“ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ”
Αναμφισβήτητα, το “άνοιγμα” στην κοινωνία πιστώνεται στον Δημήτρη Αβραμόπουλου, ο οποίος πρώτος την πρότεινε, για να την αξιοποιήσει προς όφελός του ο Αντώνης Σαμαράς που διείδε έγκαιρα το “παράθυρο ευκαιρίας” και να επικρατήσει άνετα σε μια μάχη που αρχικά φαινόταν χαμένη. Έγινε έτσι σαφές ότι οι συζητήσεις επί της διαδικασίας εκλογής, ούτε τυχαίες ήταν, ούτε άνευ πολιτικής ουσίας. Αντιθέτως, ήταν ο “καταλύτης” που άλλαξε τα δεδομένα.
Η Ντόρα Μπακογιάννη γνώριζε ότι το “παιχνίδι” σε μεγαλύτερο γήπεδο δεν την ευνοεί. Όμως, δεν μπορούσε να αρνηθεί την πρόκληση, όταν την αντιμετώπισε. Το πρόβλημα της ήταν πως ούτε η ίδια, ούτε οι επιτελείς της προέβλεψαν ότι η διαδικασία θα μπορούσε να αλλάξει. Ούτε καν ως ενδεχόμενο δεν το είχε υπολογίσει, ώστε να έχει προετοιμασμένο ένα “εναλλακτικό σενάριο”. Η στρατηγική της ήταν προσανατολισμένη στο να επηρεάσει και να εξασφαλίσει τη στήριξη του αρχικού, κλειστού εκλεκτορικού σώματος. Στο τέλος βρέθηκε να την υποστηρίζουν βουλευτές, αλλά όχι οι ψηφοφόροι τους…
Η ΠΡΟΙΚΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ
Απόρροια αυτής της στρατηγικής ήταν η ταύτιση της με τον Κώστα Καραμανλή. Το αρχικό εκλεκτορικό σώμα ήταν ως επί το πλείστον Καραμανλικό. Η Ντόρα Μπακογιάννη δεν είχε άλλη επιλογή παρά να επενδύσει στην κομματική νομιμοφροσύνη για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Όλα τα χρόνια στήριζε ηχηρά τις προεδρικές αποφάσεις, προσπαθώντας να διαψεύδει όσους την υποψιάζονταν για υπόγειες προσπάθειες υπονόμευσης – ως απότοκη λειτουργία της οικογενειακής και πολιτικής προέλευσης… Ως υπουργός Εξωτερικών μάλιστα είχε σημαντικό λόγο στις κρίσιμες κυβερνητικές αποφάσεις. Μάλιστα, ήταν τόσο μεγάλη η συμμετοχή σε αυτές, που όταν χρειάστηκε να πείσει για το αντίθετο δεν τα κατάφερε.
Έτσι, έγινε εύκολος στόχος των αντιπάλων της, που την κατηγόρησαν πως μαζί με τον Γιώργο Σουφλιά έπεισαν τον Κώστα Καραμανλή να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές, τις οποίες θα έχανε με μαθηματική ακρίβεια. Μάταια, η Ντόρα Μπακογιάννη προσπαθούσε να εξηγήσει πως ήταν προσωπική απόφαση του Κώστα Καραμανλή. Ακόμα χειρότερα, στη συνείδηση του κόσμου της ΝΔ δημιουργήθηκε η πεποίθηση πως οι πρόωρες εκλογές έγιναν “για να πάρει η Ντόρα το κόμμα”. Και πράγματι η Ντόρα θα μπορούσε να πάρει το κόμμα, εφαρμόζοντας τη στρατηγική της αν δεν ήταν τόση μεγάλη η συντριβή της ΝΔ την 4η Οκτωβρίου.
Εκεί, φάνηκε πως το άστρο του Κώστα Καραμανλή είχε σβήσει οριστικά στη συνείδηση των Νεοδημοκρατών, οι οποίοι αναζητούσαν, πράγματι, κάτι το καινούργιο και το διαφορετικό. Η Ντόρα Μπακογιάννη θεώρησε πως αν εξασφάλιζε την “καραμανλική προίκα” είχε εξασφαλισμένη και τη νίκη. Πράγματι, η “προίκα” της δόθηκε. Πλην όμως, “προίκα” δεν υπήρχε. Την είχε ξοδέψει ολόκληρη ο Κώστας Καραμανλής…
ΧΩΡΙΣ ΝΑΦΘΑΛΙΝΗ ΚΑΙ ΣΚΟΡΟ
Χωρίς “προίκα” και χωρίς τη φρεσκάδα του “καινούργιου” και το “διαφορετικού”, η Ντόρα ήταν καταδικασμένη να ηττηθεί, από ένα Σαμαρά που επί χρόνια “κρατούσε δυνάμεις” αποφεύγοντας να εκτίθεται σε λάθη και παραλείψεις. Ο Μεσσήνιος πολιτικός κατάφερε να μπει στο “παιχνίδι” και την κυβέρνηση, χωρίς όμως να ταυτιστεί με την καραμανλική διακυβέρνηση. Έπαιρνε τις απαραίτητες αποστάσεις, χωρίς παράλληλα να εμφανίζεται ως αμφισβητίας.
Κέρδισε το κομματικό ακροατήριο όταν διαφώνησε με τις πρόωρες εκλογές, πετυχαίνοντας παράλληλα να στοχοποιήσει τη Ντόρα Μπακογιάννη που (υποτίθεται) επηρέασε τον Καραμανλή να τις προκηρύξει. Από κει πέρα, πετυχαίνοντας να μεταφέρει το “παιχνίδι” σε άλλο γήπεδο, όχι μόνο κέρδισε εχέγγυα δημοκρατικότητας – έναντι των “μηχανισμών” – αλλά έφερε το παιχνίδι στα ίσα, αφαιρώντας το αρχικό πλεονέκτημα της αντιπάλου.
Εκεί το παιχνίδι κρίθηκε. Ο Αντώνης Σαμαράς ήταν άφθαρτος, ξεκούραστος και ώριμος πια πολιτικά για να διεκδικήσει την ηγεσία. Η παρουσία του δεν μύριζε ναφθαλίνη, ούτε είχε τίποτα απ’ το σκόρο που σιγότρωγε όλα αυτά τα χρόνια τη ΝΔ. Εύκολα “πούλησε” ελπίδα σε ένα κόσμο κουρασμένο και απογοητευμένο. Το σημαντικότερο όμως είναι πως δίνει “ελπίδα” για μια αντιπολίτευση ουσιαστική και εποικοδομητική που θα αναγκάσει το ΠΑΣΟΚ να γίνει καλύτερο. Διότι, όπως θα φανεί πολύ σύντομα, ο Γιώργος Παπανδρέου δεν θα παίζει μόνος του χωρίς αντίπαλο. Κι αυτό είναι ό,τι πιο ελπιδοφόρο για τη χώρα στη συγκεκριμένη, κρίσιμη συγκυρία.