Από την αρχή της οικονομικής κρίσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντί να σκέπτεται άδει υπό την διεύθυνση της γερμανίδας μαέστρου με αποτέλεσμα να επιβάλλει σχεδόν τιμωρητικά μια ομοιόμορφη θεραπεία δημοσιονομικής λιτότητας που αφορούσε κατά κύριο λόγο τις υπερχρεωμένες χώρες της ζώνης του ευρώ. Η οικονομική κρίση υπαγόρευσε κανόνες πλοήγησης για να αποκατασταθεί η νομισματική σταθερότητα σε βάρος κάθε δημοκρατικής αξίας.
Ένας νέος κόσμος, μια άλλη εποχή κάνει την είσοδό της στην Ευρώπη. Οι πολιτικοί ηγέτες το βλέπουν και διαισθάνονται τις μεταβολές, αλλά δεν μπορούν να συνυπολογήσουν τις συνέπειες προτάσσοντας κυρίως την χρήση των ευρωπαϊκών θεσμών για την εξυπηρέτηση των στενών-εθνικών συμφερόντων. Στηριζόμενοι στην αρχή ενός γεωγραφικού ντετερμινισμού μοντεσκιανού τύπου, οι βόρειοι συναίνεσαν να βοηθήσουν τους νότιους με την προϋπόθεση να αλλάξουν εκ βάθρων την αμαρτωλή και τρυφηλή ζωή τους. Η κάθαρση, ο εξαγνισμός, η εξιλέωση και ο εξιλασμός απαιτούν τη θεμελίωση των καθαγιασμένων αρχών της λουθηρανής ηθικής του κ. Σόιμπλε, ήτοι την εγκαθίδρυση του λιτού, του ολιγαρκούς και της παστοριανής εγκράτειας ως άσκηση καθολικής πολιτικής για να μειωθεί το χρέος των κρατών μελών. Οι μεσόγειοι καλλιεργούν περισσότερο τη νοσταλγία επαναφοράς της πλήρους απασχόλησης με απροσδιόριστες αναφορές μιας ανάπτυξης που όλο έρχεται και ποτέ δεν φτάνει επειδή η οικονομία πάσχει από συνολική έλλειψη της ζήτησης. Φαίνεται όμως ότι οι πολιτικοί ηγέτες στην προκειμένη περίπτωση σκέφτονται ως οικονομολόγοι που γνωρίζουν τις τιμές των πραγμάτων αλλά αγνοούν την αξία τους και ιδιαίτερα την αξία της ενωμένης Ευρώπης.
Με την εκδήλωση της κρίσης και την ανάδειξη του προβλήματος των υπερχρεωμένων χωρών του νότου για το μέλλον του ευρώ, κρίθηκε αναγκαίο να αναλάβουν μέρος του βάρους των χρεών οι χώρες του βορρά χωρίς όμως να υφίσταται ο αναγκαίος μηχανισμός για να ελεγχθούν οι εταίροι τους. Με το σύμφωνο σταθερότητας για τον έλεγχο των ελλειμμάτων των προϋπολογισμών και της αταλάντευτες απαιτήσεις για ριζικές μεταρρυθμίσεις των εθνικών οικονομιών εκ μέρους της Ε.Κ.Τ., οι τεχνοκράτες της Ε.Ε. υπερέβησαν τα ήδη διαμορφωμένα όρια και αμφισβήτησαν πλέον την έννοια της εθνικής κυριαρχίας. Μισθοί, συντάξεις, κοινωνικά επιδόματα, φόροι, αγορά εργασίας, δαπάνες υγείας και παιδείας, δημόσιος τομέας, πληθυσμός δημοσίων υπαλλήλων, όλα τίθονται υπό διαπραγμάτευση και οφείλουν να τελούν υπό τον αυστηρό έλεγχο των τεχνοκρατών. Ό,τι αφορά την κοινωνική πολιτική, την κοινωνική δικαιοσύνη και το κράτος πρόνοιας δεν αποτελούν θέσφατα και πρέπει τουλάχιστον να ξανασυζητηθούν. Το κοινωνικό κράτος μοιάζει να αντιπροσωπεύει άσχημες εποχές και συνεπώς είναι αδήριτη η τιμωρία του για τις υπερβολές του παρελθόντος. Εν μέρει οι τεχνοκράτες αντιλαμβάνονται την επέμβασή τους ως μια ηθικοπλαστική παραίνεση, μια νουθεσία, σχεδόν μια κατήχηση του μη αμαρτωλού για να αποκατασταθεί μια νοικοκυρεμένη λειτουργία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Οι εσπευμένες και άρα αστόχαστες εξαναγκαστικές παρεμβάσεις δεν ήταν μόνο αναποτελεσματικές για το σύνολο των πολιτών αλλά κατ’ ουσίαν νομιμοποίησαν την λειτουργία μιας αυθαίρετης εξουσίας και συνεπώς αλλοίωσαν το δημοκρατικό κεκτημένο των ευρωπαϊκών θεσμών. Η διαμορφωμένη πεποίθηση είναι πλέον ότι η ιδέα της Ευρώπης πάσχει από δημοκρατικό έλλειμμα. Οι θεσμοί που αποφασίζουν δεν λογοδοτούν σε κανέναν όπως π.χ. συμβαίνει με τις εκλεγμένες κυβερνήσεις. Άλλοτε η Ε.Ε. προωθούσε και επέβλεπε την δημιουργία ενιαίας αγοράς υπαγορεύοντας τεχνικές και κανόνες. Τα κράτη-μέλη προσάρμοζαν τις υποδεικνυόμενες κατευθύνσεις και ασκούσαν τον έλεγχο. Η κοινοτική πολιτική εναρμονιζόταν με τα συμφέροντα των κρατών και πολλές φορές αποτελούσε και διακύβευμα στις εθνικές εκλογές. Με το ξέσπασμα της κρίσης, κάποια κράτη του βορρά, προεξάρχουσας της Γερμανίας, επιδίωξαν να μετατρέψουν την ευρωπαϊκή επιτροπή και ως ένα βαθμό το πέτυχαν, σε οργανισμό ανασυγκρότησης προβληματικών παραγωγικών μοντέλων των εθνικών οικονομιών. Η Ε.Ε. μοιάζει να λειτουργεί ως μια μορφή ενός ιδιότυπου ευρωπαϊκού νομισματικού ταμείου. Οι εθνικές πολιτικές καθίστανται πλέον κενού περιεχομένου και οι αντίστοιχες κυβερνήσεις περισσότερο εφαρμόζουν παρά διαμορφώνουν πολιτικές. Εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις δεν υπάρχουν.
Η διαδοχή των κυβερνήσεων σημαίνει απλά εναλλαγή προσώπων για την υλοποίηση της ίδιας και απαράλλαχτης πολιτικής. Ταυτόχρονα, η συγκεκριμένη διορθωτική λογική μοιάζει να θυματοποιεί κατά παράδοξο τρόπο τους λαούς του βορρά. Γιατί αντί να επιβραβεύει την αποτελεσματική τους παραγωγική δραστηριότητα και την ορθολογική καταναλωτική τους συμπεριφορά τους επέβαλε την υποχρέωση να αναλάβουν το βάρος της διάσωσης του νότου. Το αποτέλεσμα σε θεσμικό επίπεδο και όχι στο οικονομικό είναι το ίδιο. Δεν μπορούν να διαμορφώσουν κυρίαρχες πολιτικές και συνεπώς παραδίδουν ένα κομμάτι της κυριαρχίας τους.
Αν λοιπόν ως κυριαρχία ορίζεται η ικανότητα των λαών να αποφασίζουν καθοριστικά για το μέλλον τους τότε όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί αποποιήθηκαν μέρος της πολιτικής κυριαρχίας στο όνομα μιας χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που απαιτεί να προσδιορίσει και να ελέγξει το παραγωγικό μοντέλο. Με άλλα λόγια η εξάπλωση και η ανάπτυξη του καπιταλισμού της αγοράς και του ανέλεγκτου τραπεζικού κεφαλαίου προϋποθέτει την κυριαρχία. Την χρησιμοποίησε ως κρατική για να θεμελιωθεί και να αναπτυχθεί αλλά τώρα την περιορίζει για να αυξήσει την δύναμή του.
Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο ιδιοποιείται μέρος της κυριαρχίας και συναποφασίζει για να απελευθερωθεί από τις εθνικές κυριαρχίες. Η αγορά προϋποθέτει τις σχέσεις δύναμης στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας η Ευρώπη όμως πρέπει να ανοίξει τον δρόμο της ευρωπαϊκής ελευθερίας ως θεμέλιο για να συγκροτήσει μια πολιτική οντότητα, ένα res publica που θα θέσει την οικονομία κάτω από τις αξίες του ευρωπαϊκού κοσμοπολιτισμού. Όταν η θεσμική συγκρότηση του πολιτικού μορφώματος υποκύπτει στις απαιτήσεις των αγορών τότε σώζονται τα μεγέθη και η πολιτική διακυβέρνηση προσλαμβάνει κατευθυνόμενη ολιγαρχική μορφή αλλά χάνεται η αξία του ανθρώπου ως πολιτικά ελεύθερου όντως.