Το θέμα των ελληνικών διεκδικήσεων κατά της Γερμανίας από την περίοδο της ναζιστικής κατοχής της Ελλάδας κατά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, αν και τέθηκε από την ελληνική πλευρά επίσημα και ανεπίσημα, αμέσως μετά την γερμανική ενοποίηση αρχές της δεκαετίας του 90, έχει αναχθεί τα τελευταία χρόνια σε μείζον θέμα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας, αλλά δυστυχώς, ως μη όφειλε, και με σημαντικές προεκτάσεις στην εσωτερική πολιτική σκηνή ή για να το πούμε πιο απλά αποτελεί μείζον ζήτημα στο εξωτερικό γιατί «πουλάει» στο εσωτερικό. Ήδη από τον πρώτο καιρό που τέθηκε ως ζήτημα με διαστάσεις διεθνούς δικαίου, κυρίως ελληνογερμανικής διακρατικής διαφοράς αλλά και δικαστικής διένεξης μεταξύ των θυμάτων των ναζιστικών εγκλημάτων με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ως διάδοχο του Γερμανικού Ράιχ, υποστηρίχθηκαν ακρότητες και από τις δύο πλευρές με σκοπό να συσκοτισθεί η αλήθεια. Σκοπός της παρούσης μελέτης είναι να καταδείξει την αλήθεια κατά τρόπο το δυνατόν απροκατάληπτο, ούτως ώστε να γνωρίζει ο κόσμος τι πραγματικά, πώς και εάν μπορούμε να διεκδικήσουμε. Να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Οι ελληνικές διεκδικήσεις κατά της Γερμανίας, οι οποίες αδόκιμα αποκαλούνται πολλές φορές συλλήβδην ως «γερμανικές επανορθώσεις» ή «αποζημιώσεις» αφορούν κατά βάση δύο επιμέρους θεματικές. Α) Η πρώτη είναι το ζήτημα της διεθνούς ευθύνης της σύγχρονης Γερμανίας για τις παραβιάσεις Διεθνούς Δικαίου που διέπραξε το Γερμανικό Ράιχ, οι οποίες συνίσταντο στην κατοχή καθεαυτή της ελληνικής επικράτειας από τα ναζιστικά στρατεύματα και σε εγκλήματα πολέμου και κατά της ανθρωπότητας που διεπράχθησαν από τα στρατεύματα αυτά κατά Ελλήνων πολιτών. Β) Η δεύτερη αφορά την οφειλή της σύγχρονης Γερμανίας από το λεγόμενο αναγκαστικό κατοχικό δάνειο, που υποχρεώθηκε να συνάψει η χώρα μας με το Τρίτο Ράιχ.
Το πρώτο ζήτημα αποτελείται από τα ακόλουθα επιμέρους νομικά ζητήματα: α) Το θέμα του τρόπου της επανόρθωσης, β) του νομικά υποστατού της υποχρέωσης επανόρθωσης από την Γερμανία με ενδεχόμενη αποζημίωση της Ελλάδας, γ) του νομικά βασίμου ατομικής αξίωσης των θυμάτων πολέμου ή των καθολικών διαδόχων τους για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση κατά του Γερμανικού κράτους και δ) της δικαστικής επιδίωξης τέτοιων ενδεχόμενων αξιώσεων ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, το οποίο αφορά το λεγόμενο ζήτημα της δικαστικής ετεροδικίας της Γερμανίας.
Όσον αφορά τον τρόπο επανόρθωσης, αυτός γίνεται κατόπιν συμφωνίας των μερών ή με απόφαση διεθνούς δικαστηρίου ή διεθνούς διαιτησίας και μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους κατά το Διεθνές Δίκαιο ανάλογα και με την βαρύτητα της προσβολής, ακόμη και με την απλή έκφραση συγγνώμης από αξιωματούχο που κατά το Διεθνές Δίκαιο μπορεί να δεσμεύει το κράτος, κυρίως τον Αρχηγό του Κράτους ή τον Πρωθυπουργό του αδικοπραγήσαντος κράτους προς τον ομόλογό του τού κράτους – θύματος της παραβίασης. Σε περιπτώσεις, όμως, παραβιάσεων του Διεθνούς Δικαίου του πολέμου ή Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, όπως πλέον λέγεται, είναι συνήθης στις διεθνείς σχέσεις η επανόρθωση με την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης. Έτσι παρά το γεγονός ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει εκφράσει κατ’ επανάληψη την συγγνώμη της για τις παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου, που έλαβαν χώρα κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής και κυρίως για τα εγκλήματα πολέμου και κατά της ανθρωπότητας, τελευταία δε, με τον πιο επίσημο τρόπο από τον Ομοσπονδιακό Πρόεδρο Joachim Gauk κατά την κοινή επίσκεψη με τον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια το 2014 στους Λιγκιάδες, χωρίο στην Ήπειρο, που αποτέλεσε τόπο ολοκαυτώματος κατά την γερμανική κατοχή, αυτό δεν αρκεί στην ελληνική πλευρά και ούτε βέβαια η ελληνική πλευρά είναι υποχρεωμένη να αρκεσθεί σε αυτό τον τρόπο επανόρθωσης. Κατά συνέπεια η ελληνική πλευρά θέτει και συνεχίζει να θέτει ζήτημα επανόρθωσης και (ή κυρίως) μέσω αποζημίωσης.
Το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων μέσω αποζημίωσης είναι πιο πολύπλοκο. Ρυθμίζεται καταρχήν από την Συνθήκη του Λονδίνου του 1953 για τα εξωτερικά χρέη της Γερμανίας, η οποία, όμως, παραπέμπει την οριστική διευθέτηση του θέματος σε συνθήκη ειρήνης που θα υπέγραφε η ενωμένη Γερμανία με τα κράτη δικαιούχους. Ναι μεν η Συνθήκη 2 + 4, που υπογράφηκε μεταξύ των δύο μεταπολεμικών γερμανικών κρατών και των 4 νικητριών δυνάμεων, ΗΠΑ, Γαλλίας, Ηνωμένου Βασιλείου και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης έχει στοιχεία μίας τέτοια συνθήκης, θεωρείται εξαιρετικά αμφίβολο, όμως, εάν συνιστά συνθήκη ειρήνης υπό την έννοια της Συνθήκης του Λονδίνου, τουλάχιστον για τα κράτη που δεν συμμετείχαν στην Συνθήκη 2 + 4, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, δεδομένου ότι η Συνθήκη αυτή προβλέπει ρητά παραίτηση των 4 νικητριών δυνάμεων από οποιεσδήποτε αξιώσεις πολεμικών επανορθώσεων κατά της ενιαίας Γερμανίας. Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών του 1969 είναι ανεπίτρεπτη σύμβαση εις βάρος τρίτου, χωρίς την αποδοχή του τελευταίου. Συνεπεία τούτου, αυτό που υποστηρίζεται στην Ελλάδα, ενίοτε και από νομικούς ή σε μεμονωμένες αποφάσεις δικαστηρίων, ότι το θέμα ρυθμίζεται από την Συνθήκη 2 + 4, είναι όχι μόνο νομικά άτοπο αλλά και εθνικά επιζήμιο. Κατά συνέπεια το θέμα των ενδεχόμενων επανορθώσεων της ΟΔ Γερμανίας προς άλλα κράτη, πέραν των τεσσάρων, πρέπει να ρυθμισθεί με συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Γερμανίας και των κρατών αυτών. Η δε διμερής συνθήκη του 1960 μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και της ΟΔ Γερμανίας, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται ενίοτε η γερμανική πλευρά αλλά και ορισμένοι εγχώριοι «καλοθελητές», που επιδιώκουν να σπιλώσουν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, επ’ ουδενί μπορεί να θεωρηθεί ως συνθήκη ειρήνης υπό την έννοια της Συνθήκης του Λονδίνου, η οποία είχε περιορισμένο αντικείμενο (αποζημίωση θυμάτων που υπέστησαν διώξεις από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς, κυρίως Έλληνες Ισραηλίτες, κατά τα πρότυπα του γερμανικού Ομοσπονδιακού νόμου περί αποζημιώσεων των θυμάτων του εθνικοσοσιαλισμού), ενώ ρητά αποκλείει την παραίτηση της Ελλάδας από ενδεχόμενη μελλοντική διεκδίκηση. Τα παραπάνω έχει δεχθεί στην απόφασή του τού έτους 2005 για τις αγωγές των θυμάτων του ολοκαυτώματος του Διστόμου το Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof), παραδοχή την οποία δυστυχώς αποσιωπά όχι μόνο η γερμανική αλλά και η ελληνική πλευρά. Όσον αφορά το επιχείρημα που ενίοτε ακούγεται από την γερμανική πλευρά ότι η Γερμανία εκπλήρωσε δήθεν την υποχρέωσή της για επανόρθωση μέσω των συμβολών της στην χρηματοδότηση της Ελλάδας σε ΝΑΤΟ και ΕΟΚ (ήδη ΕΕ), αποτελεί νομική αστειότητα.
