Η αξιολόγηση ως έννοια είναι σίγουρα θετική και αναμφισβήτητα απαραίτητη για τη σωστή λειτουργία του σχολείου. Ακόμη βέβαια το Υπουργείο και οι συνδικαλιστικές παρατάξεις ψάχνουν (από χρόνια παλιά…) το τι, το πώς, το ποιος και το γιατί. Οι αλλαξοβασιλείες μάλιστα ανακατεύουν την τράπουλα για το ποιοι και πότε. Προσωπικά, με ενδιαφέρει η ουσία του θέματος πέρα από γαλαζοπρασινοκοκκινοεμπριμέ τσιτάτα.
α) Αξιολογούμε τους μαθητές μας και αυτοί εμάς. Εμείς το κάνουμε με βαθμούς και ενημερώσεις κηδεμόνων, αυτοί το κάνουν με σχόλια, χαρακτηρισμούς και χειρονομίες. Εμείς στα φανερά, αυτοί (συνήθως) στα κρυφά. Δεν θα ήταν κακό να ήταν λίγο πιο φανερή, υπεύθυνη και αποδοτική η αξιολόγηση των μαθητών μας. Δεν θεωρώ ότι είναι άστοχη ιδέα να τους βάλουμε λίγο πιο πολύ στο παιχνίδι.
β) Ως αξιολόγηση δεν θεωρώ πανάκεια τη σπουδή και θεωρητική μελέτη των εκπαιδευτικών συστημάτων, την αποστήθιση των παιδαγωγικών αρχών και την εφαρμογή όλου αυτού του επιστημονισμού της εκπαίδευσης. Πέρασα από δύο πανεπιστημιακές σχολές και η διαπίστωσή μου για τα περισσότερα συγγράμματα παιδαγωγικής και διδακτικής είναι ότι αποτελούν ένα αφυδατωμένο, ψυχρό και ξένο προς την πραγματικότητα του σχολείου περιβάλλον. Δυστυχώς, συχνά η ουσία χάνεται στους βερμπαλισμούς, στη φτηνή επίδειξη και στο «υψηλό» επίπεδο. Κάτσε καλά, πανεπιστημιακό είναι…, δεν μπορεί ο κάθε καθηγητάκος να το καταλαβαίνει…
γ) Τα πιο σημαντικά στοιχεία είναι να μιλάμε τη γλώσσα του μαθητή, να χτίσουμε ζεστή σχέση εμπιστοσύνης, να ζούμε στο σήμερα, να είμαστε γνήσιοι και αληθινοί. Πραγματικά, αυτά τα στοιχεία δύσκολα αξιολογούνται. Όμως, όλα αυτά μόνα τους μπορείς να τα βρεις και σε ένα καφενείο. Αυτό που διαφοροποιεί ουσιαστικά το καφενείο από την τάξη είναι ο βασικός μας στόχος να είμαστε χρήσιμοι και όχι απλώς ευχάριστοι. Αν μπορούμε να τα συνδυάσουμε και τα δύο, έχει καλώς.
δ) Ας αποφύγουμε τα δύο άκρα: Το πρώτο κρύβεται πίσω από την στενόμυαλη και αντιπαιδαγωγική αντίληψη ότι «εγώ έτσι κάνω το μάθημά μου τόσα χρόνια και δεν αλλάζω τίποτα» και το δεύτερο είναι η προσκόλληση στο γράμμα του νόμου και η αυστηρή τήρηση των επιστημονικών αρχών του, χωρίς παρεκκλίσεις. Σχετικά με το δεύτερο άκρο, προσωπικά δηλώνω ευθαρσώς ότι δεν πρόκειται να πνίξω τη ζωντάνια μιας τάξης, τον πηγαίο αυθορμητισμό των μαθητών που συχνά συνοδεύεται από καταιγισμό ερωτήσεων, παρατηρήσεων και διαφωνιών για ένα θέμα που πραγματικά τους ενδιαφέρει, μόνο και μόνο για να εφαρμόσω την τριμερή διαίρεση, το σχέδιο μαθήματος ή τις αρχές της εγγύτητας και της εποπτείας. Σχολείο εντελώς καλουπωμένο είναι φυλακή του πνεύματος και ανιαρή υποχρέωση. Για όλους μας.
