Τα τελευταία τέσσερα – πέντε χρόνια η υπόθεση των οφειλών της Γερμανίας προς τη χώρα μας, είναι αλήθεια έχει γίνει πολύ πιο οικεία σε περισσότερους πολίτες, που ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο να ενημερωθούν. Μόλις λίγα χρόνια πριν, οι έννοιες ατομικές αποζημιώσεις, επανορθώσεις, κατοχικό δάνειο ήταν έννοιες ελαφρώς μπερδεμένες στο μυαλό του μέσου Έλληνα. Το δε θέμα των αρχαιολογικών θησαυρών, που αφαίρεσαν οι κατακτητές από τη χώρα μας, απασχολούσε ένα πολύ στενό κύκλο ειδικών.
Ο, ενώπιον των ελληνικών Δικαστηρίων, αγώνας εναντίον της Γερμανίας ξεκίνησε το 1995 και αφορά, αποκλειστικά και μόνο, τη μία από τις τέσσερις κατηγορίες των απαιτήσεων που η χώρα μας έχει κατά του, τότε «κατακτητή» και σημερινού «εταίρου» μας. Πρόκειται για την απαίτηση των ατομικών αποζημιώσεων, δηλαδή την απαίτηση που διατηρούν οι ελάχιστοι επιβιώσαντες και οι συγγενείς των θανατωθέντων στους, καταγεγραμμένους και μη, μαρτυρικούς τόπους της πατρίδας μας. Καθεμιά και μια διαφορετική ιστορία, ένα διαφορετικό αίτιο, μια διαφορετική τραγωδία. Σε όλες τις περιπτώσεις ο πόλεμος ήρθε να συντρίψει πόλεις και χωριά επειδή κάποιοι άνθρωποι παραβίασαν τους πιο βασικούς νόμους της ανθρωπιάς. Για κάθε τόπο, πολλές μπορεί να είναι οι εξηγήσεις του γιατί επικράτησε η αγριότητα έναντι της ανθρωπιάς, του γιατί ο θάνατος ήρθε με το πιο απάνθρωπο πρόσωπό του, του γιατί βγήκε αληθινός εκείνος ο αρχαίος παππούλης μας, ο Πλούταρχος, όταν έλεγε ότι «δεν υπάρχει πιο άγριο, πιο σκληρό ζώο από τον άνθρωπο όταν έχει την εξουσία να ικανοποιήσει το πάθος του».
[quote text_size=”small”]
Διαβάζοντας κάποιες ιστορικές πηγές καταλαβαίνει κανείς ότι στο διεστραμμένο μυαλό των επικεφαλής των Ναζί, η δίψα για εκδίκηση σε βάρος αμάχων ζύγιζε περισσότερο από τη ζωή, αλλού επιλεγμένων αντρών ενός χωριού, αλλού απροστάτευτων γυναικόπαιδων, αλλού αδιάκριτα αμάχων.
[/quote]
Καταλαβαίνουμε, επίσης, ότι δεν τους ένοιαξε αν κάποιες οικογένειες θα στερούνταν το στυλοβάτη τους, αν πόλεις ολόκληρες θα έμεναν ακατοίκητες. Καταλαβαίνουμε, τέλος, ότι οι βασικοί νόμοι της ανθρωπιάς δεν είναι καθόλου δεδομένοι.
Φέτος συμπληρώνονται δεκαεννέα χρόνια από τη στιγμή που γεννήθηκε η ιδέα να ασκηθεί μια αγωγή, εναντίον της Γερμανίας, για τις καταστροφές που προκάλεσαν τα ναζιστικά στρατεύματα στην πατρίδα μας σε βάρος αμάχων πολιτών. Έτσι απλά όπως ασκούμε μια αγωγή επειδή κάποιος μας τράκαρε.
Και επειδή πολλές φορές ακούγεται ενδιαφέρον να μαθαίνουμε πώς γεννιούνται τέτοιες παράξενες ιδέες, ακολουθεί πιο κάτω μια μικρή ιστορία, σαν παραμύθι.
