Προσοχή: Το παρόν άρθρο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Εξάλλου, ο ένας εκ των δύο χαρακτήρων τείνει να εξαφανιστεί. Μια φορά και έναν καιρό, ένας δεσπότης που ζούσε στο κέντρο του κόσμου αποφάσισε να επισκεφτεί έναν επίσκοπο που έμενε σε ένα καλύβι στο χείλος του γκρεμού.
Έβαλε τα χρυσά μανικετόκουμπα, δέχτηκε το άνοιγμα της πόρτας από τον διάκο του, κάθισε στο πίσω δεξιά κάθισμα του αυτοκινήτου – νόμιμου και προβλεπόμενου δώρου της πολιτικής εξουσίας.
Όταν έφτασε, βρήκε τον επίσκοπο με ένα τριμμένο ράσο να σκαλίζει ένα κηπάκο ιδρωμένος. Μετά τον καθιερωμένο αδελφικό ασπασμό μπήκαν μέσα στο καλύβι. Ο δεσπότης προσπάθησε να βολευτεί σε μια καρέκλα που έτριζε σε κάθε κίνηση, περιμένοντας τον καφέ και το νεράκι που του πρόσφερε η αγάπη του επισκόπου.
Όταν ο επίσκοπος βγήκε από το κουζινάκι με τα φιλέματα στα χέρια, είδε το δεσπότη να περιεργάζεται μια ζωγραφιά που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι δίπλα από την Αγία Γραφή.
«Ο βοσκός που ανεβαίνει στα κακοτράχαλα για να σώσει ένα παγιδευμένο πρόβατο», είπε ο επίσκοπος. «Δώρο κατά τη χειροτονία μου από ένα νέο παλικάρι που μόλις είχε βγει από τον κόσμο των ναρκωτικών επειδή ένας ιερέας του μίλησε για την αγάπη του Χριστού. Και να σκεφτείτε ότι υπάρχουν άλλοι που αρκούνται στο ένα σωσμένο πρόβατο και αδιαφορούν για τα υπόλοιπα ενενήντα εννέα», είπε ο επίσκοπος με το διαπεραστικό πλην όμως καθάριο βλέμμα.
Ο δεσπότης ανασκουμπώθηκε, ξερόβηξε και άρχισε ένα χείμαρρο θεολογικών αναλύσεων για τη δικαιοσύνη του Θεού και την ακρίβεια στην τήρηση των ιερών κανόνων. «Και όπως γνωρίζεις, πάτερ μου, όποιος αμφισβητεί την εξουσία που μας έχει δοθεί από το Θεό, αμφισβητεί την ίδια την Εκκλησία και θέτει εν αμφιβόλω τη σωτηρία του».
«Εξουσία, Θεός, Εκκλησία, σωτηρία….», μονολόγησε ο επίσκοπος κοιτάζοντας στο πάτωμα και κρατώντας το κομποσκοίνι του.
Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ένας θόρυβος στην κουζίνα. Κατσαρολικά έπεσαν στο πάτωμα, ακούστηκαν και δυο σπασίματα πιάτων. Ο δεσπότης ταράχτηκε. Ο επίσκοπος σήκωσε ατάραχος το βλέμμα προς την πόρτα της κουζίνας και έκανε με γλυκιά φωνή: «Ψψψ, ψψψ».
Αμέσως, εμφανίστηκε ο παραβάτης. Μια καφετιά γατούλα που έτρεξε αμέσως και τρίφτηκε στα πόδια του επισκόπου. Αυτός την πήρε στα χέρια, τη χάιδεψε στο κεφαλάκι και της είπε γλυκά: «Πόση εξουσία έχω πάνω σου; Τι να κάνω που δεν τηρείς τους κανόνες του οίκου μας; Αλλά και πώς θα είναι ο Παράδεισος εδώ στην εσχατιά του κόσμου χωρίς να έχουμε ο ένας τον άλλο»;
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και οι άνθρωποι που αρέσκονται στα φώτα αισθάνονται άβολα στο μελαγχολικό ημίφως και πρέπει να φύγουν μήπως και ξεφύγουν. Άσε που τρέχουν και οι εκκλησιαστικές υποθέσεις που πρέπει να λυθούν. Ο επίσκοπος πήγε πάλι στον κηπάκο του να ολοκληρώσει το αυλάκι για να ποτίζονται τα λαχανικά.
Ένας άγγελος από ψηλά είδε ότι όταν ο δεσπότης έβγαλε το κινητό του για να μάθει πώς πήγε η ανακριτική διαδικασία για το επικείμενο εκκλησιαστικό δικαστήριο, ο επίσκοπος είχε πει αρκετές φορές: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με…»