ΕΛΛΑΣ Ο ΑΡΟΝ ΡΑΛΣΤΟΝ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ

Μοίρασε το

Ο Άρον Ράλστον είναι λάτρης της περιπέτειας, εξερευνητής φαραγγιών και σπηλαίων, άνθρωπος με ατελείωτο κουράγιο και θέληση για ζωή. Το 2003 αντιμετώπισε ένα τρομερό ατύχημα σε μια χαράδρα της Γιούτα στην οποία είχε καταρριχηθεί για να την εξερευνήσει. Καθώς ήταν ανάμεσα σε δύο βράχους, ή «ανάμεσα σε ένα βράχο και ένα σκληρό σημείο» όπως ονόμασε το μετέπειτα βιβλίο του, ένας τρίτος βράχος έπεσε και του πλάκωσε το χέρι, εγκλωβίζοντάς τον βραχίονά του και μέσω αυτού και όλο το υπόλοιπο κορμί του. Έμεινε σφηνωμένος πέντε μέρες και εφτά ώρες, ή αλλιώς «127 ώρες», όπως ονομάστηκε το φίλμ το οποίο γυρίστηκε το 2010, με πρωταγωνιστή τον Τζέιμς Φράνκο. Προκειμένου μην πεθάνει από ασιτία και δίψα, ο Ράλστον επιτέλεσε το ασύλληπτης γενναιότητας εγχείρημα, με όλη τη σημασία της λέξης: ακρωτηρίασε το χέρι του με έναν ελβετικό σουγιά που είχε μαζί του, και στη συνέχεια ανέβηκε την χαράδρα και καταρριχήθηκε ενός κάθετου βράχου είκοσι μέτρων, μέχρι να βρει βοήθεια. Σήμερα ζει μια ευτυχισμένη ζωή, αντί να έχει χαθεί διά παντός, χωρίς ίχνος, ανάμεσα σε δύο βράχους μιας χαράδρας της Γιούτα, εγκλωβισμένος και μοναχός. Η περιπέτειά του και η αποφασιστικότητά του για ζωή έχουν πολλές ομοιότητες με την σημερινή περιπέτεια της Ελλάδας και μπορεί να μας διδάξει πολλά.

Ανάμεσα σε ένα βράχο και σε ένα σκληρό σημείο βρίσκεται σήμερα και η Ελλάδα. Έχοντας διαπράξει απανωτά λάθη στο πρόσφατο και όχι τόσο πρόσφατο παρελθόν της, καταρριχήθηκε την μαύρη χαράδρα του χρέους με μια αίσθηση εξερεύνησης, περιέργειας και ανακάλυψης. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις Σημίτη και Καραμανλή καταδύθηκαν στο χρέος με μια αίσθηση λαϊκισμού και υπεροχής που ξεπερνά και την μεγαλύτερη αφέλεια – πρόκειται περί εγκληματικών λαθών και αμετροέπειας, ύβρις δηλαδή, τα οποία πάντοτε ακολουθεί η νέμεσης, διδάσκει η αρχαία τραγωδία μας. Εκεί βρισκόμαστε σήμερα. Ήταν σαν τον Ράλστον στα νιάτα του, όταν το νεαρό της ηλικίας του και το ατίθασο του χαρακτήρα του τον ωθούσαν στα πιο σκοτεινά βάθη, εκ των οποίων αναδυόταν πάντοτε αγέρωχος και νικητής. Το ίδιο και η Ελλάδα που στο παρελθόν της επίσης τα κατάφερνε να βγαίνει νικήτρια, είτε γιατί ποτέ δεν μπήκε σε τέτοια βάθη σαν αυτά που μόχλευσε ο Κώστας Σημίτης και εξερεύνησε ο Κώστας Καραμανλής πηγαίνοντας ακόμα πιο βαθιά, είτε γιατί οι προηγούμενες πλευρές των φαραγγιών του διεθνούς συστήματος – το Δυτικό και το Ανατολικό μπλόκ – αποδείχθηκαν πιο ρευστά από ότι ισχυρίζονταν πως ήταν, είτε απλά επειδή καθότι εκεί στα τάρταρα κανείς δεν βρέθηκε να της πετάξει έναν βράχο, ή ένας βράχος δεν έπεσε λόγω τύχης, ώστε να της εγκλωβίσει ένα μέλος της και μέσω αυτού ολόκληρο το κορμί της. Αυτή της η τύχη άρχισε να αλλάζει τη διετία 2006-08, όταν η αποκορύφωση των βρώμικων πολέμων στην Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ευρασία συνδυάστηκαν με την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς προκειμένου μετατρέψουν τη Δύση τόσο σε έναν βράχο, όσο και σε ένα απολύτως σκληρό σημείο, ανάμεσα στα οποία κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα έψαχνε μετ’ επιτάσεως να εγκλωβιστεί, ενώ αν τύχαινε και ήδη βρισκόταν εκεί, όπως συνέβαινε στην περίπτωση της Ελλάδας λόγω δανεισμού και γεωπολιτικής θέσης, ιστορίας και κουλτούρας, θα έπρεπε σύντομα να ψάξει διέξοδο και να απεγκλωβιστεί. Αντ’ αυτού, η Ελλάδα συνέχιζε να ψάχνει τα Τάρταρα, με επόμενες λάθος επιλογές που ήρθαν να ενισχύσουν και να πολλαπλασιάσουν τις προηγούμενες.

Η έλευση του Γιώργου Παπανδρέου στην εξουσία οδήγησε την Ελλάδα ακόμα πιο κάτω στο φαράγγι, αφού αυτός αρχικά ακολούθησε τις δικές του Ερινύες που τον καλούσαν όλο και πιο χαμηλά, προκειμένου εξερευνήσει όλο και πιο βαθιά, απολύτως σίγουρος ότι τελικά θα αναδυθεί, όπως τον προέτρεπαν για το μεν και τον διαβεβαίωναν για το δε οι διεθνείς του φίλοι. Κάποιοι από τους φίλους του αυτούς στράφηκαν ενάντια σε άλλους του φίλους και ο Ντομινίκ Στρος Καν βρέθηκε πίσω από τα κάγκελα για ένα φεγγάρι, ενώ έως τότε το πλέον πιθανόν ήταν να βρεθεί στο Μέγαρο των Ηλυσίων ως Πρόεδρος της Γαλλίας μετά από μερικά φεγγάρια. Σείστηκε η γη τότε και ένας μεγάλος θόρυβος ακούστηκε: Μπούμ! Ένας βράχος ξεκόλλησε από την κορυφή της χαράδρας και άρχισε να κυλάει μέχρι που πλάκωσε το χέρι της Ελλάδας. Ήταν ακόμα 2010. Έκτοτε έχουν περάσει πέντε χρόνια σε ευθεία αντιστοιχία με τις πέντε μέρες του Ράλστον και πλέον τρέχει η 7η ώρα.

Το τι συνέβη σε αυτό το διάστημα είναι λίγο πολύ γνωστό. Αρχικά τελείωσαν τα τρόφιμα και τα φάρμακα και το νερό: η κυβέρνηση του Γιώργου Παναδρέου έπεσε, ο δοτός πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος ήρθε σαν ένεση αδρεναλίνης αλλά εξαντλήθηκε σύντομα ενόσω ο πόνος ήταν αφόρητος, τελικά προέκυψε κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά που αποδέχθηκε να μην τρώμε αλλά να πίνουμε μόνο νερό, χωρίς φάρμακα, μέχρι που τελείωσε και αυτό. Και τέλος ήρθε η απόγνωση, καθόσον ο βράχος των Μνημονίων που μας πλάκωσε το χέρι κατόπιν του μεγάλου «Μπουμ» – το οποίο δεν ξέρουμε αν προέκυψε από σεισμό ή από οικειοθελή ανατίναξη του βράχου στην κορυφή, αν και είδαμε τον καπνό και ακούσαμε την έκρηξη και νιώσαμε το έδαφος να σείεται κάτω από τα πόδια μας – γινόταν όλο και πιο βαρύς, και έκανε τον πόνο όλο και πιο αβάσταχτο αφενός, τα τρόφιμα και τα νερά και τα φάρμακα εξαντλείονταν αφετέρου. Πάνω σε αυτήν μας την απόγνωση, κάναμε μία σοφή επιλογή, παίρνοντας την απόφαση να κάνουμε ότι απαιτείται για να απεμπλακούμε από τον βράχο: εκλέξαμε την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, όπως και ο Ράλστον αποφάσισε να απεγκλωβιστεί πάση θυσία.