Είναι χειμώνας του 1995 όταν τρεις γερμανόφωνοι γέροντες συνοδευόμενοι από έναν ιερωμένο, επισκέπτονται το μαρτυρικό Δίστομο. Προφανέστατα, στο τέλος της ζωής τους και με τις Ερινύες να τους βασανίζουν, θέλουν να ζητήσουν συγχώρεση για τις θηριωδίες που, οι ίδιοι ή κάποιοι άλλοι συμπολεμιστές τους, διέπραξαν σε βάρος των κατοίκων της μικρής πόλης. Στη λιτή τελετή μνήμης και συγγνώμης που ακολούθησε το προσκύνημά τους, ο γερμανόφωνος ιερωμένος δήλωσε ότι μεταφέρει το χαιρετισμό του Προέδρου του γερμανικού κρατιδίου από το οποίο κατάγονταν. Με την ιδιότητα του πρώτου αιρετού Νομάρχη Βοιωτίας και την ιδιαίτερη θέληση να «μεταφράζει» κάθε γεγονός στη γλώσσα της Δικαιοσύνης, ο Γιάννης Σταμούλης θεώρησε ότι στον «απλό χαιρετισμό» επιβάλλεται απάντηση και, μεταξύ άλλων, είπε:
«Μισός αιώνας από το εφιαλτικό πρωινό της 10ης Ιουνίου 1944, δεν στάθηκε ικανός να σβήσει απ’ τη μνήμη εκείνων που ζήσανε τα τραγικά γεγονότα του Διστόμου, τη φρίκη της απάνθρωπης χιτλερικής θηριωδίας. […] Η τρομερή ανθρωποθυσία των αμάχων Διστομιτών, τότε μόνο θα βρει την δικαίωσή της, όταν η σύγχρονη και οι επερχόμενες γενιές, ορκιστούν στις ψυχές των θυμάτων ότι θα φράξουν το δρόμο σε κάθε προσπάθεια αναβίωσης του φασισμού και του ναζισμού και θα θεμελιώσουν σε ατράνταχτο βάθρο τους δημοκρατικούς θεσμούς».
Σε όλους εμάς, τους συνεργάτες του δικηγορικού του γραφείου, παρουσιάζοντάς μας, το ίδιο βράδυ, την ιδέα του, είπε:
«Το πρωτοφανές σε αγριότητα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, που διαπράχτηκε από τα S.S., έχει αφήσει ανεξίτηλες πληγές στη μνήμη εκείνων που το βιώσανε.
Αποτελεί, συνεπώς, χρέος τιμής για τους επιζώντες να αξιώσουν την απονομή δικαιοσύνης και για εμάς τους υπηρετούντες τη Δικαιοσύνη να τους συνδράμουμε στη διεκδίκηση αυτή. Η θυσία των 218 θυμάτων, στο βωμό της ναζιστικής θηριωδίας, πρέπει να βρει, τουλάχιστον, την ηθική της δικαίωση. Μια δικαίωση, που θα αποτελεί ταυτόχρονα μάθημα για την αποτροπή τέτοιων αγριοτήτων από τους υποψήφιους νεοναζί».
Στις 27/11/1995 καταθέτει την αγωγή της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Βοιωτίας, ως εντολοδόχου των πολιτών του Διστόμου. Τότε κανείς δεν τον πίστεψε!
Η ελληνική δικαιοσύνη στάθηκε αρχικά στο ύψος της.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Λιβαδειάς με την υπ’ αριθ. 137/1997, ιστορική πλέον, απόφασή του τους δικαιώνει.
Ούτε η αντίδικος Γερμανία, δίνει στη χρονική στιγμή αυτή την πρέπουσα σημασία. «Ωχ τώρα! Τι θα μας κάνει ένας τρελλός Νομάρχης!», φαίνεται ότι σκέφτηκαν οι αρμόδιοι της γερμανικής διπλωματίας τότε. Και όμως έπρεπε να τον φοβηθούν τον «τρελλό Νομάρχη», γιατί με την παραίνεσή του, μία χιονοστιβάδα αγωγών άλλων μαρτυρικών χωριών κοινοποιούνται στην αντίδικο Γερμανία.