Το ζήτημα των ατομικών δικαστικών αξιώσεων των θυμάτων πολέμου κατά του κράτους θύτη, εν προκειμένω της Γερμανίας, αν και συζητείται τα τελευταία χρόνια διεθνώς, έχει οδηγήσει σε αντίθετα με τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Αυτό προκύπτει τόσο από την νομολογία και την πρακτική επιμέρους κρατών όσο και από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο στην υπόθεση του 2007, Λεχουρίτου κατά Γερμανίας, και κυρίως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Στρασβούργου στην υπόθεση Σφουντούρης κλπ κατά Γερμανίας του 2011, που αφορούσε ακριβώς την προσφυγή θυμάτων του Διστόμου κατά της Γερμανίας για την καταβολή αποζημιώσεων, που έκλεισαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο αρνητικά το θέμα των ατομικών δικαστικών διεκδικήσεων για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας για την περίοδο του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου.
Τέλος, το ζήτημα της κρατικής ετεροδικίας έχει επίσης κλείσει με την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης στην υπόθεση Γερμανία κατά Ιταλίας (παρέμβαση Ελλάδας) του 2012, όπου έκρινε ότι δεν συντρέχει λόγος άρσης της ετεροδικίας ακόμη και για πράξεις που συνιστούν εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Με το σκεπτικό της απόφασης αυτής συντάχθηκε εν συνεχεία και το ΕΔΔΑ στην απόφαση Jones κατά Ηνωμένου Βασιλείου του 2014. Όσον αφορά την εκτέλεση της αμετάκλητης, κατόπιν της απόφασης του Αρείου Πάγου, απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου της Λειβαδιάς, που δικαιώνει τα θύματα του Διστόμου, απαιτείται κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) η άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία από το 2001, όταν και ετέθη πρακτικά το θέμα, δεν έχει δοθεί από κανέναν Υπουργό Δικαιοσύνης, συμπεριλαμβανομένου και του Υπουργού της σημερινής Κυβέρνησης, παρά τις ηχηρές διακηρύξεις του κυβερνώντος κόμματος όταν ήταν Αντιπολίτευση, ότι θα ήταν μία από τις πρώτες ενέργειες στην οποία θα προέβαινε ως Κυβέρνηση. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι η σημερινή Κυβέρνηση είχε την δυνατότητα να εισηγηθεί στην Βουλή την κατάργηση της σχετικής διάταξης του ΚΠολΔ με την ψήφιση του νέου Κώδικα τον περασμένο χρόνο, αλλά αρκέστηκε στην διατήρησή της. Πέραν τούτου, ακόμη κι αν εδίδετο η σχετική άδεια, από τις σκέψεις του ΕΔΔΑ στην απόφαση Καλογεροπούλου κλπ κατά Ελλάδας και Γερμανίας του 2002, με την οποία απορρίφθηκε άλλη προσφυγή Ελλήνων θυμάτων του ολοκαυτώματος του Διστόμου, μπορεί κάποιος εύκολα να συναγάγει ότι μία τέτοια εκτέλεση θα μπορούσε να καταπέσει στο Δικαστήριο του Στρασβούργου εάν η υπόθεση ήθελε να αχθεί ενώπιόν του.
Από τα παραπάνω προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα: i) Η ελληνική πλευρά απαιτεί από την ΟΔ Γερμανίας, ως καθολική διάδοχο του Γερμανικού Ράιχ, επανόρθωση με αποζημίωση για τις παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου που τελέστηκαν στην ελληνική επικράτεια κατά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. ii) Η αξίωση αυτή παραμένει νομικά άθικτη και υπαρκτή. iii) Αποτελεί, όμως, διακρατική αξίωση και δεν μπορεί κατά το Διεθνές Δίκαιο να ασκηθεί από φυσικά πρόσωπα, θύματα των παραβιάσεων, ούτε κατ’ επίκληση του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου ούτε του Διεθνούς Δικαίου Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. iv) Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να εγερθεί κατά του γερμανικού κράτους ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων λόγω του προνομίου της ετεροδικίας που απολαμβάνει κατά το Διεθνές Δίκαιο το τελευταίο. v) Ενδεχόμενη εκτέλεση της αμετάκλητης απόφασης του Πρωτοδικείου της Λειβαδιάς, πέραν του ότι θα διαταράξει σφόδρα τις διακρατικές σχέσεις, μπορεί να καταπέσει ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων ή του ΕΔΔΑ.
Το θέμα του αναγκαστικού δανείου φαίνεται νομικά πιο απλό. Ακόμη και στην Γερμανία υπάρχουν φωνές σε επιστημονικό επίπεδο που τάσσονται υπέρ του νομικά βασίμου μίας τέτοιας αξίωσης εκ μέρους της Ελλάδας. Αποτελεί ένα καθαρά διμερές θέμα, το οποίο δεν εξαρτάται, νομικά τουλάχιστον, από το θέμα των πολεμικών επανορθώσεων.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν την νομική διάσταση του πολύπλοκου αυτού ζητήματος. Πέραν της νομικής, υπάρχει, όμως, και η πολιτική διάσταση, η οποία τελικά πολλές φορές στην διεθνή πραγματικότητα είναι αυτή που υπερισχύει. Η πολιτική διάσταση έχει τις εξής πτυχές: Το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων σε βάρος της Γερμανίας, σε αντίθεση με ό,τι εντελώς ανεύθυνα και αποπροσανατολιστικά λέγεται στην χώρα μας περί δήθεν ικανοποίησης όλων των χωρών πλην ημών, δεν έχει θέσει καν μέχρι τώρα καμία χώρα. Όπως προαναφέρθηκε οι μεν 4 νικήτριες δυνάμεις παραιτήθηκαν ρητά με την Συνθήκη 2 + 4, άλλες χώρες (π.χ. πρώην Τσεχοσλοβακία και τα διάδοχα σχήματα που προέκυψαν από την διχοτόμησή της, Τσεχία και Σλοβακία, Πολωνία), που επίσης υπέστησαν τα δεινά της ναζιστικής κατοχής, έχουν προβεί αμέσως μετά την γερμανική ενοποίηση σε κινήσεις συμφιλίωσης με την ενοποιημένη Γερμανία. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που θέτει ακόμη τέτοιο ζήτημα. Αυτό και μόνο θα πρέπει καταρχάς να μας προβληματίσει εάν είναι πολιτικά σώφρον να συνεχίσουμε να το θέτουμε και μάλιστα με τον τρόπο που το θέτουμε. Εάν απαντήσουμε θετικά σε αυτό το ερώτημα υπό την οπτική του δικαίου και της ηθικής, που είναι μαζί μας, θα πρέπει να αναρωτηθούμε πόσο ρεαλιστικό είναι να επιβάλλουμε τις απόψεις μας στην Γερμανία; Ακόμη ηχούν στα αυτιά μας οι βαρύγδουπες δηλώσεις του σημερινού Πρωθυπουργού και του τότε Υπουργού Οικονομικών Γ. Βαρουφάκη στις αρχές του 2015 ότι «δεν υπάρχει μία στο εκατομμύριο περίπτωση να μην υποχωρήσει η Μέρκελ στις αξιώσεις μας κατά την διαπραγμάτευση για το κούρεμα του χρέους και την επίλυση του ελληνικού προβλήματος χρέους». Το αποτέλεσμα αυτών των δηλώσεων και της «υπερήφανης διαπραγμάτευσης» με την βαρουφάκειας έμπνευσης δημιουργική ασάφεια και την θεωρία των παιγνίων ήταν η υπογραφή τον Ιούλιο του 2016 ενός δυσβάσταχτου 3ου μνημονίου με ιδιαίτερα επαχθή μέτρα. Πέραν δε τούτου, όταν περιμένουμε πολλά από την γερμανική πλευρά για την διευθέτηση του ελληνικού προβλήματος, είναι διπλωματικά σώφρον να πιέζουμε την άλλη πλευρά για ένα θέμα που της προκαλεί αφόρητη δυσθυμία και η οποία αρνείται κατηγορηματικά ότι υφίσταται νομικά και πολιτικά; Το αυτό ισχύει δυστυχώς και για το θέμα του αναγκαστικού δανείου, όπου οι θέσεις μας είναι ακόμη πιο ισχυρές, τόσο νομικά όσο και ηθικά.
Κατά συνέπεια τι δέον γενέσθαι; Μία λύση είναι η «μη λύση». Να αφήνουμε το ζήτημα να «σέρνεται» στο διηνεκές, όπως και τις διαφορές μας με την Τουρκία και την ΠΓΔΜ, και από καιρού εις καιρόν και ανάλογα με τις περιστάσεις να δηλητηριάζονται οι διμερείς μας σχέσεις με την Γερμανία με πολύ κόστος και ουδέν όφελος κατά την βιβλική ρήση ότι «ουδέν ωφελεί αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται».
Από την άλλη οποιαδήποτε απόφαση που θα έδινε μία λύση στο ζήτημα των ελληνικών διεκδικήσεων κατά της Γερμανίας αναγκαστικά δεν θα ανταποκρίνεται εν πολλοίς στις ελληνικές θέσεις. Αυτό οφείλεται τόσο στο γεγονός ότι δεν έχουμε κανένα έρεισμα που θα συνηγορούσε υπέρ των δικαίων μας, τουναντίον υπάρχουν φωνές από εταίρους και φίλους μας, μεταξύ των οποίων και στην σταθερή και μακροχρόνια φίλη και σύμμαχο Γαλλία, που μας παρακινούν να τελειώνουμε με ένα θέμα που πάει πίσω 70 χρόνια και να κοιτάξουμε το παρόν και το μέλλον• όσο και στο ότι η διαπραγματευτική μας θέση ακριβώς λόγω της κακής δημοσιονομικής μας κατάστασης και του κινδύνου εξόδου από την ευρωζώνη είναι εξαιρετικά ασθενής. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χώρα μας εδώ και ένα χρόνο είναι δέσμια της αξιολόγησης των δανειστών της και τίποτε δεν μπορεί να γίνει εάν δεν κλείσει η αξιολόγηση θετικά. Πού άραγε να βρει την δύναμη να συγκρουστεί με την Γερμανία, έναν από τους κυριότερους παράγοντες των δανειστών; Κι αν την έχει, γιατί μέχρι τώρα και με αριστερή Κυβέρνηση δεν το έχει πράξει;
Μία πραγματική λύση θα ήταν η παραπομπή του θέματος στο Διαιτητικό Δικαστήριο που προβλέπει η Συνθήκη του Λονδίνου του 1953. Μία τέτοια ενέργεια, η οποία είναι σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο, θέλει μεγάλη πολιτική περίσκεψη που αφορά τις διακρατικές σχέσεις και τον ρόλο της Γερμανίας στην επίλυση του προβλήματος χρέους της Ελλάδας. Η χώρα μας δεν το έπραξε αυτό πριν 10 ή 15 χρόνια, όταν βρισκόταν σε σαφώς καλλίτερη δημοσιονομική κατάσταση και αντίστοιχα διαπραγματευτική θέση, θα το πράξει τώρα που βρίσκεται στα όρια της χρεωκοπίας και περιμένει από τους δανειστές της τα δανεικά της κάθε υποδόσης για να επιβιώσει; Η σύνδεση του ζητήματος των διεκδικήσεων με την αναδιάρθρωση του χρέους, θέματα καταρχήν άσχετα μεταξύ τους, που παρασκηνιακά, παρά τις περί του αντιθέτου εξαγγελίες του, φαίνεται να επιδιώκει ο σημερινός Πρωθυπουργός, δεν είναι καταρχήν μία κακή λύση. Μία άλλη λύση, που θα μπορούσε να τρέξει παράλληλα προς την προηγούμενη θα ήταν η ίδρυση ενός διακρατικού Ιδρύματος Συμφιλίωσης μεταξύ των δύο λαών ή ενός παρεμφερούς Ταμείου, που θα χορηγούσε υποτροφίες σε παιδιά απογόνους των θυμάτων των εγκλημάτων πολέμου ή και σε άλλους Έλληνες νέους με γερμανική επιχορήγηση ή θα δημιουργούσε υποδομές στις περιοχές που αποτέλεσαν τόποι μαζικών εκτελέσεων Ελλήνων. Μία τέτοια ιδέα, που θα συνέβαλε τα μάλλα στην συμφιλίωση των δύο λαών, βρίσκει ευήκοα ώτα και σε μέλη του Γερμανικού Κοινοβουλίου.
Τέτοιες λύσεις, όμως, προϋποθέτουν σοβαρότητα, υπευθυνότητα, διακριτικότητα, ψύχραιμη αντιμετώπιση των πραγμάτων και ρεαλισμό, μακριά από συναισθηματισμούς και ακρότητες, στοιχεία που φαίνεται ότι αυτή η Κυβέρνηση δεν διαθέτει. Η αναγωγή του ζητήματος αυτού με κραυγές σε μείζον ζήτημα εξωτερικής πολιτικής για εσωτερική κατανάλωση, για να χαϊδεύονται τα αυτιά όσων θέλουν να ακούν μεγαλοστομίες και να θωπεύονται οι ευσεβείς πόθοι άλλων, όσο δίκαιοι κι αν είναι, δεν βοηθά στην αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος. Το κυριότερο δε, είναι ότι πρέπει να απαλλαγούμε από τις φαντασιώσεις μας, ότι δήθεν όλες οι άλλες χώρες αποζημιώθηκαν από τους Γερμανούς εκτός από εμάς, ότι μας κυνηγάει η οικουμένη και δεν μας αφήνει να διεκδικήσουμε τα ιερά και τα όσιά μας, ότι θα δικαιωθούμε άνευ ετέρου στα Δικαστήρια εάν προσφύγουμε σε αυτά και ότι εάν τελικά τα τελευταία δεν μας δικαιώσουν να μετατρέπουμε την ήττα σε δήθεν «νίκη» κ.ο.κ. Πρέπει κάποτε ως λαός, επιστήμη και πολιτικό σύστημα να κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα και να προσαρμοσθούμε σε αυτήν και όχι να κυνηγάμε χίμαιρες, όταν δε, δεν τις πετυχαίνουμε να ρίχνουμε τα βάρη στους ξένους. Μπορεί μία τέτοια αντιμετώπιση του ζητήματος να μην αρέσει στα θύματα των ναζιστικών εγκλημάτων και τους απογόνους τους, κάτι που καταλαβαίνω και σέβομαι, είναι, όμως, πολύ προτιμότερη από τον συνειδητό εμπαιγμό και την εμπορευματοποίηση του πόνου και των ελπίδων τους στο διηνεκές.