Τον Απρίλιο 2016 ήρθε με κατακλυσμιαίο τρόπο στο φως της δημοσιότητας το μεγαλύτερο σκάνδαλο παράκτιων εταιριών της υφηλίου: τα «Πάναμα Πέιπερς» (Panama Papers). Η αντίστροφη μέτρηση για την αποκάλυψη αυτή ξεκίνησε πριν ενάμιση χρόνο, όταν μία ανώνυμη πηγή διοχέτευσε σε δημοσιογράφους έναν αδιανόητο όγκο δεδομένων τής τάξεως των 2,6 Terabyte: πρόκειται για 11,5 εκατομμύρια έγγραφα, μεταξύ των οποίων 4,5 εκατομμύρια ηλεκτρονικά μηνύματα (μέιλς). Η εφημερίδα Süddeutsche Zeitung μαζί με το Διεθνές Κονσόρτσιουμ Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ) ξεσκόνισαν τα δεδομένα αυτά. Μετά από εντατική συνεργασία περίπου 400 δημοσιογράφων από σχεδόν 80 χώρες υπό απόλυτη μυστικότητα έρχεται στο τέλος η αποκάλυψη αμφίβολων και εγκληματικών συναλλαγών άνευ προηγουμένου με εμπλεκόμενα πρόσωπα πολιτικούς, μεγαλοστελέχη της ΦΙΦΑ, δισεκατομμυριούχους, πασίγνωστους αθλητές αλλά και εμπόρους όπλων και ναρκωτικών. Κεντρική φιγούρα της αποκάλυψης αυτής και συγχρόνως κοινός παρονομαστής όλων των παράνομων συναλλαγών που ήρθαν στο φως είναι μία επιχείρηση, που δρούσε επί 40 χρόνια στα κρυφά: η Mossack-Fonseca στον Παναμά, με 48 υποκαταστήματα σε όλο τον κόσμο. Η δικηγορική αυτή εταιρία ίδρυσε και διαχειριζόταν πάνω από 214.000 «εταιρίες γραμματοκιβωτίου», οι οποίες ως επί το πλείστον χρησιμοποιούνταν συστηματικά για την απόκρυψη χρημάτων.
Αυτό μπορείτε να φανταστείτε να συμβαίνει ως εξής: Με το εμπόριο ναρκωτικών έχετε κέρδος ένα εξαψήφιο ποσό σε Ευρώ και αυτό το ποσό πρέπει να «εξαφανιστεί». Προς τούτο αφήνετε – οι ίδιοι προσωπικά ή μέσω ενός τρίτου προσώπου – να ιδρυθεί από την Mossack-Fonseca η εταιρία «Παιδική Χαρά Overseas». Στο ιδρυτικό πακέτο της εταιρίας σας ανήκει επίσης ένας τραπεζικός λογαριασμός, ας πούμε στην Καραϊβική. Με μια πιστωτική κάρτα, η οποία εκδίδεται για τον λογαριασμό αυτό, μπορείτε να σηκώσετε χρήματα παντού παγκοσμίως, ακόμα και στην Ελλάδα, χωρίς να αφήνετε ίχνη. Στους αναλυτικούς λογαριασμούς της Τράπεζας δεν εμφανίζεται δηλαδή το όνομά σας, αλλά μόνον «Παιδική Χαρά Overseas». Πώς συμβαίνει αυτό; Προς τα έξω εμφανίζονται τρεις εικονικοί Διευθυντές να διοικούν την εταιρία και προβαίνουν στις συναλλαγές της, οι οποίοι όμως δεν χρειάζεται καν να είναι αληθινά πρόσωπα, αλλά μπορεί να είναι άλλες υπεράκτιες εταιρίες. Μέσα στην εταιρία γραμματοκιβωτίου «Παιδική Χαρά Overseas» μπορείτε να μεταφέρετε και κρύβετε περιουσιακά σας στοιχεία. Μόνον η Τράπεζα, που κινεί τον τραπεζικό λογαριασμό, και η εκάστοτε εταιρία εκμετάλλευσης της εταιρίας γραμματοκιβωτίου, εν προκειμένω η Mossack-Fonseca, γνωρίζουν ποιος βρίσκεται πραγματικά από πίσω.
Τα Panama Papers αποκαλύπτουν τώρα τους πραγματικούς κατόχους των εταιριών γραμματοκιβωτίου καθώς και προέλευση και σκοπό χρήσης των περιουσιακών τους στοιχείων. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Τί σημαίνει αυτό από πλευράς Ποινικού Δικαίου; Μιας και αφ’ ενός ο Jürgen M., ιδρυτής της δικηγορικής εταιρίας Mossack-Fonseca, είναι Γερμανός πολίτης και διατηρεί μάλλον ακόμα την γερμανική του υπηκοότητα, αφ’ ετέρου η πελατεία του τέλεσε εγκλήματα ενάντια σε ημεδαπά (γερμανικά) και διεθνώς προστατευόμενα έννομα αγαθά, είναι εφαρμοστέο το Γερμανικό Ποινικό Δίκαιο (κατά περίπτωση σε συνδυασμό με τα άρθρα 5-7 γερμΠΚ).
Για να προσεγγισθεί το σκάνδαλο των Panama Papers όσο το δυνατόν πιο παραστατικά, προτείνω την διάκριση ανάμεσα στην «αποκαλυφθείσα» και την «αποκαλύπτουσα» πλευρά. Στην πρώτη ανήκει η δικηγορική εταιρία Mossack-Fonseca και η πελατεία της. Στην δεύτερη βρίσκεται μόνον ο «John Doe», η ανώνυμη πηγή που διοχέτευσε τις πληροφορίες. Σε κάθε πλευρά μπορεί κανείς να επικεντρωθεί στην πλέον σημαντική προβληματική: Αναφορικά με την ποικιλόμορφη «αποκαλυφθείσα» πλευρά το κέντρο βάρους έγκειται στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Αναφορικά με την ποινικώς λιγότερο θεαματική αλλά προς τούτο περισσότερο θαρραλέα «αποκαλύπτουσα» πλευρά το κέντρο βάρους έγκειται στο λεγόμενο Whistleblowing (αποδιδόμενο στα ελληνικά ως διαρροή πληροφοριών για την καταγγελία παρανομιών δημοσίου συμφέροντος).
Το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, υπό επίσημη ονομασία «νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες» (άρθρο 261 γερμΠΚ, για το ελληνικό νομικό πλαίσιο βλ. Ν. 3691/2008) αποσκοπεί στη συγκάλυψη της πραγματικής προέλευσης περιουσιακών στοιχείων, με κάθε μέσο και ιδίως μέσω του χρηματοπιστωτικού τομέα (τράπεζες, εταιρίες επενδύσεων, ασφαλιστικές εταιρίες κ.ο.κ), ώστε να φαίνεται ότι αποτελούν προϊόντα νόμιμης δραστηριότητας, ενώ στην πραγματικότητα προέρχονται από εγκληματικές πράξεις. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 της λεγόμενης Τέταρτης Οδηγίας για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος (Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2015), η οποία πρέπει να ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο των Μελών-Κρατών έως την 26η Ιουνίου 2017, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες υπάρχει ακόμη και αν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η προς νομιμοποίηση περιουσία διεξήχθησαν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή στο έδαφος τρίτης χώρας.
Από τα διάφορα βασικά αδικήματα, που τελέστηκαν σύμφωνα με τα Panama Papers και ενδιαφέρουν από πλευράς ξεπλύματος, αντιπροσωπευτικά πρέπει πρωτίστως να αναφερθεί η «βάση» κάθε λογής απόκρυψης χρημάτων, ήτοι η πλαστογραφία, η οποία αποτελεί βασικό αδίκημα του ξεπλύματος κατ’ άρθρον 261 παρ. 1 εδ. β΄ αρ. 4 περ. α΄ γερμΠΚ: Ως εννοήθη ανωτέρω, διάφορα πρόσωπα χρησιμοποιούνταν από την δικηγορική εταιρία Mossack-Fonseca ως εικονικοί Διευθυντές των ιδρυθεισών εταιριών γραμματοκιβωτίου, τα οποία υπέγραφαν λευκά έγγραφα και συμβόλαια. Οι υπηρεσίες ενός εικονικού Διευθυντή κοστίζει στην δικηγορική εταιρία Mossack-Fonseca ανά Διευθυντή και Εταιρία περίπου 150 δολάρια ετησίως και κατά κανόνα κάθε εταιρία που ιδρυόταν επανδρωνόταν με τρεις εικονικούς Διευθυντές. Σύμφωνα με τα Panama Papers μία Παναμέζα ήταν για το έτος 2012 Διευθύντρια 3.200 εταιριών γραμματοκιβωτίου και έφερε έτσι μέσα σε 12 μήνες κέρδος μισού εκατομμυρίου, ενώ η ίδια λάμβανε 500 δολάρια τον μήνα για τις υπηρεσίες της.