Και τότε αποφασίζουν να αντιδράσουν ασκώντας απευθείας αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου. Μην μπορώντας, βεβαίως, να αμφισβητήσουν την ιστορική αλήθεια, ότι δηλαδή, κατά παράβαση όλων των επιβαλλόμενων από το Δίκαιο του Πολέμου, κανόνων, ξεκλήρισαν και ξερίζωσαν συθέμελα ένα ολόκληρο χωριό, επέλεξαν να προβάλουν επιχειρήματα δικονομικά. Υποστηρίζουν ότι, σύμφωνα με το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, κακώς δικάστηκαν από ελληνικό Δικαστήριο, δεδομένου ότι ως αλλοδαπό κράτος θα έπρεπε να τους αναγνωριστεί το προνόμιο της ετεροδικίας και, κάνοντας χρήση της δικαιοδοτικής τους ασυλίας, να δικαστούν μόνον από γερμανικό Δικαστήριο.
[quote text_size=”small”]
Καταλυτική υπήρξε στο σημείο αυτό η βοήθεια του Διστομίτη Αργύρη Σφουντούρη –όλοι μας έχουμε δει την συγκλονιστική ταινία του «Ενα τραγούδι για τον Αργύρη»- ο οποίος αποφάσισε να ασκήσει για τον εαυτό του και τις αδελφές του αγωγή ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων για να έχουμε παράλληλη δίκη και κρίση, ως προς το θέμα αυτό, από τη γερμανική Δικαιοσύνη. Δυστυχώς, το 2009, επιβεβαιώθηκε το προαίσθημα ότι κανένα γερμανικό δικαστήριο δεν επρόκειτο να καταδικάσει τη Γερμανία για αυτά τα εγκλήματα.
[/quote]
Οι νομικοί παραστάτες της οικογένειας Σφουντούρη εξάντλησαν όλους τους βαθμούς και οριστικά –και δια των Δικαστηρίων της- η Γερμανία γύρισε την πλάτη στις θηριωδίες του Γ’ Ράιχ.
Εν τω μεταξύ, στην Ελλάδα, ο Άρειος Πάγος, με την υπ’ αριθ. 11/2000 απόφαση της Ολομέλειάς του, απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως του γερμανικού δημοσίου, κρίνοντας τελεσίδικα και αμετάκλητα ότι η Γερμανία δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαίωμα ετεροδικίας.
Όμως, μετά τον Άρειο Πάγο, ένας άλλος δικαστικός σχηματισμός, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο –ακολουθώντας μια έντονα αμφισβητούμενη διαδικασία και με μια οριακή πλειοψηφία, 6 δικαστές εναντίον 5- υποστήριξε, κατά κάποιο τρόπο, τις γερμανικές απόψεις. Συγκεκριμένα, σε άλλη υπόθεση –άσχετη με αυτή του Διστόμου, ενός ζημιωθέντος από το Λιδωρίκι Φωκίδας, του Μιλτιάδη Μαργέλλου– έκρινε ότι η Γερμανία απολαμβάνει του προνομίου της ετεροδικίας. Πολύ σύντομα, συνεπώς, ο δικαστικός αυτός αγώνας μπήκε σε συγκεκριμένο κάδρο. Οριοθετήθηκε σαφώς και συνοψίστηκε στο παρακάτω διπλό ερώτημα:
Αφενός , είναι πλέον ένα Κράτος παντοδύναμο και ανεξέλεγκτο ή πρέπει να υπακούει και να σέβεται τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου; και αφετέρου, το άτομο ως μονάδα έχει δικαίωμα να προβάλει και να διεκδικεί τα δικαιώματά του απέναντι στην παντοδυναμία του Κράτους ή δεν έχει ούτε φωνή ούτε ανάστημα;
Η άρνηση της ελληνικής πολιτείας να συνδράμει τους ίδιους τους πολίτες της και να δώσει την άδεια να εκτελεστεί η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, εκπλειστηριάζοντας ακίνητα του γερμανικού δημοσίου που βρίσκονταν στην Ελλάδα, μετέφερε, το 2004, την αντιδικία στη γειτονική Ιταλία.
Εκεί, επιβλήθηκε συντηρητική κατάσχεση σε μια έπαυλη που βρίσκεται στη Λίμνη του Κόμο καθώς και σε ένα ποσό 25 εκατ. ευρώ που έπρεπε να καταβληθεί από την εταιρεία των ιταλικών σιδηροδρόμων στο γερμανικό δημόσιο, για τη διασυνοριακή κίνηση των τραίνων.
