Βράδυ Πέμπτης, 25 Μαρτίου 2010. Οι εντός και εκτός συνόρων οικονομολόγοι, τραπεζίτες, χρηματιστές έχουν ριχθεί με πυρετώδεις ρυθμούς στην μελέτη των δεδομένων τα οποία διαμόρφωσαν για την Ελλάδα κατ’ αρχήν αλλά και την Ευρώπη ευρύτερα, οι αποφάσεις των ηγετών της ΕΕ, αναφορικά με το μηχανισμό «στήριξης» της ελληνικής οικονομίας. Αναλύσεις επί αναλύσεων άρχισαν ήδη να γίνονται, σε πρώτη φάση και σε ό,τι μας αφορά, ως προς τις αμέσως επόμενες κινήσεις αναζήτησης πιστωτών με συμφερότερες προσφορές επιτοκίων στα δάνεια που θα (μας) προσφέρουν. Παραλλήλως δε, σχετικά με τη στιγμή που θα κριθεί κατάλληλη (βάσει της προαναφερθείσας ευρω-συμφωνίας) για προσφυγή της Ελλάδας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, προκειμένου να εξασφαλίσει (και) από αυτό, μερική κάλυψη των δανειακών αναγκών της.
Η δήλωση του πρωθυπουργού, αμέσως μετά τη Συμφωνία, αλλά και ο σχολιασμός των εξελίξεων από πλευράς κυβερνητικών παραγόντων που μετέχουν στην αποστολή, είχαν σαφή επικοινωνιακό στόχο: Να μεταδώσουν το στοιχείο της «ανακούφισης» και της ελπίδας ότι τα πράγματα πλέον θα πάνε καλύτερα για την ελληνική οικονομία.
Λοιπόν, οι επόμενες κινήσεις του οικονομικού επιτελείου θα καταδείξουν πόσο πραγματικά «καλή» ήταν η συμφωνία για την Ελλάδα, και σε ποιό βαθμό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «υποστηρικτική» της Αθήνας.
Εκείνο το οποίο, ωστόσο, πρέπει προσεκτικά να μελετηθεί απ’ όλους και, κυρίως, από την ελληνική πλευρά, είναι το πολιτικό περιβάλλον που διαμορφώνεται και από αυτή την οικονομικού χαρακτήρα ευρωπαϊκή «συμφωνία». Και τα πρώτα πολιτικά συμπεράσματα από τη διαμόρφωση αυτού του νέου περιβάλλοντος, κάθε άλλο παρά καλά και ενθαρρυντικά για το παρόν και το αμέσως προσεχές μέλλον της Ευρώπης είναι…
Το στοιχείο της εμπλοκής του εξωευρωπαϊκού ΔΝΤ στο σχέδιο επίλυσης εσωτερικών της Ευρωζώνης υποθέσεων από μόνο του, δείχνει μια ακόμα «ήττα» αυτού που ονομάζεται ευρωπαϊκή οικογένεια. Δεν είναι η μεγαλύτερη, βεβαίως, ήττα. Ούτε και η μοναδική. Φαίνεται, ωστόσο, πως δεν θα είναι και η τελευταία.
Εχοντας γνώση, προφανώς, αυτής της εξέλιξης, από την ώρα κιόλας που αυτή άρχισε να κυοφορείται πίσω από τις κλειστές πόρτες των μυστικών συζητήσεων Γαλλίας – Γερμανίας, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έσπευδε να χαρακτηρίσει ως «πολύ κακό» το ενδεχόμενο εμπλοκής του ΔΝΤ στην υπόθεση. Δεν τον άκουσαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες…
Ετσι, λοιπόν, η 25η Μαρτίου 2010 ήρθε να αποτελέσει για την ΕΕ μια νέα αφετηρία με εντονότερη την εμπλοκή στα εσωτερικά ης κυρίως των ΗΠΑ – στο έδαφος των οποίων βρίσκεται η έδρα του ΔΝΤ. Ηρθε, με άλλα λόγια, να σηματοδοτήσει μια ακόμα σοβαρή ευρωπαϊκή αδυναμία, αυτή τη φορά σε οικονομικό επίπεδο.
Είχε προηγηθεί η μεγαλύτερης σπουδαιότητας και διατηρήσιμη έως και σήμερα «ομολογία» της ΕΕ ότι είναι ανίκανη (ή … μη διαθέσιμη) να αναλάβει ως μέγας πολιτικός Οργανισμός την ασφάλειά της. Για λόγους που πολλές φορές έχουν αναλυθεί επαρκώς, η ΕΕ έχει από την πρώτη στιγμή εναποθέσει την υπόθεση της στρατιωτικής άμυνάς της στο ΝΑΤΟ, όπου κυρίαρχος είναι ο ρόλος των Ηνωμέμνων Πολιτειών.
Πέραν των αμυντικών της υποθέσεων, η ΕΕ φάνηκε αρκετές φορές και σε σοβαρές – σοβαρότατες υποθέσεις, επίσης να πορεύεται με ένα τεράστιο έλλειμμα ως προς την εξωτερική της πολιτική – τη διπλωματία της. Αρκεί να θυμηθούμε τα «αντανακλαστικά» της, ή και την ισχύ των παρεμβάσεών της στον πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας – χώρα που γεωγραφικά ήταν «μέσα στο σπίτι της Ευρώπης», το ρόλο της ΕΕ στους Πολέμους του Κόλπου (Ιράκ, Αφγανιστάν), τη στάση της έναντι των αμερικανικών – ΝΑΤΟϊκών σχεδίων για τη δημιουργία «αντιπυραυλικής ασπίδας» επί ευρωπαϊκού εδάφους. Ως προς τα δικά μας δε, αρκεί να σημειώσουμε το με πόση έλλειψη ισχύος και κύρους η Ευρωπαϊκή μας «οικογένεια» αντιμετωπίζει την εχθρική προς την Ελλάδα Αγκυρα, τόσο στο Αιγαίο (και μέσω της FRONTEX) όσο και στην Κύπρο.
Βλέποντας τώρα, λοιπόν, το «παζλ» των σοβαρών αδυναμιών της Ενωμένης (;) Ευρώπης να συμπληρώνεται και με το περί την Οικονομία κομμάτι, είναι προφανές και εύλογο για όλους ότι θα πρέπει να επανεξετάσουν σε βάθος τη στρατηγική τους αναφορικά με την ΕΕ. Ουδείς, βεβαίως, κάνει λόγο για μια διαδικασία επανεξέτασης στην προοπτική της αποδέσμευσης – αποχώρησης από την Ενωση. Ωστόσο, θα πρέπει με νηφαλιότητα να ξαναδούμε πολλές από τις αντιλήψεις μας εκείνες που μέχρι σήμερα έβρισκαν «ζεστασιά» και αποπροσανατολιστική «θαλπωρή» κάτω από τη στέγη που φέρει τον τίτλο «Είμαστε ασφαλείς και μόνο που φέρουμε την ιδιότητα του μέλους της ΕΕ».
Αναμφισβήτητα η συμμετοχή μας στην Ενωση και, ασφαλώς, στην Ευρωζώνη, έχει σημαντικά οφέλη για τη χώρα μας. Είναι ανάγκη, όμως, και μάλιστα επείγουσα, να σταματήσουμε να θεωρούμε την ΕΕ «πανάκεια». Να σπάσουμε τον «αυτοεγκλωβισμό» μας σε έναν χώρο που αποδεικνύεται πολύ λιγότερο ασφαλής απ’ όσο νομίζαμε και νομίζουμε. Και θέτοντας τις βάσεις μιας νέας αρχής στο εσωτερικό, για δρομολόγηση μεγάλων αλλαγών στόχος των οποίων θα είναι η ισχυροποίηση της ελληνικής κοινωνίας, να ανοίξουμε τάχιστα τη βεντάλια των δυνατοτήτων που μας προσφέρει η παγκόσμια κοινότητα! Η Μόσχα, το Αμπού Ντάμπι, το Πεκίνο, ακόμα – ακόμα και η Ουάσιγκτον, έχουν πολλά, πάρα πολλά να μας «πουν» σε ένα τέτοιο πολυεπίπεδο οικοδόμημα ευκαιριών.