Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Γιώργος Παπανδρέου τυγχάνει ενθουσιώδους υποδοχής στην Τουρκία. Ούτε είναι η πρώτη φορά που Έλληνας Πρωθυπουργός μεταβαίνει στη γειτονική χώρα και στο εσωτερικό δεν του αποδίδουν προθέσεις ανεπίτρεπτων συμβιβασμών.
Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται συζήτηση για την ύπαρξη πετρελαίου στο Αιγαίου. Είναι κοντά σαράντα χρόνια που έχει προκύψει το σχετικό ζήτημα, προκαλώντας δυο κρίσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις που έφεραν τις δυο χώρες στα πρόθυρα της πολεμικής σύγκρουσης.
Έτσι, και σήμερα η συζήτηση επανέρχεται. Και επανέρχεται φυσιολογικά, όχι μόνο λόγω των ερευνών που εντόπισαν ποσότητες υδρογονανθράκων στο βυθό του Αιγαίου, αλλά και γιατί οι δυο πλευρές υποχρεούνται να συνομιλούν έως ότου συμφωνήσουν στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας – το ένα και μοναδικό ελληνοτουρκικό ζήτημα που αναγνωρίζει η ελληνική πλευρά.
Διότι αν δεν συνομιλήσουν, το ζήτημα, ως υπαρκτό πρόβλημα, παίρνει άλλη μορφή. Η έλλειψη συνεννόησης και κατανόησης δημιουργεί εύλογα προβλήματα επικοινωνίας που τη σειρά τους αφήνουν περιθώρια εντάσεων και παρεξηγήσεων με απρόβλεπτες επιπτώσεις.
Το 1999 ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Ισμαήλ Τζεμ, ως υπουργοί Εξωτερικών, επιχείρησαν και πέτυχαν να αποκαταστήσουν την επικοινωνία μεταξύ των δυο χωρών προς απογοήτευση όσων, ένθεν κακείθεν, επένδυαν (ουσιαστικά και μεταφορικά) στην ελληνοτουρκική ένταση. Έκτοτε πολλαπλασιάστηκαν τα σενάρια συνωμοσίας και μαζί τους κι οι μομφές εθνικής μειοδοσίας στους εκάστοτε χειριστές.
Παρ’ όλα αυτά, το νερό μπήκε στο αυλάκι. Με εξαίρεση ελάχιστες δυσάρεστες περιπτώσεις, το κλίμα στις σχέσεις των δυο χωρών βελτιώθηκε σημαντικά και ουδεμία κρίση ανάλογη με του Μάρτη του 87 και των Ιμίων προκλήθηκε.
Οι μετριοπαθείς φωνές και στις δυο πλευρές του Αιγαίου – απόρροια της βαθιάς γνώσης του αντικειμένου – επικράτησαν με αποτέλεσμα να περιοριστεί η ένταση των παρεμβάσεων του ξένου παράγοντα στις υποθέσεις των δυο χωρών.
Εδώ βρίσκεται και το κλειδί της μακροχρόνιας ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Με βάση το Διεθνές Δίκαιο, η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και των συναφών προβλημάτων που δημιουργεί, προκύπτει είτε με συμβιβαστική διμερή συμφωνία, είτε με παραπομπή σε διεθνή δικαστική επίλυση. Στη δεύτερη περίπτωση, πέραν της σύνταξης συνυποσχετικού που εκ των πραγμάτων προϋποθέτει συμφωνία των δυο πλευρών και κύρωση της απ’ τα εθνικά κοινοβούλια, υπάρχει ανοικτό το ενδεχόμενο παρέμβασης τρίτων χωρών στο στάδιο της εκδίκασης, την ίδια στιγμή που ελλοχεύει ο κίνδυνος μονομερούς αμφισβήτησης της δικαστικής απόφασης στην πράξη.
Συνεπώς, το ερώτημα είναι αν Ελλάδα και Τουρκία χρειάζονται τρίτους για να επιλύσουν τα μεταξύ τους ζητήματα ή μπορούν μόνοι και απερίσπαστοι να ορίσουν το κοινό τους μέλλον;