Οι ιταλοί Δικαστές διατρανώνοντας την πίστη τους στην τυφλή θεά της Δικαιοσύνης, έκαναν δεκτό το αίτημα των Διστομιτών και έδωσαν την άδεια να προχωρήσουν σε εκτέλεση.
Οι σοφοί του Διεθνούς Δικαίου διχάστηκαν με την απόφασή τους. Η ισχυρή πλειοψηφία, δυστυχώς, επέβαλε μια συντηρητική απόφαση, σύμφωνα με την οποία, ακόμα και σήμερα που γίνεται συχνότερα λόγος για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που η διεθνής κοινή γνώμη τα υποστηρίζει σθεναρά, σήμερα λοιπόν, η Γερμανία διατηρεί το δικαίωμά της να μην δικάζεται από τα Δικαστήρια των κρατών, στην επικράτεια των οποίων τα ναζιστικά τέρατα έσπειραν το θάνατο και τον όλεθρο. Όμως, μια μικρή και ελπιδοφόρα, μειοψηφία διατήρησε, για τους Διστομίτες, το δικαίωμα να ελπίζουν ακόμη.
Όμως, από την απόφασή του αυτή οφείλουμε να κρατήσουμε, παρά το αρνητικό της αποτέλεσμα, δύο πολύ σημαντικά στοιχεία:
1. Χωρίς καμία αμφισβήτηση έγινε δεκτό από το Διεθνές Δικαστήριο ότι όσα, αποτρόπαια, συνέβησαν στο Δίστομο ήταν εκτός της δικαιοδοσίας των γερμανών στρατιωτών και αποτελούν ανθρωπιστικό έγκλημα και
2. Διατυπώνοντας ξεκάθαρα την άποψή του, το Δικαστήριο, προτρέπει τα Κράτη να βρουν μια λύση επί του θέματος αυτού, ξεκινώντας, ειλικρινείς και άμεσες, διαπραγματεύσεις.
Με τη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου της Χάγης και την απόφαση που ακολούθησε, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι έκλεισε οριστικά η πόρτα της δικαστικής διεκδίκησης των απαιτήσεων αυτών. Όμως, η βιαστική και αβασάνιστη αυτή συναγωγή συμπερασμάτων δεν είναι ορθή.
Και τούτο για δύο βασικότατους λόγους:
1ον γιατί το Διεθνές Δίκαιο είναι ένα δίκαιο που βρίσκεται σε μόνιμη κινητικότητα και μεταβάλλεται διαρκώς, με αποτέλεσμα, υπό ορισμένες συνθήκες, σε 5 ή 10 χρόνια η απόφαση του 2012 να μην ισχύει πια και
2ον γιατί από τις 22 Οκτωβρίου 2014, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ιταλίας εξέδωσε απόφαση που ανατρέπει το σκηνικό και δίνει πάλι στον Δικαστή το ρόλο που φάνηκε να του στερεί η Χάγη.
Θέτοντας λοιπόν και πάλι το αρχικό ερώτημα:
«Η δικαστική μάχη, τελικά, βοήθησε τη γενικότερη διεκδίκηση;»
Αβίαστα προκύπτει η απάντηση, ότι δηλαδή, η επί μια εικοσαετία, σχεδόν μοναχική δικαστική διεκδίκηση, διατήρησε εκείνον τον βηματισμό που δεν ακολούθησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις.
Οφείλουμε, συνεπώς, να πιστέψουμε, να ενστερνιστούμε -κλέβοντας τα λόγια ενός από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της υπόθεσης, του ίδιου του πληρεξουσίου της Ελληνικής Δημοκρατίας στο Δικαστήριο της Χάγης, του καθηγητή Στέλιου Περράκη-την άποψη ότι «χθες ήταν ιδιώτες (Διστομίτες και άλλοι), σήμερα και αύριο θα πρέπει να είναι η ελληνική κυβέρνηση και το ελληνικό Κοινοβούλιο, εκφράζοντας την αγωνία του ελληνικού λαού, την αγωνία όλων μας, για δικαίωση».
In memoriam Γιάννη Σταμούλη
3/3/1930- 3/12/2007