ε) Σχετικά με την στερεοτυπική αντίληψη για τις παιδαγωγικές αρχές και τη διδακτική μεθοδολογία, έχω να καταθέσω την εξής προσωπική εμπειρία:
Θεωρώ ότι όλοι θυμόμαστε – και καλό είναι να μην ξεχάσουμε ποτέ – το πλέον φρικτό τροχαίο δυστύχημα στα Τέμπη, όπου χάθηκαν 21 παιδικές ζωές μέσα στο εκδρομικό τους λεωφορείο. Οι λεπτομέρειες είναι στη μνήμη μας. Ήταν στις 13 Απριλίου 2003. Μόλις τέσσερις ημέρες μετά, στα πλαίσια της πρακτικής άσκησης στο μάθημα των Παιδαγωγικών και της Διδακτικής του Φ. Π. Ψ., έπρεπε να παρακολουθήσω μαζί με άλλους φοιτητές μία υποδειγματική διδασκαλία στο Πειραματικό Γυμνάσιο Αθηνών. Είναι η γνωστή διαδικασία, όπου μία ομάδα φοιτητών παρευρίσκεται στη σχολική τάξη, παρακολουθεί το μάθημα, στο τέλος του μαθήματος συζητά με το διδάσκοντα και ύστερα διατυπώνει κρίσεις και παρατηρήσεις με τη βοήθεια των πανεπιστημιακών συνεργατών που τους συνοδεύουν και αφού ο διδάσκων έχει αποχωρήσει.
Μπαίνουμε λοιπόν στην τάξη και παρακολουθούμε το μάθημα των Νέων Ελληνικών της Γ΄ Γυμνασίου. Ο διδάσκων καθηγητής είναι ένας συμπαθητικός κύριος, περίπου 50 ετών και το μάθημά του, αξιοπρεπές μεν, δεν ήταν όμως αυτό που το λες συγκλονιστικό. Συνήθως βέβαια αυτές οι παρατηρήσεις διατυπώνονται από αυτούς που είναι έξω από το χορό – θα καταλάβεις παρακάτω.
Στο τέλος του μαθήματος, ο άνθρωπος έμεινε μαζί μας για περίπου 20 λεπτά. Στα πρώτα πέντε λεπτά μας εξηγούσε τη μέθοδο που ήθελε να ακολουθήσει, τους σκοπούς και στόχους που ήθελε να πετύχει, την πορεία διδασκαλίας που είχε προσχεδιάσει και στα υπόλοιπα δεκαπέντε καταλάβαμε γιατί δεν το έκανε. Έκλαιγε συγκλονισμένος από το τροχαίο, λέγοντάς μας ότι όλες αυτές τις ημέρες δεν μπορεί να ηρεμήσει, να ξεκουραστεί, να σκεφτεί. Ένας άγνωστος άντρας, μόνιμος καθηγητής του Δημοσίου, ο οποίος θα μπορούσε να είναι πατέρας μας ή καθηγητής μας, έκλαιγε μπροστά μας. Προφανώς, τα αδικοχαμένα παιδιά δεν τα γνώριζε, δεν είχε μαζί τους καμία εξ αίματος συγγένεια. Ένιωθε όμως ότι «έφυγε» ένα κομμάτι από τον ίδιο, από την οικογένειά του. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα που έχω πάρει στη ζωή μου ως μαθητής και ως καθηγητής.
Το ασύλληπτο; Όταν ο άνθρωπος έφυγε σε κακό χάλι, άρχισαν μερικοί – κάτι φοιτήτριες κυρίως, που τις θυμάμαι και μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι – να κάνουν παρατηρήσεις επί της διδασκαλίας με το ύφος εκατό καρδιναλίων. «Δεν είχε την αρχή της εποπτείας», έλεγε η μία. «Δεν τήρησε την αρχή της συνολικότητας» έλεγε η άλλη. Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Εκείνο τον καιρό, ήμουν καθηγητής σε ένα ιδιωτικό Λύκειο της Αθήνας και νόμιζα πως ερχόμουν από την έρημο Σαχάρα. Και κάπου εκεί έγινε η έκρηξη. Όταν μία πέταξε το αμίμητο πως ο καθηγητής δεν είχε την αρχή της βιωματικότητας, σηκώθηκε όρθιος ένας φοιτητής – από αυτούς τους μαλλιάδες, με τα σκισμένα τζιν και τις ξεφτισμένες τσάντες – και λέει φανερά εκνευρισμένος: «Καλά, πού ζείτε; Ο άνθρωπος λίγο πριν τσαλακώθηκε μπροστά μας και τώρα θα κρίνουμε το μάθημά του με το γράμμα του νόμου»; «Δεν έχει σημασία, δεν μπορείς μέσα στην τάξη να κουβαλάς τον έξω κόσμο», είπε μία σουσουράδα. Το μόνο που είπα σε μία συμφοιτήτριά μου είναι αν έχει μπει ποτέ σε τάξη να κάνει μάθημα. Μου είπε όχι, της είπα όταν θα μπει να θυμάται αυτές τις παρατηρήσεις για να διαπιστώσει πόσο λάθος κάνει και έφυγα αηδιασμένος από τη ναφθαλίνη που βάζει στο μυαλό μας και στην ψυχή μας το εκπαιδευτικό σύστημα.
ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP