Ονομάζομαι Ειρήνη και κατάγομαι από την Αλβανία, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ζω στην πιο όμορφη πόλη του κόσμου, στην Αθήνα. Η υπέροχη ασχήμια της, η διαφορετικότητα των χαρακτήρων που έχει συλλέξει και η ανοχή της απέναντι σε αυτούς που την υποτιμούν, στα μάτια μου φαντάζει με μια γυναίκα που βιάστηκε και βιάζεται παρ’ όλα αυτά στέκει περήφανη και σιωπηλή.
Όπου και να πήγα δεν βρήκα κανέναν απολύτως λόγο να πάψω να αγαπώ την Αθήνα. Αναγκάστηκα να την εγκαταλείψω μα δε τη ξεχνώ, πάντα την φέρνω στο μυαλό μου ειδικά κάτι απογεύματα, εκεί περιμένοντας το σούρουπο είναι η ώρα που ο Παρθενώνας δειλά-δειλά ξεπροβάλλει την ομορφιά του. Αυτήν την εικόνα, συγνώμη αλλά δεν μπορώ και δεν θέλω να την αποβάλλω από την σκέψη μου.
Μεγάλωσα στο Νέο Κόσμο, οι αποδράσεις μας, καθ’ ότι και αντιδραστικά μέχρι αηδίας παιδιά, ήταν το Σύνταγμα, η Ομόνοια και αραιά και που η Πλάκα. Τρελαινόμασταν που βλέπαμε την Βουλή να στέκεται επιβλητικά μπροστά μας καθώς επιδοκιμάζαμε τους Ευζώνους. Κοιτάζαμε τους τουρίστες και γελάγαμε που το ύφος τους εξέφραζε ως ηρωικό κατόρθωμα την άφιξής τους εκεί, βέβαια περνώντας τα χρόνια κατάλαβα πως ότι εγώ θεωρούσα δεδομένο και καθημερινό, για αυτούς ήταν όνειρο ζωής. Η Ομόνοια του τότε με την εκείνη του σήμερα δυο διαφορετικές πολιτείες. Τι να πρωτοθυμηθώ το σιντριβάνι; τον παγωτατζή που πουλούσε τα υπέροχα παγωτά στην αρχή της Γ’ Σεπτεμβρίου; είναι αδύνατον να καταγράψω αυτές τις υπέροχες παιδικές στιγμές σε ένα mail. Όσο για την Πλάκα τι να σας πω, περισσότερο οικογενειακές αναμνήσεις. Αν θυμάμαι καλά υπήρχε ένα ταβερνάκι που τον ιδιοκτήτη τον φώναζαν «Μαϊστράλι» όποτε σούρωνε ο εν λόγω κύριος έπαιρνε το μπαγλαμαδάκι του και έριχνε κάτι πενιές που ο πατέρας μου έλεγε πως του γιάτρευαν την ψυχή.
Με όλες αυτές τις αναμνήσεις πως είναι δυνατόν να μην σιχαθώ αυτούς που σκότωσαν τον λαϊκισμό της Πλάκας, αυτούς που χάλασαν την πλατεία Ομονοίας και αυτούς που ανάγκασαν τον Αθηναίο πολίτη να κάνει την πλατεία Συντάγματος χώρο διαδηλώσεων; ΠΩΣ; Aς μου απαντήσει κάποιος «κύριος πολιτικός». Δεν έφυγα από την πόλη μου γιατί το επέλεξα αλλά γιατί με διώξατε, δεν εγκατέλειψα το σπίτι που μεγάλωσα ούτε τη γειτονιά μου όπως θέλετε να με κάνετε να πιστέψω.
Το χειρότερο είναι ότι δεν εξορίσατε μόνο τα όνειρα μου αλλά των νέων σε όλο το γενικό σύνολο και αυτό με θλίβει περισσότερο γιατί δεν έχω ελπίδα. Καταντήσατε μια χώρα που ΤΗΣ ΧΡΩΣΤΟΥΝ σχεδόν όλοι οι λαοί την πνευματική τους παιδεία ΝΑ ΧΡΩΣΤΑΕΙ και να ζητιανεύει από ποιόν ρε; από εκείνους που προσπάθησαν να την κατακτήσουν το 40’; Ο ανθελληνισμός ζει και βασιλεύει!!
Θα δανειστώ ένα ρητό που το άκουσα κάποια στιγμή σε κάποια απόδρασή μου στο κέντρο της Αθήνας: ‘ΤΟ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟ ΘΕΡΙΟ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ’ κι αν νομίζετε ότι ξέρετε καλύτερη Ιστορία από μένα θα ξέρετε ότι ο Έλληνας δεν γονατίζει ποτέ, πάντα στο τέλος με την βοήθεια του Θεού κάνει τον γύρω του θριάμβου.
Ονομάζομαι Ειρήνη και τελειώνοντας θα ήθελα να σας εξιστορήσω το παρακάτω:
«Τον φωνάζουνε στο Μπούρτζι. Κι όταν ο Καραϊσκάκης άκουσε από το στόμα του Ζαΐμη, του παλιού του οχτρού από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, πως τον κάνουν αρχιστράτηγο της Ρούμελης, τα μάτια του βούρκωσαν και δύο χοντρά δάκρυα κύλησαν στα βαθουλωμένα μάγουλά του.
– Η πατρίδα, του λέει ο Ζαΐμης, γυρεύει σήμερα από μας να μονοιάσουμε.
– Ναι, το γυρεύει! Αποκρίνεται ο Καραϊσκάκης και ρίχνεται στην αγκαλιά του Ζαΐμη, φιλήθηκαν και ξέχασαν τα περασμένα.
Σε τούτη τη σκηνή έλαχε να βρίσκεται κι ο Υδραίος μεγαλονοικοκύρης Βασίλης Μπουντούρης.
– Καραϊσκάκη, δεν έκαμες ως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου στην πατρίδα, του λέει, ο θεός να σε φωτίσει να το κάμεις από δω κι εμπρός…
– Δεν το αρνούμαι! Απαντάει ο μεγαλόκαρδος άντρας. Όταν θέλω γίνουμαι άγγελος κι όταν πάλι θέλω γίνουμε διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος.’
Φίλοι μου καλη δύναμη σε όλους μας!!!
H ΕΙΡΗΝΗ ΜΠΑΡΔΗ, είναι Απόφοιτος του Τμήματος Ειδικής Αγωγής του Πανεπιτημίου Θεσσαλίας . Κάτοχος Lower
ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP