κούγκι έσκαγε κάθε μέρα. Το Κούγκι μια φορά έσκασε και ο Λεωνίδας μια φορά έπεσε, όταν πράγματι υπήρξε ανάγκη. Μέχρι τότε το πρώτο στεκόταν αγέρωχο στο βράχο του και ο δεύτερος επέλεγε, όπως και τότε επέλεξε, που θα δώσει τις μάχες του και που δεν θα τις δώσει, και – τελικά – πότε αξίζει να πέσει και πότε αξίζει να φύγει. Πέφτοντας κέρδισε δεν έχασε ο Λεωνίδας, κάτι το οποίο ασφαλώς ήξερε. Όπως και το Κούγκι: σκάζοντας κέρδισε, δεν έχασε.
«Αν ξέρεις τον εαυτό σου και τον εχθρό δεν θα χάσεις ποτέ σε εκατό μάχες», διδάσκει ο Σουν Τζου, ο «πατέρας της στρατηγικής», και ο Λεωνίδας ήξερε πολύ καλά και τον εαυτό του και τον εχθρό, και επέλεξε πότε να πέσει και με αυτή του την πτώση να κερδίσει την μάχη σε όλους τους αιώνες. Υπάρχουν και κάποιοι ακαδημαϊκοί και κριτικοί που έχουν διαχρονικά υποστηρίξει ότι ακόμα και τότε ο Λεωνίδας δεν έπρεπε να πέσει. Επ’ αυτού ένα σχόλιο είναι αρκετό: αυτοί σίγουρα δεν θα έπεφταν αλλά αυτοί επίσης σίγουρα ούτε την Ελλάδα θα έσωζαν πέφτοντας όπως έκανε ο Λεωνίδας, ούτε θα τους θυμόνταν τα εγγόνια τους, πόσο μάλλον οι αιώνες, για τις όποιες αποφάσεις τους.
Αντίθετα με τον Λεωνίδα που είχε το γνώθι σαυτόν και το γνώθι στον παντοδύναμο άλλον με τον οποίο αναμετρείτο εκείνοι την εποχή, οι σημερινοί του απόγονοι δεν έχουν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Έτσι βλέπεις γιατρούς, πολιτικούς μηχανικούς, καφετζήδες, δικηγόρους, δημοσιογράφους, φυσικούς, χημικούς, λογιστές, ελεύθερους επαγγελματίες – οι οποίοι σε πολύ μεγάλο ποσοστό ούτε ελεύθεροι είναι ούτε επαγγελματίες, ανάγοντας τον όρο σε μια διπλή αυταπάτη – αλλά και νοικοκυρές, φοιτητές, εργοδότες και εργαζόμενους, και ούτω καθ’ εξής να είναι άλλοι έξαλλοι «με την κατάσταση», άλλοι έξαλλοι «με την Κωνσταντοπούλου», άλλοι «με τον Ταγματάρχη», άλλοι «με τον Βαρουφάκη», άλλοι «με τους εταίρους», άλλοι «με τους ημετέρους», άλλοι «με τον Τσίπρα», άλλοι υπέρ του πρώτου, άλλοι υπέρ της δεύτερης και κατά του τρίτου και ούτω καθ’ εξής σε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς και αποχρώσεις, και «να βράζουν, αγωνιώντας για το μέλλον μας», όπως μου είπε πρόσφατα φίλη απόφοιτος Πολυτεχνείου που έχει την πολιτική σαν χόμπι – ενίοτε κάνει, ενίοτε δεν κάνει.
Κανείς ή σχεδόν κανείς εκ των παραπάνω δεν έχει ποτέ λάβει την κατάλληλη κατάρτιση και επιστημονική γνώση προκειμένου ασχολείται με την πολιτική γιατί αν την είχε λάβει, το πρώτο που θα ήξερε είναι ότι απαγορεύεται «να βράζεις». Αν «βράζεις» και δεν είσαι ψύχραιμος ακόμα και όταν πέφτει ο κόσμος γύρω σου, το μόνο που θα καταφέρεις είναι να πάρεις λάθος αποφάσεις, βρασμένες στο ζουμί τους, μαζί μ’ εσένα. Προκειμένου «δικαιούσαι δια να ομιλείς» στον κάθε τομέα της ζωής απαιτείται πρώτα απ’ όλα γνώση, όχι γνώμη. Γνώμη έχουμε όλοι, αλλά τις περισσότερες φορές δείχνει περισσότερα για την αμάθεια και την άγνοιά μας, παρά για τη γνώση μας. Το να μιλούν οι άνθρωποι για την πολιτική άνευ κατάλληλης εκπαίδευσης και εμπειρίας, μόνο και μόνο γιατί γνωρίζουν ότι η πολιτική λειτουργεί και τους αφορά, είναι σαν να μιλούν οι απλοί άνθρωποι για επεμβάσεις νευροχειρουργικής επειδή γνωρίζουν ότι έχουν νεύρα που επίσης λειτουργούν και τους αφορούν: όπως απαγορεύεται το δεύτερο, απαγορεύεται και το πρώτο. Για να μιλήσεις για πολιτική, για διαπραγματεύσεις, για «παίγνια» και για λοιπές «λέξεις-κλειδιά» που μαζικά έχουν μπει στη ζωή μας την τελευταία πενταετία ελέω προπαγάνδας, στρατηγικής, παιγνίων, επικοινωνίας και Κυβερνητικής επιστήμης, απαιτείται πρώτα απ’ όλα να μπορείς να διαφυλάξεις την ψυχολογία σου, να αποστασιοποιηθείς από την όποια κατάσταση ακόμα και αν σε αφορά πολύ άμεσα και να την εξετάσεις με απόλυτη ευθυκρισία και αντικειμενικότητα, προκειμένου πάλι με κατάλληλα εργαλεία καταλήξεις σε σοβαρά, λογικά και αντικειμενικά συμπεράσματα, εκ των οποίων θα προσδιορίσεις τις μελλοντικές αποφάσεις και τις όποιες παρούσες ή επόμενες δράσεις σου. Αν δεν μπορεί κανείς να το κάνει αυτό, όπως όλοι οι μη-καταλλήλως εκπαιδευμένοι ως αναλυτές πληροφοριών άνθρωποι και οι μη συνεχώς μετεκπαιδευόμενοι ανάμεσα στους εκπαιδευμένους δεν μπορούν de facto να κάνουν, το καλύτερο που έχει κανείς να κάνει είναι να σιωπά, προκειμένου τόσο να μην φανερώνει την ημιμάθεια ή άγνοιά του ανάλογα με την περίπτωση, όσο και να μην επηρεάζει άλλους με τις «βρασμένες» κραυγές του. Οι κοινωνίες είναι διαδραστικά όντα και η άποψη του ενός μπορεί να παράγει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, είτε καλά, αν ξέρει περί τίνος ομιλεί, είτε κακά, αν δεν ξέρει και το μόνο που κάνει είναι να εκφράζει την απόγνωσή του δυνατά, το οποίο παρασύρει και άλλους στον ελέφαντα και εξαγριώνει τον ελέφαντα ακόμα και αν αυτός μέχρι τότε απλά χαιρόταν με τα χάδια.
Για να βγούμε από την κρίση πρέπει πρώτα απ’ όλα να αντιληφθούμε τα κουσούρια μας και τα προτερήματά μας και ο καθένας μας να κάνει τη δουλειά του, να πάψουμε να είμαστε ξερόλες και απολύτως σίγουροι για τις απόψεις μας επί παντός, δημιουργώντας και προβάλλοντας γνώσεις αντί για γνώμες ενώ μέχρι τώρα κάνουμε το αντίθετο, και να αφήσουμε εκείνους που ξέρουν για τί ομιλούν να μιλούν δυνατά, ενώ εκείνους που δεν ξέρουν για τί ομιλούν απλά πρέπει να μην τους ακούμε. Αν το κάνουμε αυτό, αργά ή γρήγορα ο πρώτος και ο δεύτερος και ο τρίτος και ο τέταρτος και ο πέμπτος που ακουμπούν τον ελέφαντα θα συζητήσουν και θα αποφανθούν ότι πράγματι είναι ελέφαντας και δεν πρέπει να τον εξαγριώσουμε. Αν δεν το κάνουμε, τόσο ο ελέφαντας θα μας πατήσει ή θα συνεχίσει να μας πατάει μέχρι να ξεψυχήσουμε όλοι μαζί και ο καθένας χώρια, όσο και δεν θα καταλάβουμε ποτέ ότι πράγματι ήταν ελέφαντας.