Περιέργως πως οι δηλώσεις του Όλι Ρεν ερμηνεύτηκαν ως παραίνεση για μείωση των μισθών του ιδιωτικού τομέα. Όμως, ο Επίτροπος δεν είπε κάτι τέτοιο. Είπε το λογικό. Πλην όμως είναι γνωστό, ότι όσοι πλέον εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα, όχι μόνο είναι παραγωγικοί, αλλά είναι υπερπαραγωγικοί. Όχι μόνο δουλεύουν τα λεφτά που βγάζουν, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις “βάζουν πλάτη” για να κρατήσουν ζωντανή την επιχείρηση στην οποία εργάζονται, αποδεχόμενοι καθυστερήσεις πληρωμών. Χώρια που όπως δήλωσε πρόσφατα κι ο πρόεδρος του ΣΕΒ, στον ιδιωτικό τομέα έχουν γίνει τελευταία χιλιάδες απολύσεις κι όχι υπεράριθμων.
Είναι λοιπόν σαφές ότι αν η κατάσταση αυτή συνεχιστεί, οι επιχειρήσεις απλά δεν θα παράγουν, ούτε σε ποσότητα, ούτε σε ποιότητα. Είτε διότι δεν θα έχουν το απαραίτητο προσωπικό για να βγάζει τη δουλειά, είτε γιατί αυτό που θα έχουν θα είναι ανειδίκευτο – εξ’ ου και χαμηλά αμειβόμενο. Είναι σαφές ότι με τον τρόπο αυτό οι επιχειρήσεις – όσες θα απομείνουν ζωντανές – δεν θα είναι ανταγωνιστικές. Και χωρίς ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, η μάχη της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας θα χαθεί. Και μαζί θα χαθεί και η δυνατότητα της χώρας να εκπληρώσει τις δανειακές της υποχρεώσεις.
Το παραπάνω αυτονόητο το κατανοούν οι δανειστές μας. Για αυτό και ο Τόμσεν είπε ό,τι είπε. Θα πρόσθετε κανείς ότι αντιθέτως, είναι ανάγκη να ενισχυθεί ο ιδιωτικός τομέας. Οι επιχειρηματίες οφείλουν να καταλάβουν ότι χωρίς αξιόλογα και καλά αμειβόμενα στελέχη, οι επιχειρήσεις τους δεν έχουν μέλλον. Ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος, από τη στιγμή που οι ελληνικές επιχειρήσεις θα σταματήσουν να ζητούν να κάνουν δουλειές με το κράτος και θα απευθυνθούν στη διεθνή αγορά. Και από την πλευρά τους, οι δανειστές μας οφείλουν να κατανοήσουν – όχι πως δεν το κατανοούν – πως κάποιοι τελοσπάντων σε αυτή τη χώρα πρέπει να εργαστούν και να παράξουν. Και το κυριότερο να στηρίξουν πολιτικά τις επικείμενες “σκληρές” αποφάσεις της παρούσας ή της επόμενης κυβέρνησης.