Αιφνίδια στροφή στο «σήριαλ κίλερ» της Συρίας έκανε ο Τζον Κέρι λέγοντας ότι αν ο Άσαντ παρέδιδε τα χημικά του τότε δεν θα υπήρχε θέμα επίθεσης εναντίον του. Η ιδέα του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ μετατράπηκε αστραπιαία σε πρόταση του Ρώσου ΥΠΕΞ Λαβρόφ και έγινε ασμένως αποδεκτή από τον ίδιο τον Άσαντ, σύμφωνα με το πρακτορείο Ρώυτερ.
Το αίνιγμα του αιφνιδιασμού έλυσε ο ίδιος ο πρόεδρος Ομπάμα λέγοντας ότι είχε ήδη συζητήσει το θέμα με τον Πούτιν στη συνάντηση των G20 αλλά και πριν από τη συνάντηση στην Αγία Πετρούπολη.
Εκεί όπου ο Πούτιν πέρασε μπροστά από τον Ομπάμα χωρίς να του δώσει το χέρι δίνοντας την εντύπωση ρήξης. Αποδείχθηκε για μια ακόμα φορά ότι η εξωτερική πολιτική είναι συχνά μαγική εικόνα, απατηλή. Αυτό που εμφανίστηκε ως ιδέα Κέρι δεν ήταν παρά το πρώτο δημόσιο βήμα μιας προσέγγισης που είχε ήδη επιτευχθεί στο παρασκήνιο στο τρίγωνο Ουάσιγκτον-Μόσχα-Δαμασκός. Τα προσχήματα τηρήθηκαν, οι αξιοπρέπειες σώθηκαν, όλοι οι μετέχοντες μπορούσαν να συνεχίσουν ατσαλάκωτο
Εννοείται ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει. Τα συμφέροντα από ένα πόλεμο στη Συρία εξακολουθούν να υπάρχουν. Είναι άγνωστο ως πιο σημείο έχουν προχωρήσει οι διαπραγματεύσεις, πόσες λεπτομέρειες, πόσα επόμενα βήματα έχουν συμφωνηθεί. Αφού, όμως, οι σχετικές επαφές είχαν αρχίσει πριν από τη Σύνοδο των G20 η τελική συμφωνία είναι η πιο πιθανή κατάληξη. Οι φοβέρες και οι συγκεντρώσεις στόλων στην περιοχή χρησίμευσαν ως απειλές για εκατέρωθεν υποχωρήσεις στην ουσία και στη διαδικασία. Απειλές με αποτέλεσμα. Η λογική του πολέμου οδηγεί στη λογική της ειρήνης. Υπόδειγμα διαπραγμάτευσης για όλους. Ιδίως για τους καθ’ ημάς φίλους της ειρήνης. Ειδικά η Αριστερά, οι φιλοευρωπαίοι αλλά και οι ανυπόμονοι «ακραιφνείς», οφείλουν να το θυμούνται όλο αυτό το σκηνικό αν ή όταν ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση και κληθεί να αντιμετωπίσει… όσα θα αντιμετωπίσει.
Το θεμέλιο για την ειρηνική κατάληξη (αν τελικά η κατάληξη είναι ειρηνική) είναι η αντίδραση της Κοινής Γνώμης, ιδίως και πρωτίστως στην ίδια την Αμερική.
Γερουσιαστές και βουλευτές και των δυο κομμάτων δήλωναν στην τηλεόραση ότι δεν συνάντησαν έστω ένα ψηφοφόρο τους υπέρ του πολέμου. Ακόμα και αν ο Άσαντ είχε ρίξει τα χημικά. Αντίδραση ακαθοδήγητη, μαζική, «άφωνη», χωρίς τεράστιες συγκεντρώσεις. Ένα σιωπηρό αλλά αποτελεσματικό συλλογικό ένστικτο του «όχι». Στη βάση του ασφαλώς οι συνεχείς ήττες, το αδιέξοδο που ζουν οι Αμερικανοί μετά από τόσες αποτυχημένες επεμβάσεις. Αλλά και η φτώχεια, τα συσσίτια που τρέφουν πλέον εκατομμύρια αμερικανούς ενώ οι τηλεοράσεις σιωπούν. Και τα συνεχή ψέματα της αμερικανικής ηγεσίας με κορυφαίο τα «όπλα μαζικής καταστροφής του Σαντάμ». Όλα αυτά δεν είναι λόγος πανηγυρισμού, δεν γύρισε αποφασιστικά κάποια σελίδα στις ΗΠΑ. Απλώς μπήκαν κάποια όρια στον «ετσιθελισμό» της αμερικανικής κυβερνώσας ελίτ. Αν το κατάλαβαν.
Η Γαλλία βγαίνει ζημιωμένη από αυτή την υπόθεση. Όχι επειδή συντάχθηκε με τους Αμερικανούς. Αλλά επειδή το έκανε χωρίς τη γνωστή «φινέτσα» και διορατικότητα που έκανε τους Γάλλους να ξεχωρίζουν στην εξωτερική πολιτική. Ίσως οφείλεται στο ότι ο Πρόεδρος είναι απλώς ανόητος. Ωστόσο, έστω κι έτσι, η Γαλλία επέλεξε στρατόπεδο: υπέρ των ΗΠΑ, εναντίον της Γερμανίας. Το έδειξε αδέξια, αλλά ήταν σαφές. Το Βερολίνο θα πρέπει να είδε να ανασυγκροτείται η γνωστή δυτική συμμαχία εναντίον του, έστω στα σπάργανα. Η Αθήνα θα αναζητήσει περιθώρια να το αξιοποιήσει;
Η Τουρκία επίσης στους χαμένους. Ο Ερντογάν «πόνταρε» σε λάθος χαρτί, στον πόλεμο. Αν τελικά κερδίσει η ειρήνη είναι ο μεγάλος χαμένος. Γκρέμισε όλη την πολιτική του «κανένα πρόβλημα με τους γείτονες». Τσακώθηκε με το Ισραήλ. Έχει δυσαρεστήσει τις ΗΠΑ. Πόσα λάθη μπορεί να κάνει ακόμα; Πόσο χρόνο διαθέτει; Ωστόσο η Τουρκία παραμένει χρήσιμη για τις ΗΠΑ με ή χωρίς τον Ερντογάν.
Το πρόβλημα της Μ. Ανατολής δεν λύθηκε, δεν τελείωσε. Θα είναι συνεχώς επίκαιρο για πολλά χρόνια ακόμα, ίσως δεκαετίες. Οι διεθνείς ανταγωνισμοί παραμένουν. Η Ελλάδα πέρασε ξυστά από μύριους κινδύνους, δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα περισσότερο από το να δείξει και πάλι την απεριόριστη προθυμία της προσφέρει τις υπηρεσίες της πριν καν της ζητηθούν. Αφιλοκερδώς, όπως συνηθίζει η εκάστοτε κυβερνώσα ομάδα προκειμένου να διασώσει τα κεκτημένα. Λίγο το ‘χεις;