Τις πέντε πρώτες ώρες της πέμπτης μέρας, ο Ράλστον σκεφτόταν πως να το κάνει: ξαναπροσπαθούσε να σπρώξει το βράχο, ξαναεπιχειρούσε – σαν σε παραλήρημα – να συνδιαλλαγεί με τον βράχο, ή ακόμα και να παίξει μαζί του, μπας και τον καλοπιάσει προκειμένου αποτραβηχτεί από μόνος του. Ο βράχος. Όποιος βράχος. Είτε αυτός που βρισκόταν στην πλάτη του, είτε εκείνος ενώπιόν του, είτε ο τρίτος που είχε πλακώσει το χέρι του. Αυτό αποδείχθηκε αδύνατον, όπως ακριβώς αναμενόταν. Όχι μόνο ο βράχος δεν αποτραβήχτηκε, κανένας βράχος, αλλά επιπλέον του πλάκωσε το χέρι ακόμα περισσότερο, αφού όποια κίνηση και αν έκανε ο Ράλστον, η βαρύτητα επιδρούσε και σφήνωνε το χέρι του ακόμα περισσότερο.

Τα παίγνια τελείωσαν αλλά η αντοχή και η γενναιότητα δεν είχαν ακόμα στερέψει. Ο Ράλστον κατάλαβε τότε ότι αντιμετωπίζει το πρόβλημα λάθος και ότι τα παιχνίδια ανάμεσα σε μαλακούς ιστούς και βράχους δεν δύνανται παρά να φέρουν το αποτέλεσμα της συνθλιβής των ιστών μέχρι της πλήρους τους εξαφάνισης. Κατάλαβε τότε ο Ράλστον ότι για να απεγκλωβιστεί η θεωρία των παιγνίων δεν είναι βολική για την περίπτωση ενασχόλησης με βράχους, ενώ αντίθετα πρέπει να εφαρμόσει τη θεωρία των συστημάτων και να δει το ζήτημα σφαιρικά, συστημικά, αναλύοντας ποιο το σημαντικό και ποιο το ασήμαντο, ποιο το σκληρό και ποιο το μαλακό, ποιο το ζωτικό και ποιο το δευτερεύων. Στην συνέχεια οπλίστηκε με θάρρος, πήρε το σουγιά του και πόντο πόντο ακρωτηρίασε το χέρι του. Το ίδιο πρέπει να πράξει και η Ελλάδα και μάλιστα από ακόμα πιο δυσμενή θέση.

Ποιο είναι το χέρι και γιατί πιο δυσμενής η θέση της Ελλάδας, ίσως αναρωτηθεί κάποιος ή κάποια, σε αυτόν μου τον παραλληλισμό. Θα ξεκινήσω ανάποδα: από το ποιο είναι το σώμα. Το σώμα της Ελλάδας είναι ο Ελληνικός λαός, ο φορέας του Ελληνικού πολιτισμού και της Ιστορίας του έθνους, ο οποίος αυτή τη στιγμή έχει χωριστεί ανάμεσα στα δύο άνω άκρα, τα οποία έχουν εγκλωβιστεί και τα δύο πλέον από τον βράχο και γι αυτό η θέση μας είναι χειρότερη από του Ράλστον, και τα οποία δεν μπορούν παρά να προσπαθούν να πείσουν τον εγκέφαλο να κάτσει μαζί τους στον εγκλωβισμό, ψηφίζοντας ΝΑΙ στο δημοψήφισμα, το οποίο σαν δεύτερος βράχος πλάκωσε και το δεύτερο χέρι της Ελλάδας και της χτύπησε και το κεφάλι, κατόπιν των παιγνίων της με τον βράχο των Μνημονίων. Τα παιχνίδια αυτά ακολούθησε και δεύτερη έκρηξη στην κορυφή της χαράδρας μόλις πρόσφατα, εκ της οποίας προήλθαν οι πιο πρόσφατες βλάβες. Από την άλλη έχουμε τα πόδια, τα οποία προσπαθούν να πείσουν τον εγκέφαλο πως είναι δυνατόν να κόψει μόνο αυτά, προκειμένα αποχωρήσουν μόνα τους, ψηφίζοντας φανατικά ΟΧΙ. Κάποια δάχτυλα από τα εγκλωβισμένα χέρια επίσης προτρέπουν τον εγκέφαλο να μείνει εγκλωβισμένος ολόκληρος, ρίχνοντας λευκό και άκυρο, δηλαδή μην προσπαθώντας να κάνει απολύτως τίποτα, λες και κατ’ αυτόν τον τρόπο οι βράχοι θα εξαφανιστούν. Ο εγκέφαλος ωστόσο γνωρίζει καλά πως πλέον έχει μόνο μία επιλογή: να κόψει τα χέρια του μόνο με τα δόντια του. Χωρίς χέρια μπορεί να επιβιώσει, χωρίς πόδια θα πεθάνει εκεί που βρίσκεται, εγκλωβισμένος, ενώ μην κάνοντας τίποτα επίσης θα πεθάνει.

Ακόμα και αν κόψει τα χέρια της η Ελλάδα, πάλι η πορεία θα είναι δύσκολη, αλλά τουλάχιστον ζούμε στην εποχή των προσθετικών μελών και των βιονικών εμφυτευμάτων. Αν ζεις, παλεύεις. Όταν δεν ζεις, έχεις δεν έχεις χέρια, μικρή σημασία έχει. Και σίγουρα δεν παλεύεις.

Και φτάνουμε στο ποια είναι τα χέρια τα οποία πρέπει να ακρωτηριαστούν προκειμένου επιβιώσει το σώμα, όπως και στο πως το κάνουμε. Το πρώτο χέρι είναι ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, το οποίο μας έφερε μέχρι εδώ, βλέποντας μόνο το κάτω και ποτέ το πάνω, φέροντας ιδέες μόνο του χθες και ποτέ του αύριο, αντιμετωπίζωντας ή εμπνέοντας μόνο φόβο, είτε με φρούδα ελπίδα είτε με περισσότερο φόβο, ακόμα και διά της άρνησης του φόβου πολλές φορές, ενώ ποτέ δεν βάζει στόχο, δεν θέτει συγκεκριμένη στρατηγική και δεν επεξεργάζεται την πραγματικότητα διαλεκτικά και συστημικά, παρά τείνει να την εξετάζει αποσπασματικά και αποκομμένα από την πραγματικότητα, σαν η Ελλάδα να είναι ένας ακόμα βράχος, σαν η Ελλάδα να είναι το κέντρο του κόσμου, σαν η Ελλάδα να βρίσκεται ακόμα στο παρελθόν, σαν η Ελλάδα να μην μπορεί να αντικρύσει το μέλλον. Ολόκληρο το πολιτικό σύστημα πρέπει να κοπεί, από τους βραχίονες και κάτω: κάθετι παλιό πρέπει να ακρωτηριαστεί. Ο Τσίπρας πρέπει να κάνει την επέμβαση. Αυτός εκτελεί χρέη εγκέφαλου και δοντιών και δεν μπορεί να αποφύγει τον δύσκολο ρόλο που του επιφύλαξε η σύγχρονη Ελληνική τραγωδία, στην οποία πρωταγωνιστεί.

