του ΘΑΝΑΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Για πολλούς η αξία του κοινωνικού κεφαλαίου εξηγεί τη δημιουργία όρων και προϋποθέσεων οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας. Έτσι, οι κοινωνίες διακρίνονται σε αυτές με «χαμηλή» και σε αυτές με «υψηλή» εμπιστοσύνη, ανάμεσα δηλαδή σε εκείνες που διαθέτουν σημαντικό απόθεμα κοινωνικού κεφαλαίου και σε όσες εμφανίζονται ελλιπείς.
Υπό αυτή την έννοια, η εμπιστοσύνη σε θεσμούς, δομές, διοίκηση επιτρέπει την ανάπτυξη μίας ορθολογικής συμπεριφοράς που διευκολύνει αφενός τις συναλλαγές και αφετέρου επιτρέπει την προσέγγιση του δημόσιου χώρου με εργαλεία που ξεφεύγουν από την παράδοση του κρατισμού. Ως τέτοια νοείται και η κοινωνία των πολιτών.
Η Ελλάδα πολύ δύσκολα εντάσσεται είτε στη μία, είτε στην άλλη προσέγγιση. Η μακρά παράδοση κρατισμού, οι συνδικαλιστικοί φορείς, ακόμα και οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν ταυτίζονται με κατάκτηση συλλογικών προνομίων οριζόντια κατανεμημένων. Ως συνέπεια των παραπάνω μπορεί να θεωρηθεί η αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες αλλά και ο συνεχώς μειούμενος δείκτης εμπιστοσύνης σε όσα χτίσαμε στην Τρίτη Δημοκρατία μας.
Αν υπάρχει μία βεβαιότητα, αυτή είναι η αγωνία των Ελλήνων. Οι πολίτες αγωνιούν. Όχι μόνο για την έκταση των μέτρων, αλλά και για την απόδοσή τους με κυρίαρχο αίτημα την ανάπτυξη.«Θα ‘ρθει η ανάπτυξη»; «Πότε θα έχουμε ανάπτυξη», ρωτούν. Την ίδια ώρα, σύσσωμη η αντιπολίτευση εξαντλεί την ρητορική της ζητώντας «ανάπτυξη εδώ και τώρα». Λες και η ανάπτυξη είναι νομοτελειακή, ασύνδετη από τις επιλογές, από τον τρόπο οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας, από το παραγωγικό μοντέλο. Λες και η ανάπτυξη σήμερα μπορεί να είναι ακόμη το αποτέλεσμα επιχορήγησης και το άλλοθι κατανάλωσης.
Οι πολίτες κατανοούνται. Η καθημερινή βιοπάλη, σε πολλές περιπτώσεις για πραγματική επιβίωση, ο χρόνιος εναγκαλισμός με μικροσυστήματα κάθε είδους συμφερόντων, η πίεση του στεγαστικού δανείου και η αγωνία για το τι θα απογίνει το παιδί με το πτυχίο στο χέρι, δικαιολογούν τα ερωτήματα. Και τη δυσπιστία. Και την αναζήτηση λύσεων εδώ και τώρα.
Οι πολιτικοί όμως; Οι συνδικαλιστές; Οι οργανωμένες ομάδες συμφερόντων; Πόσο δικαιολογούνται να επιμένουν σ’ ένα χρεωκοπημένο μοντέλο ανάπτυξης, που πέρα από τους οικονομικούς όρους αντανακλούν και ένα παρωχημένο τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς;
Ο εγκλωβισμός μεγάλης μερίδας των παραπάνω στην ανάγνωση του σήμερα με χθεσινούς όρους, δημιουργεί ένα προβληματικό σχήμα. Από τη μια, δεν επιτρέπει μία καθαρή εξέταση των αιτιών που οδήγησαν σε χρεωκοπία όχι την οικονομία αλλά τον τρόπο οργάνωσης και το αξιακό σύστημα της κοινωνίας μας. Και καθαρή εξέταση, σημαίνει ανάληψη ευθυνών που δεν θα εξαντλούνται σε τακτικισμούς ανάλογα με το ποιος μπαίνει κάθε φορά στο κάδρο. Σημαίνει ανασχηματισμό θεσμών, φορέων και αντιλήψεων, ικανών να εκφράζουν τις σημερινές συλλογικές μας ανάγκες. Από την άλλη, καθυστερεί την τροχοδρόμηση μίας διαδικασίας για την μετάβαση της χώρας στη νέα εποχή.
Την ώρα που τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής αλλάζουν, που οι πολίτες διαφοροποιούνται από επιλογές και πρακτικές του παρελθόντος, οι θεσμοί και οι εκπρόσωποί τους αρνούνται να εξελιχθούν εξίσου. Όσο, όμως, οι κοινωνικές ανάγκες θα βγαίνουν πιο προωθημένες και πιο απαιτητικές, τόσο το χάσμα θα μεγαλώνει. Γιατί οι πολίτες επιθυμούν θεσμούς που θα τους εκφράζουν, ζητούν εκπροσώπους που θα υπηρετούν τα συλλογικά τους συμφέροντα.
Αυτή η νέα ισορροπία είναι μεγάλο στοίχημα. Και, ταυτόχρονα, συνθήκη και προϋπόθεση για την πολυπόθητη ανάπτυξη. Το κυρίαρχο οικονομικό και κοινωνικό πρότυπο πρέπει να είναι συμβατό με τους θεσμούς που το αντιπροσωπεύουν. Όσο αυτές οι γραμμές δεν τέμνονται, τόσο θα ορίζουμε την ανάπτυξη με κουκίδα στο ημερολόγιο, χάνοντας την πραγματική ευκαιρία της (μετα)νεωτερικής εποχής μας: να δούμε την ανάπτυξη ως αποτέλεσμα και όχι ως προϋπόθεση. Να δούμε τις αλλαγές στο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον ως αλλαγές σε κυρίαρχες αντιλήψεις και ως οριοθέτηση ενός νέου θεσμικού πλαισίου. Ικανού, πια, να αυξήσει την αποτελεσματικότητα, την ανταγωνιστικότητα και την ευημερία όλων μας.