Μεταξύ των πελατών της δικηγορικής εταιρίας Mossack-Fonseca ήσαν επίσης εταιρίες και πρόσωπα, τα οποία ενεπλάκησαν ή/και υποστήριξαν την τέλεση εγκλημάτων πολέμου στη Λιβύη, Ζιμπάμπουε καθώς και τον πόλεμο στη Συρία, όπως έμπιστοι των Δικτατόρων Muammar al-Gaddafi, Robert Mugabe και ένας εξάδελφος του Σύριου Baschar al-Assad. Οι εν λόγω συμπεριφορές μπορούν να υπαχθούν σε ειδικές υποστάσεις της κατηγορίας βασικών αδικημάτων του ξεπλύματος κατ’ άρθρον 261 παρ. 1 εδ. β΄ αρ. 5 γερμΠΚ, ιδία δε στην χρηματοδότηση τρομοκρατίας (άρθρο 89c γερμΠΚ) καθώς και τη σύσταση εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων στην αλλοδαπή (άρθρο 129b σε συνδ. με τα άρθρα 129 και 129a γερμΠΚ).
Ιδιαίτερο πρακτικό ενδιαφέρον παρουσιάζει στη Γερμανία το επίκαιρο ερώτημα, κατά πόσον πρέπει η φοροδιαφυγή να αποτελεί βασικό αδίκημα ξεπλύματος, όταν δεν τελείται κατ’ επάγγελμα (έτσι κατ’ άρθρον 261 παρ. 1 εδ. β΄ αρ. 4 περ. β΄ γερμΠΚ). Τούτο δε διότι η Τέταρτη Οδηγία για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος ορίζει στο άρθρο 3 παρ. 4 περ. στ΄ ότι ως «εγκληματική δραστηριότητα» νοείται και κάθε είδους ανάμειξη στη διάπραξη «όλων των αδικημάτων, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με άμεσους και έμμεσους φόρους φορολογικών εγκλημάτων, όπως τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στην εθνική νομοθεσία των κρατών μελών, που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή ένταλμα προσωρινής κράτησης μέγιστης διάρκειας άνω του ενός έτους ή, όσον αφορά τα κράτη μέλη που έχουν ελάχιστο κατώτατο όριο για τα αδικήματα στην έννομη τάξη του, όλων των αδικημάτων που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή ένταλμα προσωρινής κράτησης ελάχιστης διάρκειας τουλάχιστον άνω των έξι μηνών». Επιχειρήματα έχουν διατυπωθεί και για τις δύο εκδοχές, η νομοθετική βούληση που θα ενσωματώσει την Οδηγία στο γερμανικό εθνικό δίκαιο θα δείξει προς τα πού έγειρε η ζυγαριά.
Όσον αφορά στο Whistleblowing, το οποίο κατά κανόνα συνιστά παραβίαση επιχειρηματικού απορρήτου και επαγγελματικής εχεμύθειας αλλά μπορεί να δικαιολογηθεί λόγω εξυπηρέτησης δημοσίου συμφέροντος, αρκεί να επισημανθεί εν προκειμένω το εξής: Το ζοφερό σκηνικό των Panama Papers επιβεβαιώνει με τον πλέον ηχηρό τρόπο την ανάγκη να ρυθμιστεί πλήρως και σαφώς ένα σύστημα ασφαλούς διοχέτευσης πληροφοριών, εσωτερικά και εξωτερικά, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο Τομέα, ιδία για πράξεις διαφθοράς και ανεξάρτητα από τα κίνητρα του πληροφοριοδότη-μάρτυρα. Προς ενίσχυση των λεγομένων παραθέτω τα εξής στατιστικά στοιχεία με μία τελευταία πρόταση: Σύμφωνα με έρευνα, ενώ μόνο το 5% των περιπτώσεων οικονομικής εγκληματικότητας έρχονται στο φως με τη μεσολάβηση της κρατικής δίωξης εγκλήματος, αυξάνεται το ποσοστό αυτό σε 47% όταν υπάρχουν εσωτερικές πληροφορίες.