Προφανώς, οι περιστάσεις τού επέβαλαν να αναθεωρήσει. Όσο κι αν τα ΜΜΕ απέφευγαν να δώσουν έμφαση στην εκλογική αναμέτρηση της 7ης Νοεμβρίου, όσο κι αν το ΠΑΣΟΚ επεδίωκε να προσδώσει σε αυτήν αποκλειστικά αυτοδιοικητικά χαρακτηριστικά, τελικά ο φόβος μεγάλης αποχής και οι τάσεις αποσυσπείρωσης των οπαδών του, ανάγκασαν τον πρωθυπουργό να αποδεχθεί τις εισηγήσεις ορισμένων συνεργατών του που του υπέδειξαν το δρόμο της πολιτικής αναμέτρησης.
Ουδείς είναι σε θέση να προβλέψει τις επιπτώσεις μιας τέτοιας επιλογής. Είναι όμως σε θέση ο καθένας να παραδεχθεί πως πρόκειται για επιλογή υψηλού πολιτικού ρίσκου. Τι θα συμβεί για παράδειγμα αν πράγματι το εκλογικό αποτέλεσμα σηματοδοτεί εμφανώς την καταψήφιση της κυβερνητικής πολιτικής; Τι θα συμβεί αν το εκλογικό αποτέλεσμα παρουσιάσει αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών; Τι θα συμβεί αν το εκλογικό αποτέλεσμα επιτρέψει στη ΝΔ να υποστηρίξει βάσιμα, την επομένη των εκλογών, πως η κυβέρνηση έχει απολέσει την πολιτική της νομιμοποίηση;
Σε μια τέτοια περίπτωση, βάση των όσων υποστήριξε ο Πρωθυπουργός στη Διακαναλική Συνέντευξή του, την απάντηση θα τη δώσει ο κυρίαρχος λαός. Με απλά λόγια, η κυβέρνηση θα προχωρήσει στη διενέργεια πρόωρων βουλευτικών εκλογών. Ευθύς αμέσως η ΝΔ μίλησε για εκβιασμό. Αλλά δε νομιμοποιείται να το κάνει. Ήταν η ΝΔ που έθεσε το πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης που τελικώς ο Πρωθυπουργός αποδέχθηκε. Συνεπώς, θα έπρεπε να είχε προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο ο Γιώργος Παπανδρέου να το αποδεχθεί. Με απλά λόγια, θα έπρεπε να είχε αποσαφηνίσει αν πράγματι είναι έτοιμη να προσφύγει σε πρόωρες κάλπες.
Προφανώς, τέτοιες σκέψεις γίνονται στα κομματικά επιτελεία. Πλην όμως δεν δρουν και αντιδρούν στη λογική τού “βλέποντας και κάνοντας”, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Διότι οι πιθανότητες ενός απρόοπτου εκλογικού αποτελέσματος είναι περιορισμένες. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα πρόκειται για αποτέλεσμα πολλών αναγνώσεων, όπου κανείς δεν θα είναι κερδισμένος και κανείς χαμένος. Συνεπώς, πολλή κουβέντα για το τίποτα.