Τα όσα καταγράφονται ενταύθα επιχειρούν να εξετάσουν ένα γενικότερο προβληματισμό που έχει διατυπωθεί με σημαντικές και αξιόλογες μελέτες στο ενδεχόμενο (που επουδενί αποκλείεται) διάσπασης της Ευρωζώνης με πρωτοβουλία της Γερμανίας. Ενδιαφέρον είναι να τονισθεί ότι ο «σκεπτικισμός» για τις πιθανότητες επιτυχίας της ΟΝΕ και του ευρώ ήταν και είναι εκτεταμένος και δεν εξαντλείται μόνο στους αγγλοσάξονες πολιτικούς, νομικούς, οικονομολόγους και εν γένει διανοούμενους.
Ο «σκεπτικισμός» αυτός λαμβάνει χώρα και στο «εσωτερικό» της Γερμανίας, με την «γερμανική κοινή γνώμη» να στηρίζει επαναφορά στο «γερμανικό μάρκο» που εγγίζει το ποσοστό του 24%!
Για την ιστορικότητα της υπόθεσης θα πρέπει κατ’ αρχάς να προϊδεαστεί ο αναγνώστης (γιατί αυτή η ιστορικότητα αφορά ευθέως και την ΟΝΕ!), ότι η νίκη της Πρωσίας κατά της Γαλλίας το έτος 1871 έδωσε στο Ότο Φον Βίσμαρκ την εξουσία να προωθήσει την πολιτική ενοποίηση δημιουργώντας το Γερμανικό Ράιχ. Τέσσερα χρόνια αργότερα η Preussisch Bank μετονομάστηκε σε Reichsbank, ενώ μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η προαναφερόμενη Reichsbank μετονομάστηκε σε Bundesbank.
Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι ήδη από τις αρχές δημιουργίας της (τότε) Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), η Bundesbank έγινε η κυρίαρχη Κεντρική Τράπεζα της (τότε) Δυτικής Ευρώπης και νυν της Ηπειρωτικής Ευρώπης. Είναι δε χαρακτηριστική η θέση του Ζακ Ντελόρ(1) ότι: «Δεν πιστεύουν όλοι οι Γερμανοί στο Θεό, πιστεύουν όμως όλοι στην Bundesbank (sic)».
Η «Γερμανική Νομισματική Ένωση» που προηγήθηκε με το «Ράιχ» στηριζόταν στην «πολιτική ενοποίηση» και ήταν το ιστορικό προηγούμενο που «θεωρητικώς» επιδιώχθηκε να ακολουθηθεί και για την ΟΝΕ. (Μακράν η προσέγγιση για Ηνωμένες Πολιτείες, όπως π.χ. οι ΗΠΑ, και η δημιουργία Ομοσπονδιακού Κράτους. Το «όραμα» αφορά Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία με «στοιχεία» κρατικής οντότητας.)
Το ανακόλουθο όμως για μια διαδικασία που αφορούσε και «πολιτική ενοποίηση» χωρίς Ομοσπονδιακό Κράτος είναι, ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ που υπογράφηκε επισήμως στις 7.2.1992, περιείχε «πρόβλεψη πολιτικής ενοποίησης» που ωστόσο δεν προτάχθηκε έναντι της ΟΝΕ. Η ΟΝΕ ολοκληρώθηκε με εξαιρετική ταχύτητα! Το προβλεπόμενο «τρίτο» στάδιο με έναρξη την 1.1.1999, που αφορούσε στην αμετάκλητη σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών, στην εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος και στην μεταφορά της ευθύνης για την ενιαία νομισματική πολιτική στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ήταν γεγονός που έλαβε χώρα χωρίς πολιτική ενοποίηση!
Στην παγκόσμια όμως ιστορία προϋποτίθεται Κράτος(2) που εκδίδει νόμισμα, όπου «το κυριαρχικό δικαίωμα εκάστου Κράτους να κόπτει ή να εκδίδει νόμισμα φέρεται ως jus cudendae manetae». Άλλωστε το δικαίωμα «του ορίζειν το νόμιμον χρήμα και του κόπτειν νομίσματα» θεωρείται κυριαρχικό δικαίωμα.
Το θεμελιώδες πρόβλημα του ευρώ είναι ότι είναι ένα νόμισμα χωρίς Κράτος. Η έλλειψη κρατικής οντότητας και η εισαγωγή του κοινού νομίσματος αφορούν «ιστορικό φαινόμενο» που θα δοκιμαστεί(3) στην πορεία του χρόνου.
Προκειμένου για την ΟΝΕ(4), η έλλειψη της προϋπόθεσης της πολιτικής ενοποίησης και σε κάθε περίπτωση η έλλειψη κρατικής οντότητας, καθιστά το εγχείρημα πρωτοφανές στην Παγκόσμια Ιστορία!
Πάντως, ανεξαρτήτως των προηγουμένων παρατηρήσεων το ζήτημα από μια άλλη (κατ’ αρχήν ανομολόγητη) σκοπιά, μας επιτρέπει και τα εξής:
Στο πλαίσιο μιας Νομισματικής Ένωσης προδήλως βέβαιον είναι ότι υπάρχουν υπαρκτά οφέλη. Από την άλλη όμως αναπόφευκτο είναι και τα κόστη ενός τέτοιου εγχειρήματος. Αυτά τα κόστη τείνουν να αυξάνονται αναλόγως προς την απόκλιση που υφίσταται ανάμεσα στα θεμελιώδη της οικονομίας των Κρατών-Μελών μιας τέτοιας Ένωσης.
Στα δεδομένα ειδικώς του ευρωσυστήματος, και ανεξαρτήτως των συνθηκών της ανισόμετρης «ανάπτυξης» των οικονομικών των Κρατών-Μελών, αυστηρώς κατά το μέρος που αφορά στη γερμανική οικονομία (που επιδρά αποφασιστικώς στις εξελίξεις), επισημειώνεται ότι ο γερμανικός τραπεζικός τομέας, είναι (παραδοσιακά) ένας από τους πιο μοχλευμένους(5)!
Αναντίρρητο όμως είναι ότι Τραπεζικά Ιδρύματα των οποίων η μόχλευση είναι υπερβολική, περιφέρει το όλο σύστημα σε απόκρημνη κατάσταση! Στη διαπίστωση αυτή αξιοσημείωτο είναι και το δεδομένο ότι τα πλεονάσματα των τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας που διοχετεύτηκαν μέσω των Τραπεζών της και των επενδυτών της στο εξωτερικό, αφορούσαν «ριψοκίνδυνες επενδύσεις». Παρά δε την αναδιάρθρωση των χρεών αυτών, η μόχλευση του τραπεζικού συστήματος της Γερμανίας θα επιδράσει αποφασιστικώς στην περαιτέρω πορεία του ευρωσυστήματος, είτε περιέλθουν στο χρηματοπιστωτικό της σύστημα οι καταθέσεις των ανασφαλών λόγω κουρέματος (hair cut) καταθετών (και ήδη «επενδυτών»!), είτε όχι. Μια τέτοια όμως εξέλιξη που θα κατευθύνει τις καταθέσεις των ανασφαλών «καταθετών-επενδυτών» στις γερμανικές τράπεζες, μπορεί να αυξήσει δραματικά τη μόχλευση και να δημιουργήσει τραπεζικό σύστημα «σοβαρώς πολλαπλάσιο» του Κρατικού ΑΕΠ της Γερμανίας. Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές, αξιοπρόσεχτα είναι και τα εξής:
Την περίοδο 2009-2011, οι Γερμανικές εξαγωγές στην Κίνα είχαν σχεδόν διπλασιαστεί και ισοδυναμούσαν με εκείνες της Γαλλίας. Τούτο σημαίνει ότι ο «γερμανικός παράγοντας» στρεφόμενος σε άλλες αγορές όπως της Κίνας, της Ινδίας και της Ρωσίας θα αδιαφορήσει (κατ’ αρχήν) για την παρατεταμένη ύφεση των χωρών του Νότου, με ότι αυτό συνεπάγεται!
Με τούτα τα δεδομένα σημαντικοί παράγοντες της Bundesbank, υποστηρίζουν ότι «η Γερμανία χρειάζεται περισσότερο τις χώρες BRICS από τις χώρες PIGS»(6). Η διαπίστωση δε αυτή απαντά ευθέως και στο «ερώτημα» πολλών: εάν απασχολεί ή όχι η ύφεση του Νότου την εξαγωγική πολιτική της Γερμανίας.
Το άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό “ΕΠΙΚΑΙΡΑ”