Το δεύτερο χέρι είναι η οικονομική ολιγαρχία των τελευταίων σαράντα ετών: οι ίδιοι άνθρωποι που κάποτε – το βρώμικο ’89 – δίωξαν τον Ανδρέα Παπανδρέου, εκείνοι που με άξονα και σε αγαστή συμπαράταξη με διάφορους διεθνείς εταίρους της χώρας βάζουν δυναμίτες στην κορφή της χαράδρας και στεκόμενοι επί των βράχων που πλακώνουν τα χέρια της προσπαθούν να την πείσουν να κάτσει να ψοφήσει ψηφίζοντας άκριτα ΝΑΙ, ενόσω οι ίδιοι θα ξεκοκαλίζουν την περιουσία της, κάτω στα βοσκοτόπια. Αυτοί είναι το δεύτερο χέρι: πρέπει να ακρωτηριαστούν και αυτοί. Οι περιουσίες τους πρέπει να δημευθούν από κοινού με τις περιουσίες όλων εκείνων των εταίρων που εποφθαλμιούν την Ελληνική γη και τα μυαλά του Ελληνικού γένους, το υπέδαφός της και το μέλλον της.

Θα επιβιώσουμε ενός τέτοιου ακρωτηριασμού; Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα επιβιώσουμε αν δεν τον προσπαθήσουμε. Αν τον προσπαθήσουμε ίσως τα καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε και την αιμοραγία και την αναπηρία – δεν είπε κανείς ότι θα είναι εύκολη η μελλοντική μας πορεία, αφού φτάσαμε στην 7η ώρα της πέμπτης μέρας του Ράλστον – και να πορευθούμε εκ νέου ανάμεσα στα έθνη του 21ου αιώνα, έστω και με μεγάλες δυσκολίες. Σε όλα τα συστήματα η δράση και η ανάδραση και η αντίδραση και η παρακμή και η άνθηση αποτελούν διακριτές φάσεις, των οποίων η εξάντληση της μίας φέρνει την έλευση της άλλης. Με τις προηγούμενες επιλογές μας φτάσαμε στο σήμερα και πορευόμαστε προς το αύριο. Χωρίς επιλογές θα πεθάνουμε, με λάθος επιλογές θα αφανιστούμε, με σωστές επιλογές θα επιβιώσουμε ακρωτηριασμένοι. Ας το αποδεχθούμε και ας εφοδιαστούμε με την απαιτούμενη γενναιότητα και ας κάνουμε τον πόνο τον καλύτερό μας φίλο και ας τα αντιμετωπίσουμε όλα, προκειμένου επιβιώσουμε. Και αν όλα πάνε καλά και δεν κάνουμε άλλα λάθη, ίσως έχουμε και εμείς την ευτυχή κατάληξη του Ράλστον, για την οποία όλοι πρέπει να προσπαθήσουμε, με αυτογνωσία και διορατικότητα, με θάρρος και με πείσμα, χωρίς διχασμούς και με ομοψυχία, λέγοντας ΟΧΙ σε όσους προτιμούν να αποφασίσουμε μόνοι μας τον οικειοθελή μας θάνατο, είτε λέγοντας ΝΑΙ στο δημοψήφισμα, είτε μένοντας αδρανείς μέχρι να επέλθει, είτε ακρωτηριάζοντας λάθος μέλη και πεθαίνοντας μια ώρα νωριτερα, προκειμένου βολέψουμε τους δικούς τους σχεδιασμούς και μακάβρια σχέδια.

Η χαράδρα υπήρχε και προ του Ράλστον και υπάρχει και μετά την έλευση, εγκλωβισμό και απόδραση του Ράλστον. Οι βράχοι είναι ακόμα εκεί μαζί με το ένα του χέρι. Εκείνος όμως ζει και ταξιδεύει ακριβώς γιατί κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει, όταν έπρεπε να το κάνει και βρήκε το θάρρος να το πράξει, ακόμα και την τελευταία στιγμή. Η Ελλάδα άραγε θα πράξει το ίδιο, ή απλά θα βάλει τα χέρια της και θα βγάλει τα μάτια της, με αλληλοσπαραγμό και αλληλοκατηγορίες, οι οποίες απλά θα επισπεύσουν την εξάντληση και τον επερχόμενο θάνατο; Ίδωμεν.

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP

Download on the App Store

Μοίρασε το

του αρθρογράφου

ideas change society

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Αφήστε μια απάντηση

Σχόλια

Μπες στη συζήτηση

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου