Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΧΗΣ

Μοίρασε το

του ΠΑΣΧΟΥ ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗ

Μεγαλοπρεπείς κουβέντες ακούμε τα τελευταία χρόνια, λέξεις που κρύβουν μύθους και βγάζουν λεφτά ή φέρνουν ψήφους. Ενας από αυτούς τους ωραίους όρους που ανακυκλώνουμε με κάθε ευκαιρία είναι η «κοινωνική συνοχή».

Πώς το είπε προχθές η κ. Κατσέλη; «Στόχος της κυβέρνησης είναι η επάνοδος σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, που είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίοι για την ανάσχεση της δυναμικής του δημόσιου χρέους και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής». Θαυμάσια είναι όλα αυτά, μόνο που… Ο ρυθμός ανάπτυξης μετριέται, η ανάσχεση του δημόσιου χρέους μετριέται, η κοινωνική συνοχή δεν μπαίνει σε κάποιο καντάρι. Είναι ένας γενικός όρος που χρησιμοποιείται κατά περίσταση. Εφτασε δε, σε απλά -και αριστερά- ελληνικά να σημαίνει: «δώσε κι εμένα μπάρμπα».

Είναι περίεργο, αλλά κάθε φορά που μιλάμε για «κοινωνική συνοχή» αναφερόμαστε πάντα πόσα θα πάρουν κάποιες ομάδες του πληθυσμού και ποτέ ποιος θα τα δώσει. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η κοινωνική συνοχή δεν πρέπει απλώς να υπάρχει. Πρέπει και κάποιος να την πληρώνει. Κι εκεί, στον λογαριασμό, τα χαλάμε. Η κοινωνία, στην οποία όλοι ομνύουν σαν είναι να μοιραστούν λεφτά, παύει να υπάρχει στις υποχρεώσεις.

Ολοι έχουν κάποια καλή δικαιολογία για να μην βάλουν το χέρι στην τσέπη. Ο μικρομεσαίος «δεν βγαίνει» αν κόβει όλες τις αποδείξεις. Οι υπάλληλοι της Βουλής δηλώνουν ότι δουλεύουν πολύ και χρειάζονται 16 μισθούς τον χρόνο. Οι βουλευτές κάνουν πολλά ταξίδια στην επαρχία. Ο πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων δηλώνει ότι το επίδομα «που εισπράττουμε για οργάνωση και λειτουργία γραφείου (βιβλιοθήκης) δεν είναι επίδομα, αλλά δαπάνη. Συνεπώς, δεν μπορεί να φορολογηθεί». Η «κοινωνική συνοχή» δεν πλήττεται μόνο από τις χαμηλές συντάξεις, διαρρηγνύεται πλήρως όταν το κράτος δεν θα έχει να πληρώσει συντάξεις. Δεν διατηρείται κλέβοντας από τις νέες γενιές λεφτά για την παιδεία, επιδοτώντας την απόσυρση του δεύτερου και τρίτου αυτοκινήτου. Να μην παρεξηγηθούμε: καλά κι άγια πράττουν όλοι τους για τα ιδιοτελή τους συμφέροντα. Απλώς, τον μύθο, περί «κοινωνικής συνοχής» πρέπει να εγκαταλείψουν οι αριστεροί παντός χρώματος και ειδικά της κυβέρνησης. Διότι, ναι… Η κοινωνική συνοχή πλήττεται από τις χαμηλές συντάξεις. Διαρρηγνύεται όμως όταν το κράτος δεν θα έχει να πληρώσει συντάξεις.

Υπάρχει μια ευθεία σχέση της κοινωνικής συνοχής με τον σεβασμό των κοινών πραγμάτων. Σε συνεκτικές κοινωνίες η δημόσια περιουσία προστατεύεται από τους ίδιους τους πολίτες. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα οι πλατείες και τα πεζοδρόμια έγιναν βορά των καφετεριών («πώς να τα βγάλουν πέρα κι αυτοί, αν δεν καταπατήσουν με μόνιμες πλέον κατασκευές την μισή πλατεία;»), τα πεζοδρόμια κατελήφθησαν από περίπτερα-σούπερ μάρκετ, οι τοίχοι έγιναν διαφημιστικός χώρος (κομμάτων και μικροεπιχειρήσεων), τα δημόσια πανεπιστήμια ρημάζουν υπό την αδιαφορία όλων, δείχνουν ότι η κοινωνική συνοχή έχει φτάσει στο ναδίρ.

Σε όλο τον κόσμο η κοινωνική συνοχή σφυρηλατείται μέσα από τον σεβασμό των κανόνων συμβίωσης. Στην Ελλάδα απλώς επιδοτείται ή -μιας και τα δανεικά τέλειωσαν- επιδοτείτο. Ετσι, λοιπόν, πριν αρχίσουμε να ανησυχούμε για τη «διατήρηση της κοινωνικής συνοχής», πρέπει πρώτα να αναρωτηθούμε πόση κοινωνική συνοχή υπάρχει προς διατήρηση. Οταν, για παράδειγμα, κανείς δεν διαμαρτύρεται όταν οι καταστηματάρχες κλέβουν μπροστά στα μάτια μας το κοινό ταμείο, δεν υπάρχει και πολύ «κοινωνική συνοχή» να περισώσει κανείς.

Οταν οι αγρότες κόβουν στη μέση την Ελλάδα χωρίς να υπολογίζουν ότι ο συνταξιούχος, θα πληρώσει διά της αυξημένης τιμής των προϊόντων τον λογαριασμό, για ποια κοινωνική συνοχή συζητάμε; Οταν τριακόσιοι λιμενεργάτες νεκρώνουν αδιαμαρτύρητα το βασικό λιμάνι της χώρας με τον κίνδυνο να κλείσουν εκατοντάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δεν μιλάμε για κοινωνία. Για άθροισμα συντεχνιών πρέπει να συζητάμε κι ας βρίζουμε με κάθε ευκαιρία την Μάργκαρετ Θάτσερ που είχε πει ότι «κοινωνία δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο άνδρες, γυναίκες και παιδιά». Στην αντινεοφιλελευθερη Ελλάδα η κοινωνική συνοχή είναι απλώς ένα σύνθημα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων που σε απλά -και αριστερά- ελληνικά μεταφράζεται σε «πόσα για να μην κλείσω τους δρόμους;».

(Το άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη δημοσιεύεται στην εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”)

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP

Download on the App Store

Μοίρασε το

του αρθρογράφου

ideas change society

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Αφήστε μια απάντηση

Σχόλια

Μπες στη συζήτηση

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου