Η ΘΑΤΣΕΡΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ Η ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Μοίρασε το

Ο θάνατος της Μ. Θάτσερ προκάλεσε τις ίδιες ανάμεικτες αντιδράσεις που προξενούσε και η πολιτική της όταν κυβερνούσε. Το βέβαιον είναι ότι τόσο οι οπαδοί της όσο και οι εχθροί της την μισούν ή την θαυμάζουν για τα ίδια πράγματα. Μεταρρυθμιστική ή διαλυτική η πολιτική της ανέδειξε μια μορφή ιδιότυπης ιδεολογίας αναμεμειγμένη με μια αποφασιστική, σχεδόν αυταρχική, άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας που στιγμάτισε καθοριστικά όχι μόνο την εποχήτης αλλά έντονα σημάδια της ανιχνεύονται ακόμα και σήμερα.

Χαρισματική στο να γοητεύει το κοινό της, ικανή στην άτεγκτη υλοποίηση των αποφάσεών της, πιστή και αδιάλλακτη στην υπεράσπιση των ιδεών της και των επιλογών της, ήταν μια πραγματική ηγέτης που η ιδεολογική της κληρονομιά, ο θατσερισμός, επηρεάζει και σήμερα τις εφαρμοζόμενες πολιτικές.

Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 που η Μ. Θάτσερ ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας, η Μεγάλη Βρετανία ζούσε με την βοήθεια του Δ.Ν.Τ. Συχνές κοινωνικές αναστατώσεις εξ αιτίας των μεγάλων απεργιών των παντοδύναμων συνδικάτων του εθνικοποιημένου δημόσιου τομέα μετέτρεπαν τη χώρα σ’ ένα παραλυμένο και αδρανή οργανισμό.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο προσλαμβάνει συγκεκριμένο νόημα και σημασία ο θατσερισμός ως ιδεολογία ενός ιδιόμορφου αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού. Με την Θάτσερ το εθνικό κράτος υποκύπτει πλέον στις απαιτήσεις της οικονομικής ελευθερίας καταργώντας κάθε κανονιστικό πλαίσιο για τη λειτουργία των αγορών, ιδιαίτερα της αγοράς της εργασίας. Θεσμοθέτησε τη δραστική μείωση των κρατικών ελλειμμάτων και εφάρμοσε σκληρή αντιπληθωριστική πολιτική. Προώθησε αποφασιστικά τη γενικευμένη ιδιωτικοποίηση στο δημόσιο τομέα με ταυτόχρονη μείωση των κοινωνικών παροχών και των δημοσίων δαπανών.

Στην πραγματικότητα ο θατσερισμός προσπάθησε και ως ένα σημείο το πέτυχε, να μετατρέψει μια θεωρητική «επιστημονική» πρόταση σε συγκεκριμένο και εφαρμόσιμο πολιτικό πρόγραμμα που το περιεχόμενο του συμπυκνώνεται ως εξής: ο θατσερισμός είναι ένα πολιτικό πρόγραμμα μεθοδικής διάλυσης κάθε μορφής συλλογικότητας που αποτελεί εμπόδιο στη λογική της καθαρής αγοράς μιας και δεν υπάρχει κοινωνία παρά μόνο αγορά. Κύριος εχθρός του ήταν λοιπόν το κράτος πρόνοιας όπως αυτό είχε δομηθεί με την επίδραση του Κέυνς μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Η επιχειρηματολογία γνωστή και απλή: το κράτος-πρόνοιας σκοτώνει την ιδιωτική πρωτοβουλία και άρα επιβραδύνει τον ανταγωνισμό ως προϋπόθεση παραγωγής πλούτου. Επιδαψιλεύει μια μορφή ισότητας που κατ’ ουσίαν ακυρώνει κάθε ενεργητική προσπάθεια για δημιουργία πλούτου συντηρώντας ταυτόχρονα τους φτωχούς στο όνομα του αφηρημένου ανθρωπισμού. Γενικά, το κράτος στραγγαλίζει κάθε δημιουργική ατομική πρωτοβουλία ως θεμέλιο της αγοράς, ενώ η αγορά δεν ελέγχεται με καταναγκαστικές ρυθμίσεις αλλά ως θαύμα – αυτορυθμίζεται.

Ο θατσερισμός προσιδιάζει λοιπόν σ’ ένα φονταμενταλισμό που στηρίζεται σε μια υπέροχη πίστη, την free trade faith. Η συγκεκριμένη αντίληψη δεν αφορά μόνο τους χρηματιστές-τραπεζίτες και τους μεγάλους βιομηχάνους πολυεθνικών εταιριών, αλλά όλους εκείνους που έλκουν το συμφέροντους εξ αυτού για να υπάρξουν, όπως οι ανώτατοι λειτουργοί και οι πολιτικοί που ιεροποιούν την εξουσία των αγορών στο όνομα της οικονομικής αποτελεσματικότητας καταργώντας κάθε διοικητικό εμπόδιο για τη μεγιστοποίηση του ατομικού οφέλους. Η θατσερική ορθολογικότητα απαιτεί και επιβάλλει κεντρικές τράπεζες ανεξάρτητες που καθορίζουν σ’ όλα τα επίπεδα τις πολιτικές απασχόλησης.

Έτσι στον κόσμο της εργασίας βασιλεύει η απόλυτη ελαστικοποίηση και η γενικευμένη ανταγωνιστικότητα: ατομικές συμβάσεις εργασίας, συμβάσεις μερικής ή εποχικής απασχόλησης, ανάπτυξη και εκπαίδευση των πολλαπλών ικανοτήτων των απασχολούμενων, ατομική αύξηση μισθού και πρόσθετη παραχώρηση πριμ σε σχέση με την αξία της εξατομικευμένης εργασίας, άμεση υποστήριξη της ατομικής καριέρας και της προσωπικής στρατηγικής. Με άλλα λόγια,η θατσερική λογική αναδεικνύει έναν κόσμο των τεχνικών της ορθολογικής υποταγής, επιβάλλοντας την υπερεπένδυση της ατομικής εργασίας καθιστώντας ταυτόχρονα τις συνθήκες πραγμάτωσής της πάντα υπερεπείγοντες με αποτέλεσμα κάθε ιδέα συλλογικότητας και αλληλεγγύης αν δεν διαλύεται να εξασθενίζει επαρκώς.

Έχουμε λοιπόν την εγκαθίδρυση ενός δαρβινικού κόσμου του ακραίου ανταγωνισμού και του πολέμου όλων εναντίον όλων σε όλα τα οικονομικο-κοινωνικά επίπεδα. Ανασφάλεια, στρες, φόβος, οδύνη και δουλικότητα απειλούν την ανθρώπινη ύπαρξη εξ αιτίας της ασταθούς κατάστασης της εργασίας. Τα πυρηνικά θεμέλια τηςοικονομικής τάξης που στηρίζεται στην απόλυτη ατομική ελευθερία είναι η δομική βία της ανεργίας που ενέχει ως απειλή για όλους καταλήγοντας έτσι στο κυνισμό.

Ο θατσερισμός όμως δεν άνοιξε μόνο την πόρτα στον άκρατο οικονομικό ατομικισμό, προσδιόρισε καθοριστικά και άλλαξε την προβληματική της σοσιαλδημοκρατίας. Η βρετανική και ευρωπαϊκή αριστερά θα τρέξει πίσω από την σκιά της. Αδυνατώντας πλέον να διερευνήσει εναλλακτικούς τρόπους παραγωγής και αναδιανομής πλούτου καταπιάστηκε να προβεί σε επιδιορθωτικές ρυθμίσεις, εν είδη μαστορέματος του προϋπάρχοντος κτηρίου,για να εξανθρωπίσει τις προϋπάρχουσες και έντονες κοινωνικές ανισότητες. Ο τρίτος δρόμος του Γκίντενς και η πολιτική του εφαρμογή από τον Μπλερ είναι μια μορφή εξανθρωπισμένου νεοφιλελευθερισμού.

Ούτε μια στιγμή δεν αποπειράθηκαν να διερευνήσουν την επαναφορά του κράτους πρόνοιας. Αντίθετα, ο Τ. Μπλερ άφησε άθικτη την οικονομική πολιτική της Θάτσερ επιχειρώντας μόνο να μετριάσει μερικές από τις επιπτώσεις του θατσερισμού προτείνοντας ένα πλαίσιο – δίχτυ της ελάχιστης κοινωνικής προστασίας. Μετά τη Θάτσερ, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν αντιστάθηκε ούτε διερεύνησε τη δυνατότητα να δομήσει μια κοινωνική τάξη που δεν θα είχε ως πρόταγμα το ανταγωνιστικό ατομικό όφελος. Αποδεχόμενη τον οικονομικίστικο εξορθολογισμό της κοινωνίας δεν αναζητά πλέον συλλογικές μορφές προσανατολισμένη στην ορθολογικότητα στόχων συλλογικά επεξεργασμένων που θα προωθούν μια ιδέα κοινωνικής δικαιοσύνης που δεν θα εξοντώνει τον αδύναμο άνθρωπο και θα υπερασπίζεται το δημόσιο συμφέρον. Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας ως αποτέλεσμα της θατσερικής κληρονομιάς οφείλει να υπερβεί την μαθηματική γραφή και την λογιστική αντίληψη που ο σύγχρονος νεοφιλελευθερισμός παρουσιάζει ως την ύψιστη μορφή πραγμάτωσης του ανθρώπου. Ταυτόχρονα όμως οφείλει να διατηρήσει τις πολιτικές αρετές της σιδηράς κυρίας του 20ου αιώνα. Δηλαδή να αποκτήσει σαφείς αξίες, προτεραιότητες και στρατηγικές και όχι να διεκδικεί το ρόλο ενός κοινωνικά ευαίσθητου νεοφιλελευθερισμού.

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP

Download on the App Store

Μοίρασε το

του αρθρογράφου

ideas change society

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Αφήστε μια απάντηση

Σχόλια

Μπες στη συζήτηση

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου