Το δεύτερο ερώτημα είναι αν μπορεί κάτι να γίνει, ώστε να αλλάξει το κλίμα. Κι εδώ οι απόψεις διίστανται. Για παράδειγμα θα ισχυριζόταν κάποιος πως το κακό κλίμα προκαλείται απ’ το ΜΜΕ. Προφανώς, πρόκειται για υπεραπλούστευση. Ποτέ τα ΜΜΕ δεν καλλιεργούν ασκόπως και αναιτίως ένα κλίμα, ασχέτως αν τείνουν να υπερβάλλουν για κάτι ήδη υπαρκτό. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τις χρυσές μέρες του ελληνικού χρηματιστηρίου. Ήταν τότε που η Ελλάδα κάλπαζε με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, υπήρχε ένα κλίμα γενικευμένης ευφορίας, την οποία τα ΜΜΕ πυροδοτούσαν περισσότερο. Σήμερα πράττουν το αντίθετο.
Σε κάθε περίπτωση προαπαιτούμενο είναι η ύπαρξη του ανάλογου υπόβαθρου. Ουδείς αμφισβητεί σήμερα πως η κατάσταση είναι δυσχερής. Η χώρα για να γλιτώσει την χρεοκοπία αναγκάστηκε να δεχθεί απεχθείς όρους δανεισμού στο σημείο που ένα στα τέσσερα ευρώ των συνολικών κρατικών δαπανών να αφορά σε τόκους. Ουδείς αμφισβητεί ότι εισπρακτικός μηχανισμός του κράτους είναι ανεπαρκής για να υλοποιήσει το φιλόδοξο σχέδιο σταθεροποίησης που θα γλιτώσει τη χώρα απ’ τα “δεινά” των προηγούμενων ετών. Ουδείς αμφισβητεί πως η αγορά έχει στεγνώσει.
Το περίεργο είναι πως ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η κυβέρνηση τροφοδοτεί διαρκώς τα ΜΜΕ με πληροφορίες για νέα εισπρακτικά μέτρα, για νέους φόρους, που αναπόφευκτα τρομοκρατούν πολίτες κι επιχειρήσεις. Κι ως γνωστό σε κλίμα πανικού, αβεβαιότητας και σύγχυσης, όλοι ανεξαιρέτως τηρούν αμυντική στάση. Κάπως έτσι, η αγορά στεγνώνει. Όλοι φυλάγονται. Κι όλοι μαζί βουλιάζουν μέρα με τη μέρα.
Αυτή είναι πραγματικότητα χωρίς να αποδίδεται ποσοστό (συν)υπευθυνότητας για ό,τι συμβαίνει. Αλλά όλοι για τους δικούς τους λόγους έχουν συμβάλει στη δημιουργία του κακού κλίματος στην οικονομία που μας ταλανίζει τόσο καιρό.